Αν είχα τη δυνατότητα να διενεργώ δημοσκοπήσεις, θα σας παρακαλούσα να αφιερώσετε ένα λεπτό από τη ζωή σας για να σκεφτείτε και να μου απαντήσετε αυθόρμητα στο ερώτημα:
- Από τον Γιώργο Χαρβαλιά
«Ποιον εξυπηρετεί σε αυτή τη συγκυρία η επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών Αθήνας – Αγκυρας;» Θα μπορούσα να το θέσω και αλλιώς: «Εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα σε αυτή τη συγκυρία η επανέναρξη διερευνητικών συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας;» Και θα ήθελα πραγματικά να δω πόσοι και ποιοι Ελληνες θα απαντούσαν καταφατικά, εκτός από τον Μητσοτάκη, την κομματική στρατιά που τον ακολουθεί βιοποριζόμενη και τα μπουκωμένα από τα ευρώ του Πέτσα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης.
Για όλους εμάς τους υπόλοιπους η απόφαση επανέναρξης αυτού του (θεωρητικά και μόνο ανεπίσημου) διαλόγου, έπειτα από μια χρονιά απίθανων προκλήσεων, αμφισβητήσεων, παραβιάσεων, αλλά και έμπρακτων «τραμπουκισμών» εκ μέρους της γειτονικής χώρας, είναι επιεικώς ακατανόητη. Κερδίζει κάτι η Ελλάδα από αυτή τη διαδικασία που διέκοψε μέχρι και ο… ΣΥΡΙΖΑ το 2016 ως ατελέσφορη;
Η απάντηση είναι μία και προφανής: Όχι, δεν κερδίζει απολύτως τίποτα. Κάνει απλώς το χατίρι τρίτων. Πρωτίστως της ίδιας της Τουρκίας που έχει κάθε λόγο αυτή την περίοδο να εμφανίζεται πρόθυμη για κουβέντα, αφενός για να κερδίσει χρόνο μέχρι να ξεκαθαρίσουν οι προθέσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν στις ΗΠΑ και φυσικά για να (ξανα)αποφύγει τις όποιες κυρώσεις στο επόμενο Συμβούλιο Κορυφής.
Χατίρι κάνει ο Μητσοτάκης επίσης (ευγενικά το διατυπώνω) και στους Γερμανούς που τον σπρώχνουν σε αυτό το διμερές παζάρι με απώτερο στόχο να δώσουν συγχωροχάρτι διαλλακτικότητας στους Τούρκους και σε δεύτερο χρόνο να αδειάσουν την Ελλάδα, εμφανίζοντάς την ως τη δύστροπη και κακομαθημένη της υπόθεσης. Είναι βέβαιο ότι και αυτές οι συνομιλίες, όπως και όλες οι προηγούμενες, αν ξεκινήσουν, θα αποτύχουν. Θα αποτύχουν γιατί αλλιώς τις έχουμε εμείς στο μυαλό μας και αλλιώς οι Τούρκοι.
Η Ελλάδα, λέει, θα συζητήσει μόνο τις θαλάσσιες ζώνες. Και η Τουρκία απαντά μέσω του Anadolu (πιο επίσημο δεν υπάρχει…) ότι οι συνομιλίες θα επεκταθούν σε επτά πυλώνες που θα περιλαμβάνουν: υφαλοκρηπίδα, χωρικά ύδατα, εναέριο χώρο, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, καθεστώς νησίδων και βραχονησίδων, κέντρα εναέριας κυκλοφορίας (FIR) και δικαιοδοσία επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης. «Ώστε να μπουν τα θεμέλια μιας δίκαιης και συνολικής λύσης στο Αιγαίο Πέλαγος και στη Μεσόγειο». Πείτε μου, λοιπόν, μπορούν να προχωρήσουν αυτές οι συνομιλίες; Όχι, εκτός κι αν κάποιοι φλερτάρουν με τα κυπαρίσσια στου Γουδή. Και εφόσον θα αποτύχουν, γιατί παίζουμε κρυφτούλι «αρχίζουμε – δεν αρχίζουμε» με τις ημερομηνίες; Ποιον εξυπηρετεί, στ’ αλήθεια, αυτή η κατάσταση; Γιατί ψάχνει ο Μητσοτάκης ευκαιρία να συρθεί στο τραπέζι με τους Τούρκους, εκπέμποντας προς τα έξω ότι αποδέχεται έστω και μικρό τμήμα της ατζέντας εδαφικών διεκδικήσεων που βάζουν ξεκάθαρα οι απέναντι;
Θα σας πω και κάτι τελευταίο. Από τη στιγμή που από τους Τούρκους διαρρέει μια συμφωνημένη ημερομηνία (25 Ιανουαρίου) και η Ελλάδα, παρότι σε επίπεδο πρωθυπουργού έχει συμφωνήσει, σε επίπεδο υπουργού Εξωτερικών το… ξανασκέφτεται, τι ακριβώς εικόνα δίνει ως κράτος; Διχασμένο, φοβικό, ετερόφωτο και ανίκανο να θέσει κόκκινες γραμμές απορρίπτοντας εκ προοιμίου έναν τέτοιο διάλογο. Τόσο απλά.