Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις τη περίοδο της διοίκησης Μπάιντεν θα αποτελέσουν βαρόμετρο για τις ευρύτερες ισορροπίες της περιοχής και υπό προϋποθέσεις και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
- Από τον Σάββα Καλεντερίδη
Με δεδομένο ότι η Τουρκία «έπεσε» στην αγκαλιά της Ρωσίας μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει την άδεια του Πούτιν για να εισβάλει στη ΒΔ Συρία, να ανακόψει την προέλαση των Κούρδων και να αποτρέψει τη δημιουργία του λεγόμενου «Κουρδικού Διαδρόμου», και με δεδομένο ότι το βασικό και εκβιαστικό αίτημα της Αγκυρας προς τις ΗΠΑ από το 2015 είναι να σταματήσουν τη συνεργασία με τους Κούρδους στη Συρία, γιατί αυτό αποτελεί πρόβλημα εθνικής ασφάλειας για την Τουρκία, η στάση που θα τηρήσει η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ στο θέμα αυτό θα καθορίσει και την πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων αλλά και την περαιτέρω προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσία.
Και αυτό ακριβώς είναι που θα επηρεάσει και τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Όσο η Τουρκία στρέφεται προς τη Ρωσία τόσο οι ΗΠΑ επιζητούν την αναβάθμιση των σχέσεων με την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία. Αρκεί οι κυβερνήσεις να είναι σε θέση να αξιολογήσουν μια τέτοια εξέλιξη με κριτήριο την εξυπηρέτηση των εθνικών μας συμφερόντων. Πάντως, τα σημάδια από τις πρώτες μέρες της διοίκησης Μπάιντεν δεν είναι καλά για την Αγκυρα.
Σε ερώτηση σχετικά με αυτό το θέμα κουρδικού καναλιού του Β. Ιράκ, το υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ, με τη νέα ηγεσία, απάντησε γραπτώς ως εξής: «Οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), οι οποίες έχουν πάρει το μερίδιο του λέοντος στον αγώνα ενάντια στο ISIS, παραμένουν ικανοί και αποφασισμένοι στρατιωτικοί εταίροι. Χωρίς την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών δεν μπορούν να ξεριζώσουν τους τρομοκράτες του ISIS και να προστατεύσουν δεκάδες χιλιάδες κρατουμένους και οικογένειες του ISIS που βρίσκονται ακόμη υπό κράτηση.
Οι ΗΠΑ, μαζί με τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), συνεχίζουν να συνεργάζονται στενά με τοπικούς εταίρους, ανθρωπιστικές οργανώσεις και ομάδες της κοινωνίας των πολιτών στη βορειοανατολική Συρία. Για το μέλλον του συριακού λαού θα συνεχίσουμε την υποστήριξή μας, προκειμένου να καλύψουμε τις ανθρωπιστικές ανάγκες και να παράσχουμε την απαραίτητη σταθερότητα και ασφάλεια». Σημειώνεται ότι τη ραχοκοκαλιά των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων αποτελούν οι Κούρδοι.
Για το θέμα έγραψε ένα άρθρο και ο συνταξιούχος Τούρκος διπλωμάτης Γιασάρ Γιακίς, ο οποίος διατέλεσε υπουργός Εξωτερικών του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, και βουλευτής. Για τον λόγο αυτό τα λόγια του και τα γραπτά του έχουν βαρύνουσα σημασία. Γράφει, λοιπόν, στο άρθρο του ο Γιακίς:
«Τα πρώτα σημάδια μιας ταραχώδους σχέσης Τουρκίας – ΗΠΑ φάνηκαν μέσω των δηλώσεων ενός ανθρώπου-κλειδί της διοίκησης Μπάιντεν. Ο υποψήφιος υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν μίλησε την Τρίτη για την Τουρκία: “Το ότι ένας στρατηγικός συνεργάτης μας -φαινομενικά τουλάχιστον στρατηγικός συνεργάτης- τάσσεται υπέρ ενός στρατηγικού ανταγωνιστή μας (σ.σ.: Ρωσία) είναι απαράδεκτο”. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας συμπλήρωσε ότι οι υπάρχουσες κυρώσεις κατά της Τουρκίας πρόκειται να αξιολογηθούν και η Ουάσινγκτον θα αποφασίσει εάν είναι αναγκαία η άσκηση περαιτέρω πίεσης. Ο Μπλίνκεν είναι γνωστός για την κριτική που ασκεί στην Τουρκία, αλλά η αναφορά του σε συμμαχική χώρα του ΝΑΤΟ ως “φαινομενικά στρατηγικό σύμμαχο”, πριν καν αναλάβει το πόστο του υπουργού Εξωτερικών, υπονοεί πως η Αγκυρα πρέπει να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια στις σχέσεις της με τη νέα διοίκηση των ΗΠΑ.
Ο Μπλίνκεν δείχνει να μην αποδέχεται το ενδεχόμενο η Τουρκία να διατηρήσει μια καλή σχέση τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με τη Ρωσία. Άλλη μια προσωπικότητα-κλειδί στη νέα ομάδα του Μπάιντεν είναι ο στρατηγός εν αποστρατεία Λόιντ Όστιν, ο οποίος είναι πλέον υπουργός Αμυνας.
Ο Όστιντο 2013 διορίστηκε επικεφαλής της Κεντρικής Διοίκησης των Ηνωμένων Πολιτειών (CENTCOM), η οποία είναι υπεύθυνη για τα αμερικανικά συμφέροντα σε Μέση Ανατολή, Κεντρική και Νότια Ασία. Συνεργάστηκε με την Τουρκία στο πλαίσιο του προγράμματος εκπαίδευσης και εξοπλισμού κατά των Daesh στη Συρία, όμως το πρόγραμμα αυτό εξελίχθηκε σε αποτυχία. Οι μαχητές της συριακής αντιπολίτευσης εκπαιδεύτηκαν στην Τουρκία και απεστάλησαν στη Συρία με 12 οχήματα, τα οποία ήταν εξοπλισμένα με πολυβόλα, ωστόσο, με το που πέρασαν τα σύνορα, πολλοί από αυτούς παρέδωσαν τα οχήματα, τον οπλισμό και τα πυρομαχικά τους σε μέλη του μετώπου “Al Nusra”.
Μετά την επιπλοκή αυτή ο Όστιν στράφηκε προς τους Κούρδους μαχητές -παρά τις αντιρρήσεις της Τουρκίας- καθώς οι ΗΠΑ πίστευαν ότι είναι πιο αξιόπιστοι αλλά και καλύτεροι στο πεδίο της μάχης. Ο Όστινήταν ο πρώτος Αμερικανός στρατιωτικός ο οποίος παραδέχτηκε πως οι ΗΠΑ παρείχαν συμβουλευτικές υπηρεσίες και υποστήριξη στους Κούρδους του YPG, σε ακρόαση της Γερουσίας τον Σεπτέμβριο του 2015. Ο Όστιναποσύρθηκε το 2016, αλλά κατά τη διάρκεια της θητείας του στη CENTCOM έπαιξε κομβικό ρόλο στον εξοπλισμό των Κούρδων μαχητών. Πλέον, ευρισκόμενος σε ένα υψηλόβαθμο πόστο, μέσω του οποίου είναι υπεύθυνος για την υλοποίηση των αμερικανικών σχεδίων όχι μόνο στη Μέση Ανατολή αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, προκαλεί ανησυχία στην Τουρκία.
Ο τρίτος υψηλόβαθμος του οποίου ο διορισμός δεν χαροποιεί ιδιαίτερα την Αγκυρα είναι ο Μπρετ ΜακΓκερκ, ο ειδικός απεσταλμένος του Λευκού Οίκου για τη Μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική. Θεωρείται ο «αρχιτέκτονας» της αμερικανικής πολιτικής ως προς τους Κούρδους της Συρίας. Τα μέσα ενημέρωσης της Τουρκίας έχουν δημοσιεύσει σχόλια για τη σχέση του με την ηγεσία των Κούρδων της Συρίας.
Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν είναι ακόμη ένα όνομα που δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση στην Τουρκία. Σε άρθρο του το 2017 χαρακτήρισε τη σύλληψη μελών της αμερικανικής πρεσβείας στην Αγκυρα “ομηρία” και άσκησε σφοδρή κριτική κατά των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Τουρκίας με στόχο τους Κούρδους του Ιράκ.
Επίσης άσκησε κριτική στον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για την έλλειψη αποφασιστικότητας που έδειξε ο δεύτερος στη σχέση του με τον Ερντογάν και το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ. Ο Σάλιβαν πρότεινε την επιβολή κυρώσεων κατά Τούρκων κυβερνητικών στελεχών και στελεχών της αμυντικής βιομηχανίας που εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς.
Τέλος, ο ίδιος ο νέος πρόεδρος Μπάιντεν έχει ασκήσει κριτική στην Τουρκία σε πολλές περιπτώσεις. Ως γερουσιαστής είτε εισηγήθηκε είτε υποστήριξε πολλά νομοσχέδια, τα οποία εναντιώνονται στα τουρκικά συμφέροντα.
Ένας σημαντικός παράγοντας για το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων θα είναι η πολιτική του Μπάιντεν για το Ιράν. Η Αγκυρα μπορεί να μη θέλει να αποτελεί πιόνι της Ουάσινγκτον στην πολιτική της δεύτερης απέναντι στην Τεχεράνη, ωστόσο δεν μπορεί να εναντιωθεί σε μια τριμερή συνεργασία με τις ΗΠΑ και το Ιράκ. Η Τουρκία χρειάζεται τη συμβολή του Ιράκ, ώστε να συνεχίσει να ασκεί πίεση στο ΡΚΚ και η Ουάσινγκτον με τη σειρά της μπορεί να συνεργαστεί με Αγκυρα και Βαγδάτη για να ασκήσει πίεση στο Ιράν.
Μια τέτοιου είδους συνεργασία δεν θα σήμαινε απαραίτητα ότι οι ΗΠΑ θα εγκαταλείψουν τη συνεργασία τους με τους Κούρδους της Συρίας. Επιπλέον, λόγω της εμπειρίας του, ο Μπάιντεν γνωρίζει τη σημασία της Τουρκίας στην ευρωατλαντική κοινότητα. Έτσι, θα μπορέσει να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά κάθε κίνησης η οποία ενδεχομένως να εκθέσει την Τουρκία.Υπάρχουν κι άλλα ονόματα, όμως αυτά που προαναφέρθηκαν είναι τα πρόσωπα που αναμένεται να πάρουν σημαντικές αποφάσεις που θα επηρεάσουν την Τουρκία, είτε θετικά είτε αρνητικά».