Ήταν 2016 και το είπε περίπου έτσι, το αποδίδω: «Με τις αντιπολιτεύσεις μια χαρά τα πάμε, όταν γίνονται κυβερνήσεις τα χαλάμε!»
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Η φράση αποδίδεται σε μιντιάρχη ομίλου που έχει στην ιδιοκτησία του τηλεοπτικό σταθμό και ιστορική εφημερίδα της χώρας. Ελέχθη κατά τη διάρκεια κατάθεσής του από την εξεταστική επιτροπή της Βουλής με αντικείμενο τα ΜΜΕ το «σωτήριον» εκείνον έτος της αριστεράς -να σου πετύχει- διακυβέρνησης. Τη συγκράτησα για την ιστορικότητά της και να που σήμερα, δύο σχεδόν χρόνια μετά την άνοδο της Ν.Δ. στην εξουσία, το αξίωμα επιβεβαιώνεται και πάλι (όποιος μελετήσει σοβαρά τα πρακτικά εκείνης της εξεταστικής, από την οποία «παρήλασαν» όλοι οι μιντιάρχες, καθώς και της πρόσφατης για τη Νοvartis, στην οποία κατέθεσε όλη η ηγεσία της Δικαιοσύνης, μπορεί να γράψει άνετα διδακτορική διατριβή για τους αρμούς της εξουσίας στην Ελλάδα).
Γιατί επιβεβαιώνεται και πάλι; Γιατί η προσεκτική μελέτη του Τύπου του Σαββάτου και της Κυριακής αποτελεί ένα δώρο για τον Ελληνα αναγνώστη, τον Ελληνα πολίτη, τον Ελληνα σκεπτόμενο ψηφοφόρο. Στις ιστορικές και έγκυρες εφημερίδες των Αθηνών του διημέρου καθρεφτίζεται πλέον η αντίληψη των μιντιαρχών για τη διακυβέρνηση του τόπου και αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο η διαμάχη που σοβεί στα σωθικά του νέου συστήματος εξουσίας για το ποιος έχει τον πρώτο λόγο στις αποφάσεις. Ο πυροκροτητής ήταν τυπικώς η φιλοξενία της συνέντευξης του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στη μία εκ των δύο ιστορικών εφημερίδων του τόπου μας την παραμονή έναρξης των διερευνητικών με την Τουρκία. Τα αίτια, ωστόσο, είναι κατά πολύ βαθύτερα. Τα όσα δε επακολούθησαν, δυστυχώς, το πιστοποιούν.
Το πολιτικό θέμα που προέκυψε, προφανώς, είναι σημαντικό: Ο προκάτοχος του πρωθυπουργού στην ηγεσία της Ν.Δ., ο άνθρωπος που, παρά τη διαχρονική έχθρα με την οικογένεια Μητσοτάκη, όρισε τον Κυριάκο υπουργό της κυβέρνησής του το 2013 και τα «έδωσε» όλα για να εκλεγεί αρχηγός το 2016, αποσύρει την εμπιστοσύνη του και αμφισβητεί ευθέως τη στρατηγική του πρωθυπουργού στα Ελληνοτουρκικά πέντε ακριβώς χρόνια μετά.
Λογικό. Και πολύ κράτησε. Οι συμμαχίες που δεν είναι στέρεες, που δεν βασίζονται σε κοινή αντίληψη των πραγμάτων και σε κοινά «χνώτα», αλλά σε ευκαιριακή συνοδοιπορία πολιτικών συμφερόντων έτσι καταλήγουν συνήθως: Ομορφα «καίγονται». Δεν χρειάζονται πολλά: Αρκεί μια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε, ένα προεδρικό αξίωμα που δεν προσεφέρθη, μία θέση επιτρόπου που παρεχωρήθη σε τρίτον και ιδού τα αποτελέσματα.
Ωστόσο -επανέρχομαι- η σκόνη που σηκώθηκε από τη συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού έκρυψε από το οπτικό μας πεδίο την ουσία των πραγμάτων. Η οποία είναι η εξής: Με τη Ν.Δ. προηγούμενη 16,5 μονάδες του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου, το ευρύτερο σύστημα εξουσίας στην πατρίδα μας νιώθει πως έχει την άνεση να ξεκαθαρίσει λογαριασμούς μεταξύ του. Με διακύβευμα το ποιος συνδιοικεί μαζί με τη νόμιμη κυβέρνηση του τόπου: Εμείς ή αυτοί; Το ένα από τα δύο ιστορικά συγκροτήματα της χώρας εξαπέλυσε το Σαββατοκύριακο επίθεση στον Αντώνη Σαμαρά, αποκαλώντας τον «λύκο που εγέρασε», και έθεσε υπό τύπον ρεπορτάζ το ερώτημα αν «οι πρώην πρωθυπουργοί δικαιούνται διά να ομιλούν».
Στην πραγματικότητα ολοκλήρωσε την παρουσίασή του για το πώς εννοείται η διακυβέρνηση στην Ελλάδα στις μέρες μας. Ήτοι: Οι πρώην πρωθυπουργοί θα δίνουν συνέντευξη μόνον κατόπιν υμετέρας αδείας. Οι πρώην πρωθυπουργοί επίσης δεν θα έχουν το δικαίωμα να αξιώνουν αστική επανόρθωση για προσβολή της προσωπικότητάς τους όταν κατηγορούνται χωρίς αποδείξεις για ζητήματα περιουσιακής κατάστασης. Και θα καταγγέλλονται κάθε φορά που τολμούν να το ασκούν. Ακόμη και οι στενοί συνεργάτες πρώην πρωθυπουργών δεν έχουν δικαίωμα, με βάση αυτή την ιδιότυπη αντίληψη περί δημοκρατίας, να αρθρώνουν άποψη επί των εθνικών θεμάτων. Θα αποκαλούνται εφεξής «Αντώναροι των Ελληνοτουρκικών» για να εκφοβίζονται και να φιμώνονται. Οι πρώην πρωθυπουργοί, αυτά λοιπόν. Κλάρα!
Η αντίληψη αυτή όμως εκτείνεται και πιο πέρα, σε όλους τους θεσμούς: Οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας, ιδίως οι τέως, θα γίνονται στόχοι επιθέσεων ανάλογα με τον όποιον (πραγματικό ή υποτιθέμενο) συνομιλητή τους. Οι αποφάσεις της Βουλής θα πρέπει να αλλάζουν όταν δεν αρέσουν – ειδικώς σε θέματα άρσης ασυλίας πολιτικών αντιπάλων. Οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων που δεν τυγχάνουν της εγκρίσεως θα πρέπει να καρατομούνται με την κατηγορία του ακροδεξιού, αφού πρώτα γίνουν στόχος πεζοδρομιακών σχολίων.
Οι υφυπουργοί Δικαιοσύνης, πρώην ανώτατοι δικαστικοί, όταν επίσης δεν αρέσουν, θα πρέπει να καρατομούνται. Οι πρόεδροι ανεξαρτήτων Αρχών που δεν είναι αρεστοί θα πρέπει ή να πειθαρχούν στας υποδείξεις και να ερευνούν όσα εντέλλονται ή να απομακρύνονται από τη θέση τους. Οι δημοσιογράφοι που λένε όσα δεν αρέσουν θα πρέπει να εξαφανίζονται από τα μέσα ενημέρωσης, δημόσια ή ιδιωτικά, αν στο μεταξύ δεν απολύονται. Οι κρατικές επιχορηγήσεις θα επιστρέφονται ακόμη και όταν φτάνουν το 1.000.000 ευρώ, αν τυχόν διαπιστώνεται ότι άλλος ανταγωνιστής εισέπραξε περισσότερα από τους wanna be συγκυβερνώντες. Αυτή είναι, λοιπόν, η μία σχολή σκέψης για τα πράγματα στην πατρίδα μας: Συγκυβέρνηση με θόρυβο στο φως της ημέρας. Με απαίτηση για το πότε θα μιλά ο καθένας, ποια θα είναι η σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου, ποια θα είναι η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, ποια η ηγεσία της Δικαιοσύνης, ποιες οι αποφάσεις της Βουλής, πώς θα γίνεται η κατανομή των κονδυλίων κ.ο.κ.
Βεβαίως, υπάρχει και η άλλη σχολή, η αθόρυβη. Δεν είναι τόσο μπρουτάλ, ούτε γίνεται αντιληπτή τόσο εύκολα. Διαβιοί «λάθρα». Τα «πρέπει» της και οι υποδείξεις της διατυπώνονται υπό τας γραμμάς. Το εύρος ενδιαφερόντων της είναι άλλο και επικεντρώνεται σε κομβικούς αρμούς της εξουσίας που δεν ευρίσκονται κάθε μέρα στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Είναι όμως εξίσου υπαρκτή, διαχρονική και συγκρούεται σφοδρά διά αντιπροσώπων με στενούς συνεργάτες του πρωθυπουργού εδώ και ενάμιση χρόνο. Με απαιτήσεις ανάλογες, αλλά όχι αντίστοιχες με της πρώτης. Τα τελεσίγραφα εν προκειμένω διατυπώνονται πιο κομψά. Με μικρά «καρεδάκια» στην πρώτη σελίδα. Με αθώες γελοιογραφίες κατά του πρωθυπουργού. Με αντικειμενική αρθρογραφία. Mε fake news ότι Τούρκοι αξιωματούχοι μάς απειλούν με πόλεμο. Κάτι πρέπει να ζητά και αυτή η σχολή σκέψης, απλώς το κάνει πιο κομψά.
Μη νομίζετε ότι σας περιγράφουμε κάτι πρωτοφανές για τον δημόσιο βίο στην πατρίδα μας, αγαπητοί αναγνώστες. Είναι γνωστά όλα αυτά από τη δεκαετία του 1990. Σας περιγράφουμε την παρόξυνσή τους, όμως. Την αποθράσυνση. Με βάση γραπτά ντοκουμέντα -συλλογή ολόκληρη- των ίδιων των πρωταγωνιστών πλέον. Και όχι, βεβαίως, επειδή αποτελεί ζήτημα προς επισήμανση στη μεταπολιτευτική Ελλάδα πώς γίνεται αντιληπτή η άσκηση του λειτουργήματός μας. Όχι! Οποιος έχει την ελευθερία έχει και την ευθύνη. Κανείς δεν θα υποδείξει σε κανέναν τι να κάνει, ακόμη ακόμη και αν αυτός απαιτεί δημοσίως τη συγκυβέρνηση από τον νόμιμο πρωθυπουργό της χώρας. Το ενδιαφέρον και η αγωνία μας αφορά την κυβέρνηση, η οποία ούτε δύο χρόνια μετά το 40% και την άνοδό της στην εξουσία ευρίσκεται ανάμεσα σε δύο στενά. Καλούμενη να επιλέξει στενό επί ποινή τιμωρίας αναλόγως της προτιμήσεώς της.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανήλθε στην εξουσία έχοντας μελετήσει όλα τα λάθη του πατρός του που οδήγησαν στην απώλεια της εξουσίας (έπειτα από βραχύβια και τιτάνια διακυβέρνηση) και ακολούθως στην πτώση του από την ηγεσία της Ν.Δ. Ξέρει τι να κάνει, λοιπόν, για να μη συμβεί ό,τι με τα διαπλεκόμενα του 1993. Κατά καιρούς εμπιστεύεται σε συνομιλητές του την άποψη ότι με τον τάδε ή τον δείνα τα συμφέροντά του μόνον ευκαιριακώς συγκλίνουν, δίνοντας την εντύπωση πως συγκυριακώς δείχνει ανοχή και όταν απαιτηθεί, θα συγκρουστεί. Δεν θα του υποδείξουμε εμείς τι να κάνει. Νομίζουμε όμως ότι το ρολόι του χρόνου έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα, και μάλιστα τη στιγμή που είναι στο απόγειο της ισχύος του. Ο κόσμος έχει αρχίσει να καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Και στην αντίληψη της μεγάλης κοινωνίας οι πρωθυπουργοί έχουν μόνον ένα πεδίο αναφοράς και λογοδοσίας: Τον λαό που τους εψήφισε. Κανέναν άλλο. Ας το μετρήσει και ο υφυπουργός Λιβάνιος στις ποιοτικές μετρήσεις που κάνει εν όψει εκλογών. Θα το εξακριβώσει.