Ρώτησα δύο κορυφαίους σκηνοθέτες του θεάτρου μας πότε ήταν η τελευταία φορά που έζησε κρίση σαν αυτήν που διέρχεται σήμερα το Εθνικό μας Θέατρο
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Γιατί, μην έχουμε αυταπάτες: Η παραίτηση του διευθυντή του με τις πιπεράτες λεπτομέρειες που τη συνοδεύουν απασχολεί το πανελλήνιο, αλλά ανακλά κυρίως στον θεσμό, ο οποίος είναι τα «άγια των αγίων» του πολιτισμού μας. Και όταν, βεβαίως, κάνουμε λόγο για κρίση, δεν μιλάμε για τις κλασικές αντιπαραθέσεις μεταξύ υπουργών Πολιτισμού και των εκάστοτε διευθυντών αυτού – τέτοιες είναι γνωστές και είναι αρκετές.
Όπως μία με πρωταγωνιστή έναν υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος απαίτησε κάποτε από έναν διευθυντή του να πειθαρχήσει στην εντολή του να παραιτηθεί αυτοβούλως, επειδή «είναι δημόσιος υπάλληλος». Όχι , δεν αναφερόμαστε σε τέτοιες «κρίσεις».
Οι δύο σκηνοθέτες που συνομίλησα -κορυφαίοι στο είδος τους, έχουν κατά καιρούς συνεργαστεί με το Εθνικό- δεν ήταν σε θέση να θυμηθούν κάτι ανάλογο από το παρελθόν. Η παραίτηση Λιγνάδη είναι ένα συγκλονιστικό γεγονός στην ιστορία του θεσμού, από όποια πλευρά (ηθική, πολιτική, πολιτισμική, διοικητική) και αν την προσεγγίσει κανείς. Το Εθνικό Θέατρο ιδρύθηκε αρχικώς ως «Βασιλικό», το 1880, έπειτα από χορηγία 10.000 λιρών του ομογενούς Ευστράτιου Ράλλη, και το 1930 επανιδρύθηκε ως «Εθνικό» από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Και ονομάστηκε έτσι, «Εθνικό», για να ηγείται. Όχι για να διασύρεται.
Εκείνος δε που αναλαμβάνει κατά καιρούς τη διεύθυνσή του έχει από πάνω του φαντάσματα, που τον παρακολουθούν σε κάθε του βήμα, θέλει – δεν θέλει: τον Πολίτη, τον Ροντήρη, τον Κατσέλη, τον Σολωμό, τον Χουρμούζιο, τον Μινωτή, τον Βολανάκη, τον Θεοτοκά από σκηνοθέτες και συγγραφείς, την Κυβέλη, την Παπαδάκη, την Παξινού, τη Μελίνα, τη Συνοδινού, τον Κατράκη, τον Νέζερ, τη Μανωλίδου από τους ηθοποιούς. Δεν είναι αστείο αυτό. Βαριά η σκυτάλη, πολύ βαριά. Κοιτάζεις τα πορτρέτα τους κάθε μέρα που ξεκινάς από το σπίτι σου για την Αγίου Κωνσταντίνου και, θες – δεν θες, λογοδοτείς. Υπάρχουν απαιτήσεις.
Από την αυστηρότατη Δραματική του Σχολή αναδείχθηκαν μορφές και ηθοποιοί που όρισαν τον πολιτισμό μας. Και, εάν υπάρχει ένα δίδαγμα από την παραίτηση Λιγνάδη, ανεξαρτήτως τού πού είναι η αλήθεια και πού το ψέμα, αυτό είναι ότι ηγεσία στον πολιτισμό, στην πολιτική, στις τέχνες, στα γράμματα, στον αθλητισμό, στα ΜΜΕ δεν είναι μόνο το πρότυπο ζωής που υπηρετείς δημοσίως αλλά και αυτό που ακολουθείς ιδιωτικώς. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι το δημόσιο αξίωμα πρέπει να συμβαδίζει με την ιδιωτική σου ζωή, στο μέτρο που εκείνη διαπλέκεται με αυτό.
Η Δραματική Σχολή του Εθνικού μας Θεάτρου ανέδειξε μεγάλους ηθοποιούς, γιατί οι δάσκαλοί της ακολουθούσαν την κλασική εκπαιδευτική διαδικασία: την απόσταση. Ο Τάκης Μουζενίδης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Τάσος Λιγνάδης, ο Γιάννης Σιδέρης δεν κάλεσαν ποτέ στο σπίτι τους στις 11 το βράδυ τη Μαίρη Αρώνη, τον Δημήτρη Χορν, τη Βάσω Μανωλίδου, τον Θάνο Κωτσόπουλο, τον Στέλιο Βόκοβιτς για να τους «παίξουν» πριβέ έναν μονόλογο. Τους δίδασκαν και τους ενέπνεαν στο θέατρο, κρατώντας την αναγκαία απόσταση.
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει πως κάθε εποχή δεν είχε τα πάθη της, τους έρωτές της, τα παρασκήνια και τα «θέλω» της! Το βέβαιο, όμως, τότε ήταν ένα: Υπήρχε ελάχιστος κώδικας αρχών και αξιών. Το «σανίδι» είναι, άλλωστε, τόσο απογυμνωτικό – καμία σχέση με την τηλεόραση, που φτιασιδώνει τις ατέλειες των ατάλαντων, που δεν επιτρέπει χάρες. Για να γίνεις «άλλος» κατά τη διάρκεια μιας παράστασης, να «πεθάνεις» μετά το τέλος αυτής και να «γεννηθείς» ξανά στην επόμενη, θέλει παιδεία και ήθος. Δεν αρκεί να περάσεις από ένα «κρεβάτι». Οποιος, δε, σε οδηγεί σε αυτό προς έκδοση αδείας επαγγέλματος διαπράττει έγκλημα. Αν υπάρχει ένα κεντρικό λάθος λοιπόν σε όλες τις ιστορίες που έχουμε μέχρι στιγμής ακούσει με αφορμή την κακέκτυπη εκδοχή του ελληνικού #metoo, αυτό είναι η κατάλυση της ιεραρχίας και η ευνοιοκρατία. Και, βεβαίως, η συστηματική κατάχρηση εξουσίας. Είτε με τη συναίνεση του θύματος είτε χωρίς. Μετά την έκρηξη της ιδιωτικής τηλεόρασης, το 2000, την ευρεία δημοσιότητα που απολάμβαναν οι ηθοποιοί των σίριαλ, τις ασύλληπτες αμοιβές των 7.000 ευρώ ανά επεισόδιο, μεγάλο μέρος της νεολαίας μεγάλωσε δυστυχώς με την ιδέα ότι ο καλύτερος δρόμος για την επιτυχία είναι ο σύντομος.
Δώδεκα χιλιάδες ηθοποιούς έχουμε σήμερα στην πατρίδα μας, ίσως περισσοτέρους και από τη Βρετανία.
Ηθοποιούς οι οποίοι δεν αποφοιτούν μόνο από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, αλλά και από πλείστες άλλες, στις οποίες νεαρά παιδιά μαθητεύουν δίπλα σε επώνυμους σκηνοθέτες και ηθοποιούς της ιδιωτικής τηλεοράσεως. Τινές εκ των οποίων καταργούν με το «καλημέρα» τις αποστάσεις και πριμοδοτούν τη μετριοκρατία. Και, ως γνωστόν, η οικειότητα θρέφει την περιφρόνηση. Αν μιλάς στο «ίνδαλμά» σου στον ενικό από την τρίτη ημέρα των σπουδών σου και αν σε καλεί στην οικία του από την τέταρτη, τότε δεν θα αργήσει η ημέρα που η «οικειότης» θα εξελιχθεί σε μπούμερανγκ για εκείνο. Όποια και αν είναι η αιτία.
Επανέρχομαι στους φίλους σκηνοθέτες με τους οποίους μίλησα χθες διά μακρόν. Δεν θα υπεισέλθω σε όσα φέρεται ότι διέπραξε ο Δημήτρης Λιγνάδης – αυτά είναι αντικείμενο ερεύνης της Δικαιοσύνης (ο καταγγέλλων δεν είναι το άλας της γης). Ιδού τι μου εμπιστεύτηκαν: «Σε συνθήκες όχλου, που θυμίζουν τη Γαλλική Επανάσταση, δεν μπορείς να πεις πολλά! Αυτό που περνά, δυστυχώς, στην κοινωνία είναι πως δεν προχωράς πολύ αν είσαι εντάξει. Εάν λες “όχι”.
Εξέλιξη που αδικεί δεκάδες νέα, ταλαντούχα παιδιά, τα οποία κράτησαν τη θέση τους, είπαν “όχι” σε αυτούς που ζητούσαν απαιτητικά το “ναι” τους και βγήκαν αποφασιστικά από το σκοτεινό δωμάτιο την ώρα της κρίσεως».
Οι σκηνοθέτες μού προσέθεσαν και κάτι ακόμη: «Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποιες αιτίες ξυπνούν σκοτεινά ένστικτα των ανθρώπων για να καταγγέλλουν αναδρομικώς τα γεγονότα που καθόρισαν τη ζωή τους. Άλλοι γιατί τώρα νομίζουν πως είναι η ώρα. Άλλοι γιατί νιώθουν ακυρωμένοι. Άλλοι γιατί νιώθουν ότι η πανδημία τελειώνει για καιρό το θέατρο, δεν έχουν δουλειά και δεν έχουν τίποτε να χάσουν. Άλλοι γιατί αποτελούν μια γενιά που ασφυκτιά από την κλειστή επετηρίδα του θεάτρου και διαδηλώνει στο facebook ότι “είναι η ώρα να έρθουμε εμείς στα πράγματα!”».
Όποια εκδοχή και αν ακολουθήσει κανείς, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει: Η κρίση κορυφής σε ακόμη έναν θεσμό μας, το Εθνικό Θέατρο, που κανονικώς έπρεπε να μένει απρόσβλητος και αμόλυντος από το τσουνάμι της διαβολής που κατακυριεύει την κοινωνία μας, είναι η κορυφαία απόδειξη της σήψης και της παρακμής του έθνους.
Της μακράς παρακμής που κρύβαμε εδώ και χρόνια επιμελώς κάτω από το χαλί. Παριστάνοντας κάποιους άλλους. Δεν είμαστε οι άλλοι που νομίζουμε, δυστυχώς. Και το ανακαλύπτουμε βιαίως, μέσα στη θύελλα που σαρώνει τον παλαιό κόσμο.