Ο πρωθυπουργός, καταλήγοντας στο μήνυμά του για την Παγκόσμια Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας, τόνισε ότι «μαθαίνουμε ελληνικά για να μιλάμε και να νιώθουμε ελληνικά».
- Από τον Γιάννη Χ. Κουριαννίδη
Δεν γνωρίζω αν η χρήση της λέξης «νιώθουμε» περιορίζεται σε μια συναισθηματική προσέγγιση της γλώσσας, δηλαδή στη ζεστασιά που νιώθει κάποιος χρησιμοποιώντας τη μητρική γλώσσα του, αλλά είναι δεδομένο ότι αυτό δηλώνει κάτι πολύ βαθύτερο. Ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν έλεγε ότι «τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου». Με τη φράση αυτή εξύψωνε τη γλώσσα σε αυτό που πραγματικά είναι. Όχι δηλαδή ένα απλό εργαλείο επικοινωνίας, αλλά ένα εργαλείο αποτύπωσης του κόσμου σύμφωνα με την κοσμοθεώρηση των ανθρώπων που τη χρησιμοποιούν.
Η ανάπτυξη της φιλοσοφίας και των επιστημών στην αρχαία Ελλάδα στηρίχτηκε ακριβώς πάνω σε αυτό, και από ένα σημείο και μετά λειτούργησε αμφίδρομα. Η εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας στο μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου την κατέστησε ένα χρηστικό εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ των λαών, αλλά σταδιακά, με τη χρήση της από λαούς με διαφορετική κοσμοθεώρηση και αργότερα μέσα στον κοινωνικό χυλό των αυτοκρατοριών, υποβαθμίστηκε όχι αναφορικά με τις δυνατότητές της ως πολιτισμικό εργαλείο, αλλά κυρίως με την αισθητική και την εννοιολογική / αξιακή διάστασή της. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας εννοιολογικής υποβάθμισης αντλούμε από την Ιστορία με το ρήμα «εξορίζω», που σημαίνει την αποπομπή ενός πολίτη από τα όρια της πόλης του.
Η αντίστοιχη λέξη στη Δύση είναι το «exile», που προέρχεται από το «ex-Illium», δηλαδή «εκτός Ιλίου» (Ιλιον = η Τροία). Επειδή στη Ρώμη, εκτός του μύθου της ίδρυσής της από τον Ρωμύλο και τον Ρώμο, υπήρχε και αυτός της ίδρυσής της από τον Τρώο Αινεία, η έννοια της εξορίας περιορίστηκε εννοιολογικά μόνο στην εξορία από την ιερή πόλη της Ρώμης, που ίδρυσε ο Ιλιος Αινείας. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λέξη «tree» (δέντρο), που προέρχεται από τη λέξη «δρυς», αφού στη Δύση ως δέντρο αντιλαμβάνονταν μόνο τη δρυ!
Επιπλέον, η υιοθέτηση αμιγώς ελληνικών όρων σε όλες τις επιστήμες κατέδειξε, εκτός από την αδυναμία λεξιπλασίας, και τη στρέβλωση του νοήματος θεμελιωδών αρχών, με αποτέλεσμα την εκτροπή της προόδου ενίοτε σε ολέθριες για την ανθρωπότητα επινοήσεις και εφευρέσεις (πυρηνικά όπλα, καταστροφή όζοντος, φαινόμενο θερμοκηπίου κ.λπ.).
Στον ελλαδικό χώρο, ως συνέπεια τόσο της πολιτισμικής επιμειξίας των ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων όσο και του μακραίωνου σκοταδισμού της οθωμανικής κατοχής, η γλώσσα μας δέχθηκε επιρροές τέτοιες που τη φτωχοποίησαν δραματικά.
Μετά την απελευθέρωση, η τεράστια συμβολή των λογίων ανέσχεσε αυτή την πορεία φθοράς, καθάρισε τη γλώσσα από λέξεις που δεν σήμαιναν τίποτα για τον Ελληνα, είτε επαναφέροντας παλαιές (λ.χ., η λέξη «φαμίλια» είχε υποκαταστήσει τη χρήση της λέξης «οικογένεια» και το νόημά της) είτε δημιουργώντας καινούργιες (λ.χ., «νοσοκομείο» αντί «σπιτάλι», «υπουργός» αντί «μινίστρος» κ.λπ.). Δυστυχώς, η πορεία της φθοράς συνεχίζεται πια εδώ και χρόνια έως τις μέρες μας. Εκτός από τη συνεχή υποκατάσταση ελληνικών λέξεων με ξένες, χωρίς λόγο και αιτία («meeting» αντί για «συνάντηση», «conference» αντί για «σύσκεψη», «fake» αντί για «ψευδής», «hoax» αντί «δόλος» κ.ά. ων ουκ έστιν αριθμός), βάναυση επίθεση δέχεται και η αισθητική της γλώσσας μας, κυρίως με την εισαγωγή φθόγγων που δεν υπήρχαν ποτέ στην ελληνική γλώσσα και την αισθητική της.
Έτσι, ακούμε για συgραφέα (και όχι συγγραφέα), για έbορο (και όχι έμπορο), για πέdε (και όχι πέντε) κ.λπ. Κι όμως, δεν είναι μακριά η εποχή που στα σχολεία μας δίδασκαν ότι, λ.χ., η λέξη «πέντε» χωρίζεται ως «πεν-τε» και η λέξη «έμπορος» ως «έμ-πορος», ακριβώς για να νιώσουμε την αισθητική της, αλλά και για να καταλάβουμε την ετυμολογία της, ώστε να γίνει αυθόρμητα η σύνθεση μελλοντικά νέων λέξεων, όταν αυτό θα ήταν απαραίτητο (λ.χ., «σύγ-γαμβρος», αντί για… «μπατζανάκης»!). Και πώς να εξηγήσεις πια σε ένα νέο παιδί τι σημαίνει η λέξη «εφημερίδα» (=επί της ημέρας);
«Ψιλά γράμματα» ίσως πει κάποιος. Πώς να του εξηγήσεις όμως ότι η λέξη πόλεμος γράφεται με τρία βραχέα φωνήεντα ακριβώς γιατί οι Έλληνες που τη δημιούργησαν ήθελαν να είναι βραχύς, επειδή ήταν κάτι κακό, ενώ τη λέξη ειρήνη τη δημιούργησαν με τρία μακρά φωνήεντα ακριβώς επειδή ήθελαν τα αγαθά της και η γαλήνη της να είναι μακράς διαρκείας;
Τη γλώσσα μας θα την αναστήσουμε πραγματικά, όχι μόνο με μία, έστω και παγκόσμια, ημέρα τιμής της, αλλά όταν την ξανανιώσουμε στη βιοτή μας, κατανοώντας ότι δεν έχουμε να κάνουμε με απλούς φθόγγους, γράμματα και τόνους, αλλά με μια ολοκληρωμένη φιλοσοφία ζωής…
*Δημοτικός Σύμβουλος Θεσσαλονίκης «Θεσσαλονίκη Πόλη Ελληνική» info@thess-el-poli.gr