Προ των πυλών μια νέα ιεραρχία δυνάμεων, εταιριών, κοινωνικών κατηγοριών και μια άνευ προηγουμένου υποχώρηση των δημόσιων ελευθεριών
- Του Μιχάλη Ψύλου
«Είμαστε ακόμη σε δημοκρατία;» είναι ο τίτλος του βιβλίου της διάσημης Γαλλίδας δημοσιογράφου και διευθύντριας του περιοδικού «Marianne» Νατάσα Πολονί, που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες στο Παρίσι. Ενας τίτλος που μπορεί να ξενίζει σε πρώτη ανάγνωση, αλλά το γεγονός ότι η κρίση της πανδημίας έχει οδηγήσει τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν όλο και περισσότερα περιοριστικά μέτρα κάνει πολλούς αναλυτές να μιλούν για μια «δικτατορία της υγείας», όπως λέει ο δημοσιογράφος της «Figaro» Νικολά Μπεβερέ, αμφισβητώντας έντονα τα μέτρα περιορισμού των δημόσιων ελευθεριών, καθώς και την απώλεια κυριαρχίας των μεσαίων και λαϊκών τάξεων.
Άλλωστε, βλέπουμε να υποβαθμίζεται συνεχώς το Κοινοβούλιο, να υιοθετούνται βιαστικά μέσα στην πανδημία επίμαχα νομοσχέδια, που χρήζουν ευρείας κοινωνικής συζήτησης, και φυσικά οι αναμενόμενες αντιδράσεις να αντιμετωπίζονται με τη χρήση εκτεταμένης βίας. «Αντιμέτωποι με την κρίση υγείας και την οικονομική υποβάθμιση, όντως η δημοκρατία μας αποτυγχάνει;» είναι το ερώτημα που έθεσε η «Le Figaro» στη Νατάσα Πολονί, με αφορμή την έκδοση του νέου βιβλίου της.
«Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μη χρησιμοποιήσουμε υπερβολικούς όρους, όπως “δικτατορία υγείας”, που κατά τη γνώμη μου είναι εντελώς εσφαλμένος» λέει η Γαλλίδα δημοσιογράφος. Σημειώνει πάντως ότι, με αφορμή την πανδημία, «έχει προστεθεί ένα νέο καθεστώς εξαιρετικών περιστάσεων, που οδηγεί σε μια άνευ προηγουμένου υποχώρηση των δημόσιων ελευθεριών». «Το Κοινοβούλιο βρέθηκε περιθωριοποιημένο, η Δικαιοσύνη ακινητοποιήθηκε για μήνες, κάτι που δεν έχει ισοδύναμο στον αναπτυγμένο κόσμο.
Από την άλλη πλευρά, εμπειρογνώμονες, ιδίως γιατροί, έχουν τοποθετηθεί σε μια θέση που δεν θα έπρεπε να κατέχουν, από δημοκρατική άποψη. Η επιστημονική επιτροπή χρησίμευσε, όμως, ως εγγύηση για μια εξουσία που έπαιζε με τον φόβο για τον έλεγχο των πληθυσμών. Αυτή η επιλογή αυταρχικής, συγκεντρωτικής και τεχνοκρατικής διαχείρισης είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια ελέγχου της επιδημίας, της οικονομίας και της δημόσιας τάξης» υποστηρίζει η Γαλλίδα δημοσιογράφος. Ο δημοσιογράφος της «Figaro» Νικολά Μπεβερέ προειδοποιεί ότι «σε όλες τις δημοκρατίες, οι ελίτ τίθενται υπό αμφισβήτηση λόγω της αποσταθεροποίησης της μεσαίας τάξης, της αύξησης των ανισοτήτων, του συναισθήματος της απώλειας μεταξύ των πολιτών.
Η διαμαρτυρία κατά των ελίτ δεν χρονολογείται από την κρίση του Covid-19, αλλά η επιδημία ήταν και πάλι μια αποκάλυψη της τύφλωσης των ελίτ και της αδυναμίας της πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας εν όψει της κρίσης. Η εξαθλίωση της μεσαίας τάξης από την παγκοσμιοποίηση και την ψηφιακή επανάσταση, η άνοδος των ανισοτήτων και της βίας προϋπήρχαν του ιού, όπως και οι δυσλειτουργίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας». Η Πολονί προσθέτει ότι «οι περιορισμοί έχουν προκαλέσει τρομερές συνέπειες, με την αύξηση των ανισοτήτων, τη θυσία των νέων, τον οικονομικό και κοινωνικό θάνατο των εμπόρων, των τεχνιτών, των καλλιτεχνών, των αθλητών, που βλέπουν την επαγγελματική τους ζωή να καταστρέφεται».
Κι όμως, υπάρχει η λεγόμενη «σιωπηρή πλειοψηφία», που φαίνεται να μην αντιδρά! «Σαν επιβάτες στον “Τιτανικό”» γράφει ο Χαβιέ Μαριάς στην ισπανική «El Pais». «Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ στον κίνδυνο, που δεν πιστεύουμε ότι θα πάθουμε κάτι κακό… Πάντα ήταν δύσκολο για τους άνδρες και τις γυναίκες να αναγνωρίσουν εκείνους που συνιστούν μεγάλο κίνδυνο ή πρόκειται να προκαλέσουν μεγάλο κακό. Κι έτσι, υπάκουσαν ευχαρίστως στον Χίτλερ, στον Μουσολίνι ή στον Στάλιν τον προηγούμενο αιώνα» υποστηρίζει ο Ισπανός δημοσιογράφος.
Αποδεχόμενοι πολλές φορές ως αναγκαίο κακό τις ελλείψεις στο σύστημα Υγείας, τον συνωστισμό στα μέσα μαζικής μεταφοράς λόγω μη επαρκούς αριθμού οχημάτων, τα λίγα τεστ, τους ελάχιστους ελέγχους στους χώρους δουλειάς, την ανεπάρκεια των θεσμών να εξασφαλίσουν τα αναγκαία εμβόλια, υποταγμένοι στις ορέξεις των μεγάλων φαρμακευτικών εταιριών… Είναι σαν να περιμένουμε υπνωτισμένοι μέσα στην καραντίνα, που ανοίγει και κλείνει συνεχώς, την ημέρα που τα κανάλια, οι εφημερίδες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε όλον τον κόσμο θα έχουν τον ίδιο τίτλο ως πρώτο θέμα: «Ο κόσμος νίκησε τον ιό».
Και, όπως την Πρωτοχρονιά, θα γιορτάζουμε με πυροτεχνήματα από το Παρίσι ως το Τόκιο, τη Νέα Υόρκη, το Μπουένος Αϊρες και το Σίδνεϊ. Με αγκαλιές, χωρίς φόβο και χωρίς μάσκες. Ίσως και με μια οικονομική ανάσταση ακόμη πιο ισχυρή από την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία… Κι όμως, τα μηνύματα δεν είναι τόσο αισιόδοξα. Μπορεί, όπως λέει ο διάσημος μαθηματικός Κρίστιαν Γέιτς, «όλοι οι ιοί και οι μεταλλάξεις του Sars-CoV-2, που σήμερα επιτίθενται στην ανθρωπότητα, να χωράνε σε ένα κουτάκι Coca-Cola», αλλά οι ειδικοί προειδοποιούν ότι πριν από το ερχόμενο φθινόπωρο δεν πρόκειται να έχει υπάρξει ανοσία αγέλης. Και το ερώτημα είναι: Πότε θα εξαφανιστεί αυτό το φάντασμα; «Η πιο γρήγορη απάντηση είναι επίσης η πιο άβολη: Πιθανώς ποτέ» γράφει η «Suddeutsche Zeitung».
«Ο ιός έχει ήδη εξαπλωθεί ευρέως και είναι πολύ ευπροσάρμοστος. Ολα δείχνουν μια μόνιμη συνύπαρξη ανθρώπων και ιών» σημειώνει η γερμανική εφημερίδα. «Ενας ιός εξαφανίζεται όταν σταματήσει να βρίσκει νέα θύματα. Οταν η απόσταση μεταξύ δύο ανθρώπων είναι τόσο μεγάλη, που το παθογόνο δεν μπορεί να διαπεράσει. Ή όταν οι άνθρωποι γύρω από ένα μολυσμένο άτομο είναι ανοσοποιημένοι – είτε επειδή ήταν ήδη άρρωστοι και το ανοσοποιητικό τους σύστημα έχει μάθει να ελέγχει τον ιό είτε επειδή το ανοσοποιητικό σύστημα έχει ενισχυθεί από ένα εμβόλιο. Αλλά, ακόμη και αν η μαζική προστασία είναι αποτελεσματική, ο ιός δεν θα είναι έξω από τον κόσμο. Οι τελευταίες εβδομάδες έχουν δείξει ότι ο ιός βρίσκει τρόπους για να αποφύγει την ανοσολογική άμυνα των ατόμων που είχαν προσβληθεί προηγουμένως. Τα προηγούμενα εμβόλια δεν είναι επίσης τόσο αποτελεσματικά έναντι αυτών των παραλλαγών του ιού».
«Δεν γνωρίζουμε ακόμη τι μοριακούς βαθμούς ελευθερίας έχει ο ιός, πόσο γρήγορα αλλάζουν οι ιδιότητές του» λέει ο επιδημιολόγος Χάρτμουτ Χένγκελ από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Φράιμπουργκ. Ο Γερμανός επιστήμονας εκτιμά ότι «αυτή η πανδημία θα διαρκέσει τρία χρόνια από το τέλος του 2019. Αρα, είμαστε ακριβώς στη μέση». Τι θα συμβεί μετά τα επόμενα δύο χρόνια; Αυτό είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, λέει ο Χένγκελ.