Κίνδυνο νέας ήττας αντιμετωπίζει η Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 25ης-26ης Μαρτίου, καθώς η Τουρκία αναθερμαίνει τις σχέσεις της με τα θεσμικά όργανα και πολλούς εταίρους της Ε.Ε., παραμένοντας ταυτόχρονα αδιάλλακτη στις διμερείς σχέσεις με την Αθήνα και στο Κυπριακό.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Η δυσχερής κατάσταση ξεκινά από το «Βατερλό» κατά την προηγούμενη σύνοδο κορυφής της 10ης-1;ης Δεκεμβρίου 2020, όταν η κυβέρνηση έχασε το όπλο των κυρώσεων (ή της απειλής κυρώσεων) που, νωρίτερα, βεβαίωνε πως «θα δαγκώνουν». Η ελληνική πλευρά δέχθηκε να γίνει συνολική αξιολόγηση των σχέσεων Ε.Ε. – Τουρκίας τον Μάρτιο, βάσει έκθεσης του ανεπαρκούς (και καταγγελθέντος από την ίδια πέρυσι!) ύπατου εκπρόσωπου της Ε.Ε. Ζ. Μπορέλ. Σε τόσο σύντομο χρόνο που, όπως αποδεικνύεται ξεκάθαρα πια, μόνον την Αγκυρα διευκόλυνε.
Στους δύο μήνες που μεσολάβησαν από τη διπλωματική πανωλεθρία του Δεκεμβρίου, η τουρκική πλευρά έχει ήδη προωθήσει τα συμφέροντά της σε τρεις τομείς. Πρώτα απ’ όλα, στις διερευνητικές επαφές που παρουσιάζουν την ψευδή εικόνα κανονικότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αν και ο πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν εγκρίνει νέα NAVTEX για υδρογραφικές έρευνες στο Αιγαίο και εξαπολύει οξείες φραστικές επιθέσεις.
Προηγήθηκε, την παραμονή της έναρξης του 61ου γύρου των διερευνητικών στις 25 Ιανουαρίου, ο αιφνιδιασμός της συμμετοχής του προεδρικού συμβούλου Ι. Καλίν, που φιλοτεχνήθηκε από την Αγκυρα ως δείγμα προσωπικού ενδιαφέροντος του κ. Ερντογάν, ενώ αποτελούσε προσπάθεια πολιτικής αναβάθμισης των άτυπων υπηρεσιακών επαφών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, τις τελευταίες ημέρες, η ελληνική πλευρά σχεδόν παρακαλεί την τουρκική να οριστεί η ημερομηνία του 62ου γύρου στην Αθήνα, χωρίς (μέχρι χθες τουλάχιστον) να έχει λάβει απάντηση. Ασφαλώς, αν και δημοσίως όλοι οι σύμμαχοι και εταίροι εγκωμιάζουν την επανάληψη του διαλόγου, γνωρίζουν πως ουδεμία πρόοδος θα επιτευχθεί. Η άποψη αυτή λέγεται πως έχει διατυπωθεί, ανεπίσημα, και από συνεργάτες του νέου προέδρου των ΗΠΑ Τζ. Μπάιντεν, σε αντίθεση με την αισιοδοξία που εκφράζεται από την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα.
Το δεύτερο κεφάλαιο προώθησης των τουρκικών συμφερόντων είναι το Κυπριακό, καθώς η Αγκυρα προωθεί απροκάλυπτα την ιδέα των δύο κρατών (ή, το λιγότερο, μιας πολύ χαλαρής συνομοσπονδίας) αντί του πλαισίου της διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας. Η τουρκική κίνηση βρίσκεται σε αντίθεση όχι μόνον με τα παλαιά (και πάντα ισχύοντα) ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και με όλα τα πρόσφατα συμφωνηθέντα κείμενα. Μεταξύ αυτών, οι κοινές ανακοινώσεις του Προέδρου Ν. Αναστασιάδη με τον Τουρκοκύπριο τότε εκπρόσωπο Ντ. Ερογλου το 2014, οι προτάσεις του γ.γ. του ΟΗΕ Αντ. Γκουτέρες μετά τη διάσκεψη του 2017 και οι μόλις προ τετραμήνου προσκλήσεις του για επανάληψη του διαλόγου. Ολα δείχνουν ότι η θεωρητικά «άτυπη» διάσκεψη («5+1») υπό τον κ. Γκουτέρες, που αρχικά προγραμματιζόταν στα τέλη Ιανουαρίου – αρχές Φεβρουαρίου, θα συγκληθεί μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου. Οπότε η Άγκυρα θα έχει δείξει στην Ε.Ε. υποτιθέμενη διάθεση διαλόγου, ξεπερνώντας πιθανές επικρίσεις και προχωρώντας μετά στο σχέδιο των δύο κρατών.
Το τρίτο πεδίο τουρκικής «προέλασης» είναι οι σχέσεις με την Ε.Ε. Σχεδόν όλοι στις Βρυξέλλες προβλέπουν, βάσει στοιχείων, ότι, λόγω της επιμονής της καγκελαρίου Ανγκ. Μέρκελ, δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση επιβολής κυρώσεων. Αμφίβολη είναι και η ένταξη περισσότερων φυσικών και νομικών προσώπων στη λίστα περιοριστικών μέτρων λόγω της παράνομης δράσης τους στην κυπριακή ΑΟΖ. Ανεξάρτητα δε από το περιεχόμενο της έκθεσης Μπορέλ και την προώθηση ή μη της λεγόμενης «θετικής ατζέντας» για την Αγκυρα, εκτιμάται πως ο κ. Ερντογάν θα εξασφαλίσει χρηματοδοτική βοήθεια για τους πρόσφυγες, μαζί, ενδεχομένως, με την αναθεώρηση της Κοινής Δήλωσης Ε.Ε. – Τουρκίας του Μαρτίου 2016 για το Μεταναστευτικό. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι, ανεξάρτητα από τις κυρώσεις για τους S-400 και τις ποικίλες προειδοποιήσεις προς την Αγκυρα, η διοίκηση Μπάιντεν και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τάσσονται υπέρ της προόδου των σχέσεων Ε.Ε. – Τουρκίας τον Μάρτιο.
Υπό το βάρος αυτής της αρνητικής εικόνας και για να αποφευχθούν δυσμενέστερες εξελίξεις, είναι πλέον ανάγκη ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης να αλλάξει τακτική. Μοναδική διέξοδος είναι ένα ελληνικό αίτημα μετάθεσης (αντί της 25η; Μαρτίου), ίσως και μέχρι τα τέλη του έτους, της έκθεσης Μπορέλ και των αποφάσεων για τις σχέσεις Ε.Ε. – Τουρκίας. Γιατί, μόνον αν η Αθήνα έχει επαρκή χρόνο, είτε θα βρει δρόμο συνεννόησης με την Αγκυρα είτε θα επαναφέρει την ιδέα κυρώσεων. Αν, αντίθετα, ο κ. Ερντογάν εξασφαλίσει όσα επιθυμεί τον Μάρτιο, θα αποκτήσει απόλυτη ευχέρεια κινήσεων στο Αιγαίο, στην Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο