Πέρασαν 22 ολόκληρα χρόνια από την παράδοση Οτζαλάν και υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα για το θέμα, για τις ευθύνες της παράδοσης, για την πορεία των ελληνοκουρδικών σχέσεων και για τις προοπτικές που έχει το κουρδικό ζήτημα, σε σχέση πάντα με τα συμφέροντα του Ελληνισμού. Το σημερινό μας άρθρο θα έχει τον χαρακτήρα συνέντευξης, δηλαδή απάντησης σε τέσσερα από τα βασικότερα ερωτήματα που μου απευθύνονται για το ζήτημα αυτό.
- Από τον Σάββα Καλεντερίδη
Ερώτηση πρώτη: Το βιβλίο σας για την υπόθεση Οτζαλάν έχει τον τίτλο «Παράδοση Οτζαλάν: Η ώρα της αλήθειας». Τελικά ήταν όντως παράδοση και γιατί; Ποιοι και γιατί πρόδωσαν τον Απο;
Ναι, ήταν παράδοση και αυτό αποδεικνύεται στο βιβλίο. Όσο για εκείνους που πρόδωσαν τον Κούρδο ηγέτη, η προδοσία δεν έγινε μόνο στο πρόσωπό του, αλλά σε έναν ολόκληρο λαό, τον κουρδικό, αλλά και στον Ελληνισμό, αφού από την προδοσία αυτή επλήγησαν στρατηγικά συμφέροντα της Κύπρου και της Ελλάδας και αυτό θα αποδειχθεί στη συνέχεια. Όσο για τις ευθύνες, οι ευθύνες για την παράδοση δεν έχουν αποδοθεί, γιατί οι πολιτικοί έχουν μάθει να καλύπτουν ο ένας τις ευθύνες του άλλου, κατά το κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει.
Ελπίζω η Ιστορία κάποια στιγμή να αποδώσει τις ευθύνες εκεί που αναλογούν. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, κατά την άποψή μου οι ευθύνες κατανέμονται σε δύο ομάδες. Η πρώτη είναι η ομάδα των πολιτικών που τον έφεραν, χωρίς προηγουμένως να έχουν εξασφαλίσει ότι με την έλευσή του δεν θα δημιουργηθούν συνθήκες που θα υποχρεώσουν την κυβέρνηση να «συμμορφωθεί» με τις… συμβουλές των ΗΠΑ. Τον έφεραν, κάτι που ήταν εν γνώσει της Ρωσίας, της Τουρκίας και των ΗΠΑ, και τον εγκατέλειψαν στα χέρια της κυβέρνησης. Έχουν λοιπόν ευθύνη εκείνοι οι πολιτικοί που τον έφεραν, και το τονίζω πολιτικοί, γιατί φρόντισαν να κρυφτούν, για να αποσείσουν τις βαριές ευθύνες που έχουν για την παράδοση από πάνω τους.
Η δεύτερη ομάδα είναι αυτή των κυβερνητικών παραγόντων. Ο πρωθυπουργός κ. Σημίτης και η ομάδα των τεσσάρων που χειρίστηκε την υπόθεση, μετά την έλευση Οτζαλάν στην Ελλάδα, ήτοι, ο υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος, Εσωτερικών Αλέκος Παπαδόπουλος και Δημόσιας Τάξης Φίλιππος Πετσάλνικος, έχουν τις μεγαλύτερες ευθύνες, γιατί αυτοί είναι θεσμικά υπεύθυνοι. Οι άλλοι έδρασαν παρασκηνιακά και μπορούν να κρύβονται. Αυτοί οι τέσσερις, όχι.
Ερώτηση δεύτερη: Πιστεύετε ότι αποδόθηκαν ευθύνες μετά την υπόθεση; Τι διαφορετικό μπορούσε να κάνει η ελληνική Πολιτεία;
Όπως είπα και πιο πάνω, ουσιαστικές ευθύνες δεν αποδόθηκαν, παρότι έγινε εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή στη Βουλή. Εκεί έγινε προσπάθεια συγκάλυψης ευθυνών, και εκείνων που έφεραν τον Οτζαλάν στην Ελλάδα και εκείνων που τον παρέδωσαν.Υπήρχαν οι παραιτήσεις των τριών υπουργών που προανέφερα, όμως αυτές έγιναν για τον κατευνασμό της κοινής γνώμης και όχι για να αποδοθούν ευθύνες.
Όσο για το τι θα μπορούσε να κάνει η ελληνική Πολιτεία, θα μπορούσε να κάνει όλα τα άλλα, εκτός από αυτό που έκανε ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να οδηγήσει στην παράδοση του Κούρδου ηγέτη. Οι άλλοι σε πιέζουν να κάνεις κάτι, όταν ήδη έχεις δώσει από πριν σημάδια ότι θα ενδώσεις. Αν οι ΗΠΑ ήξεραν ότι θα πέσουν σε τοίχο και ότι δεν επρόκειτο ποτέ οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση να παραδώσει άνθρωπο -πόσο μάλλον τον ηγέτη ενός σύμμαχου λαού- που ζητάει άσυλο στους δημίους του, δεν θα το ζητούσαν. Θα έψαχναν κι αυτές μια άλλη λύση, εκτός από αυτήν της παράδοσης.
Και λύσεις για να αποφευχθεί η παράδοση, χωρίς να έχει έλθει η Ελλάδα σε δύσκολη θέση έναντι της Τουρκίας, υπήρχαν.
Ερώτηση τρίτη: Πώς κρίνετε τις ελληνοκουρδικές σχέσεις την τελευταία 20ετία;
Οι ελληνοκουρδικές σχέσεις είναι σχεδόν παγωμένες από τότε που έγινε η παράδοση του Οτζαλάν. Από τη μια πλευρά οι Κούρδοι περιμένουν ένα σημάδι αυτοκριτικής και εξιλέωσης από την επίσημη ελληνική Πολιτεία, κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει έλθει.
Από την άλλη, η ελληνική Πολιτεία όχι μόνο δεν εκφράζει τη λύπη της για την παράδοση του Οτζαλάν, αλλά τηρεί μια απόλυτα φοβική στάση απέναντι στο κουρδικό ζήτημα γενικά και όχι μόνο απέναντι στο ΡΚΚ, φοβούμενη την αντίδραση της Αγκυρας. Είναι αυτό που λέμε «κάηκαν στον χυλό και φυσούν και το γιαούρτι».
Για να μη μιλήσουμε για απαράδεκτες συνεργασίες κάποιας ελληνικής κυβέρνησης με την τουρκική, που, σύμφωνα με καταγγελίες των Κούρδων, έδωσε εντολή σε ελληνικές υπηρεσίες να παραδίδουν Κούρδους αγωνιστές που περνούσαν τα σύνορα του Εβρου από την τουρκική στην ελληνική πλευρά, στις τουρκικές Αρχές. Και μιλάμε για δεκάδες τέτοιες περιπτώσεις.
Ερώτηση τέταρτη: Τι αποτελέσματα μπορεί να αποφέρει μια ελληνοκουρδική στρατηγική συμμαχία;
Ο κουρδικός παράγοντας είναι αυτός που θα κρίνει τις ισορροπίες στην περιοχή τον 21ο αιώνα. Σαράντα εκατομμύρια Κούρδοι είναι πολλοί για να συνεχίζουν να τους αρνούνται, να τους «κρύβουν», να τους βασανίζουν, να παραβιάζουν τα δικαιώματά τους τα τέσσερα κράτη που τους φιλοξενούν, ήτοι το Ιράν, η Τουρκία, η Συρία και το Ιράκ.
Ήδη στο Ιράκ οι Κούρδοι έχουν εξασφαλίσει συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα αυτονομίας, όμως έχουν πολύ δρόμο ακόμα για να ξεφύγουν από τη μέγκενη της Βαγδάτης, της Αγκυρας και της Τεχεράνης. Στη Συρία οι Κούρδοι έχουν δημιουργήσει μία ντε φάκτο αυτόνομη διοίκηση και μένει να δούμε αν αυτή κατοχυρωθεί με το νέο Σύνταγμα της Συρίας.
Το φυσιολογικό είναι αυτή η διαδικασία απόκτησης αυτονομίας να ακολουθήσει και για τους Κούρδους της Τουρκίας και του Ιράν. Μετά μένει να δούμε αυτά τα αυτόνομα κράτη να συνεργάζονται μαζί τους για τη δημιουργία του Μεγάλου Κουρδιστάν.
Αυτή είναι η φυσιολογική ροή των πραγμάτων, η πορεία και η ταχύτητα της οποίας θα εξαρτηθεί από τους σχεδιασμούς των μεγάλων δυνάμεων και από τη γεωπολιτική συγκυρία.
Πάντως, εάν αυτή η προοπτική ισχύει, οι Κούρδοι, πέραν του ότι θα κατέχουν μια εξαιρετικής γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής αξίας περιοχή, θα έχουν επιπλέον υπό τον έλεγχό τους τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά και τα μεγαλύτερα αποθέματα νερού στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο κουρδικός λαός θεωρεί εμάς τους Έλληνες ίσως τον πιο «συγγενικό» λαό, μας δείχνουν τον δρόμο. Και ο δρόμος είναι αυτός της συνεργασίας σε όλους τους τομείς, πολιτικός, οικονομικός, πολιτισμικός, με όλους τους Κούρδους, σε όποιο κράτος και αν κατοικούν, σε όποιο κόμμα ή οργάνωση κι αν ανήκουν.
Αρκεί να μπορούν και να θέλουν αυτόν τον δρόμο να τον δουν οι πολιτικοί μας και εκείνοι που καθορίζουν την εξωτερική πολιτική και γενικώς την πορεία της χώρας και του Ελληνισμού.
Πάντως οφείλω να ομολογήσω ότι κάποια δειλά βήματα γίνονται, όπως για παράδειγμα η λειτουργία του γενικού προξενείου της Ελλάδος στην Αρμπίλ, τα αλεξανδρινά Αρβυλα, κάτι που περίμεναν οι Κούρδοι χρόνια τώρα.
Ο δρόμος της συνεργασίας είναι ανοιχτός όσον αφορά τους Κούρδους και, παρά τα εμπόδια που μπορεί να βάλουν οι χώρες που καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται τον κουρδικό λαό, η Ελλάδα πρέπει να τον διανύσει.
Και αν το πράξει, θα αποδειχτεί ότι αυτό θα είναι στην κυριολεξία σωτήριο για τον Ελληνισμό, που απειλείται κι αυτός, όπως ο κουρδικός λαός, με αφανισμό, από τη νεοοθωμανική λαίλαπα.