Οι πληροφορίες που μου έρχονται από το κυβερνητικό επιτελείο υποστηρίζουν ότι σταδιακά ανεβαίνει στην κυβερνητική ατζέντα και αποκτά προβάδισμα στον επιτελικό σχεδιασμό του πρωθυπουργού η οικονομία έναντι της προστασίας της υγείας. Και τούτο διότι το σύστημα αντοχών των δημόσιων οικονομικών φθάνει πλέον στα όριά του.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Επί έναν ολόκληρο χρόνο το υπουργείο Οικονομικών με προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό χρηματοδοτεί επιχειρήσεις, εργαζομένους και νοικοκυριά προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις συνέπειες της πανδημίας: αναστολές εργασίας, μη επιστρεπτέες προκαταβολές, πρόγραμμα «Γέφυρα», αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, επιδόματα ανεργίας, ενοίκια επιχειρήσεων, όλα αυτά κάνουν μέχρι στιγμής έναν λογαριασμό που φθάνει τα 30 δισ. ευρώ.
Και όσο τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά, έχει καλώς. Αλλά όσο παρατείνεται η καραντίνα και μένει κλειστή η οικονομία, αυξάνεται το έλλειμμα, αυξάνεται και το χρέος. Και εάν τυχόν ένας συνδυασμός εξελίξεων -επιδείνωση δημοσιονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας και διακοπή της ευρωπαϊκής πολιτικής χαλάρωσης -αλλάξει τα δεδομένα, τι γίνεται; Θα τρέχουμε για δανεικά στον ΕSM, ο οποίος θα μας φορτώσει και νέα Μνημόνια; Η κατάσταση αρχίζει και γίνεται σοβαρή.
Η Ελλάς πορεύεται μέσα από συμπληγάδες και δανείζεται από τις διεθνείς αγορές έχοντας τρία μεγάλα «χάντικαπ»: Είναι δεύτερη σε ρυθμούς αύξησης του εξωτερικού δημόσιου χρέους στους κόλπους της Ένωσης. Βρίσκεται ακόμη σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας από τους θεσμούς της Ε.Ε. και βεβαίως δεν έχει στάτους σοβαρής και αξιόπιστης επενδυτικής βαθμίδας, το οποίο να λειτουργεί ως σήμα ασφαλείας για τις αγορές.
Η παράταση της εκκρεμότητος λοιπόν προκαλεί πονοκέφαλο στο υπουργείο Οικονομικών, την πολιτική επάρκεια της ηγεσίας του οποίου στη διαχείριση της κρίσεως αναγνώρισε και ο νέος πρόεδρος του Eurogroup σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΡΤ. Όσο περισσότερο μένουμε ασφαλείς στα σπίτια μας τόσο περισσότερο εκτεθειμένοι καθιστάμεθα στο εξωτερικό μας περιβάλλον, με ορατό τον κίνδυνο μιας νέας οικονομικής θύελλας.
Ολίγο να μας τραβήξουν το χαλί από το φθινόπωρο οι οίκοι αξιολόγησης, ολίγο να αλλάξουν στάση οι Γερμανοί και να ορίσουν το 2022 ως έτος λιτότητος, ολίγο να αλλάξει πολιτική η Λαγκάρντ, την… κάτσαμε τη βάρκα, κατά το λαϊκώς λεγόμενον. Το πρόωρον άνοιγμα της οικονομίας έχει στόχο λοιπόν την αποφυγή περιπετειών. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει σε ένα τόσο ρευστό διεθνές οικονομικό περιβάλλον να απαιτηθεί να προσφύγει η Ελλάδα στον ESM, αλλά με δεδομένο ότι τα δάνεια από αυτόν είναι διαθέσιμα έως το 2022, το στοίχημα είναι, εφόσον χρειαστεί μια τέτοια προσφυγή, να γίνει όσο πιο αργά γίνεται. Όπως λέγεται χαρακτηριστικώς στο οικονομικό επιτελείο, «ο ESM είναι καβάτζα, όχι η πρώτη μας επιλογή». Τούτων δοθέντων, ερωτάται λοιπόν πώς σκέπτεται ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
Η εφημερίδα μας πληροφορείται ότι ο υπουργός είναι πλήρως εναρμονισμένος με την παρούσα κυβερνητική πολιτική, στην οποία προτεραιότητα έχουν η αντιμετώπιση της πανδημίας και η προστασία της δημόσιας υγείας. Και δεν πιέζει ανοικτά να ανοίξει η οικονομία.
Όπως όμως τονίζει σε συνομιλητές του, «όσο παρατείνεται το lockdown τόσο στο μέλλον δεν θα μπορώ να ανταποκριθώ ως υπουργείο Οικονομικών πλήρως στις υποχρεώσεις έναντι της κοινωνίας. Θα συνεχίσω να ανταποκρίνομαι αλλά με μεγαλύτερη δυσκολία».
Κλειστή οικονομία σημαίνει μεγαλύτερο έλλειμμα, μεγαλύτερο χρέος, μεγαλύτερα επιτόκια. Αρα συμπεραίνουμε εμείς, πώς να δώσεις ξανά 5,6 δισ. ευρώ επιστρεπτέες προκαταβολές σε 500.000 επιχειρήσεις, πώς να δώσεις σχεδόν 3 δισ. ευρώ για αναστολές εργασίες 1.200.000 εργαζομένων, πώς να πληρώσεις ενοίκια επιχειρήσεων και επιδόματα ανεργίας;
Πώς να πας στον «Ηρακλή 2» για άλλα 32 δισ. ευρώ για τα «κόκκινα» δάνεια; Γίνεται; Και να θες, δεν γίνεται. Σύντομα λοιπόν η κυβέρνηση, η προσοχή της οποίας έχει εστιαστεί με αγωνία στο ηθικό σκάνδαλο Λιγνάδη αυτή την περίοδο, θα πρέπει να αποφασίσει. Έως πότε καραντίνα; Οι αριθμοί των δημόσιων οικονομικών άρχισαν να αποκτούν προβάδισμα από τους αριθμούς των απωλειών ανθρώπινων ζωών. Και η οικονομία ζωή είναι, άλλωστε.