«Επιδιώκει η Ελλάδα πόλεμο στο Αιγαίο;» διερωτάται σε κύριο άρθρο της η «Sabah», αναμασώντας τις γνωστές πομφόλυγες της Αγκυρας περί παρενόχλησης από τέσσερα ελληνικά F-16 του σκάφους «Τσεσμέ» στο βόρειο Αιγαίο.
- Από τον Μιχάλη Ψύλο
Η τουρκική εφημερίδα επαναλαμβάνει την άποψη της Άγκυρας, ότι το «Τσεσμέ» πραγματοποιεί επιστημονικές και τεχνικές έρευνες στα διεθνή ύδατα στο βόρειο Αιγαίο. Το ψέμα έχει, βέβαια, κοντά ποδάρια.
Ο Τούρκος απόστρατος ναύαρχος Αλί Ντενίζ Κουτλούκ, μιλώντας στο τηλεοπτικό δίκτυο A Haber, είπε όλη την αλήθεια για την αποστολή του «Τσεσμέ» τη συγκεκριμένη στιγμή και τις πραγματικές επιδιώξεις της Αγκυρας. «Θυμώνω, γιατί οι νεαροί Έλληνες πιλότοι μεγάλωσαν μέσα στην εχθρότητα προς τους Τούρκους. Αλλά αυτή η παρενόχληση είναι αντίθετη με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Αυτό το πλοίο δεν τους απειλεί» είπε ο απόστρατος ναύαρχος, που βρισκόταν σε παραλήρημα, και προχώρησε αμέσως στο… παρασύνθημα.
«Η Τουρκία πρέπει να είναι απαιτητική. Να αξιώσει την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και να τη διεκδικήσει με διπλωματικά μέσα και δράση. Το θέμα της κατοχής και του καθεστώτος κυριαρχίας των νησιών δεν είναι θέμα της Ελλάδας. Πρέπει να δημοσιευτούν τα ονόματα και οι τοποθεσίες των νησιών αυτών. Εάν όλα αυτά τα πράγματα συνενωθούν, θα φανεί η αντιδραστική συμπεριφορά της Ελλάδας» υποστήριξε ο Αλί Ντενίζ Κουτλούκ. Κάλεσε, μάλιστα, την Ευρωπαϊκή Ένωση να μην ταχθεί στο πλευρό της Ελλάδας στη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου, υπενθυμίζοντας «τα οικονομικά συμφέροντα της Ε.Ε. στην Τουρκία».
Όχι, δηλαδή, ότι το Βερολίνο θα επιτρέψει να… ενοχληθεί η Τουρκία στη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου, αλλά ο φόβος φυλάει τα έρημα… Όπως είπε με απειλητικό τόνο ο Τούρκος ναύαρχος, «οι γραμμές εφοδιασμού εξαρτώνται από την Τουρκία και δεν πρέπει να υπάρξει απόφαση εναντίον της. Η Τουρκία θα πρέπει να το αποτρέψει με πολιτικές… πρόληψης»!
Μια άλλη διάσταση για την αποστολή του «Τσεσμέ» τη συγκεκριμένη στιγμή δίνει ο σχολιαστής Τζουνέρι Τσιβάογλου στην εφημερίδα «Milliyet». Επικαλούμενος τον μύθο της αρπαγής της Ευρώπης, ο Τούρκος σχολιαστής τονίζει ότι οι τελευταίες εξελίξεις συνδέονται με την κοινή ελληνοαμερικανική στρατιωτική άσκηση στην Αλεξανδρούπολη. Οπως, μάλιστα, λέει, οι Αμερικανοί αρπάζουν την Ευρώπη-Αλεξανδρούπολη, η οποία βρίσκεται «ακριβώς κάτω από τη μύτη μας και έχει αποκτήσει γεωστρατηγική σημασία». Ο Τσιβάογλου τονίζει ότι το γεγονός αυτό δεν κάνει μόνο την Αγκυρα να αισθάνεται άσχημα, αλλά και τη Ρωσία, αφού «οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν γενικότερα τη ναυτική βάση της Αλεξανδρούπολης ενάντια σε ρωσικά πολεμικά πλοία στο Αιγαίο».
Ξαφνικά, λοιπόν, η Τουρκία γίνεται αυτόκλητος υπερασπιστής της Ρωσίας; Τι συμβαίνει; Η Αγκυρα, βλέποντας ότι η Ουάσινγκτον, υπό τη νέα ηγεσία του προέδρου Τζο Μπάιντεν, έχει αλλάξει τη στάση της απέναντι στις γεωπολιτικές προκλήσεις του προέδρου Ερντογάν, φαίνεται να επιχειρεί να ενισχύσει ολοένα και περισσότερο τις σχέσεις της με τη Μόσχα. «Ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν γνωρίζει ότι οι σχέσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν να εκτροχιαστούν» γράφει το βρετανικό περιοδικό «The Economist» σε κύριο άρθρο του με τίτλο «Ένα παράξενο ζευγάρι: Ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχουν δημιουργήσει μια αδελφότητα σκληρής δύναμης». Το βρετανικό περιοδικό σημειώνει ότι έχει αναπτυχθεί «μια απίθανη σχέση μεταξύ των δύο αυταρχικών ηγετών, τη στιγμή που οι βαθιές ιστορικές αντιπαλότητες χωρίζουν τη Ρωσία και την Τουρκία και τα συμφέροντά τους συγκρούονται, μερικές φορές βίαια, σε πολλές περιοχές. Ωστόσο οι δύο άνδρες διατηρούν μια σχέση σκληρής δύναμης, που αναδιαμορφώνει την περιφερειακή πολιτική και δημιουργεί προβλήματα στους δυτικούς συμμάχους της Τουρκίας».
Το δημοσίευμα του «Economist» ήταν μεταξύ των πρώτων ειδήσεων στα μέσα ενημέρωσης της Τουρκίας – προφανώς είχε διοχετευτεί από τον μηχανισμό προπαγάνδας της κυβέρνησης Ερντογάν. Η «Yeni Safak» υπενθύμισε, μάλιστα, ότι πρόσφατα ο Πούτιν είχε επαινέσει τον Ερντογάν, λέγοντας πως «η συνεργασία με τον Τούρκο πρόεδρο δεν είναι μόνο ευχάριστη αλλά ασφαλής». Άλλωστε, όπως σημειώνει ο «Economist», «ο Ερντογάν έχει μια προσωπική σχέση με τον Πούτιν που δεν υπάρχει σε πολλούς δυτικούς ηγέτες. Ο ένας γνωρίζει ότι ο άλλος έχει τη δύναμη να επιβάλλει τις αποφάσεις που θέλει».
Φυσικά, η σχέση Ερντογάν – Πούτιν παραμένει «εύθραυστη», τονίζει το βρετανικό περιοδικό, καθώς όλοι γνωρίζουν πλέον ότι ο Τούρκος πρόεδρος αλλάζει κατά το δοκούν, σαν πουκάμισο, την κατεύθυνση στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, σκεπτόμενος μόνο την πολιτική επιβίωσή του. Οπως γράφει ο Γάλλος ειδικός σε θέματα γεωπολιτικής στο γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (IFRI) Ορελιάν Ντενιζό, «ο Ερντογάν, ως αδιαμφισβήτητο αφεντικό της εκτελεστικής εξουσίας, καθορίζει αποκλειστικά την εξωτερική πολιτική με τη βοήθεια των “ορφανών” του Αχμέτ Νταβούτογλου».
Σύμβουλος αρχικά του Ερντογάν και στη συνέχεια υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός έως το 2016, ο Νταβούτογλου χάραξε στα πρώτα 15 χρόνια του 21ου αιώνα την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στη λογική της προσέγγισης με τον αραβικό κόσμο και των «μηδενικών προβλημάτων» με τις γειτονικές χώρες. Μετά την αποπομπή του Νταβούτογλου και λόγω της αύξησης των περιφερειακών εντάσεων, ο Ερντογάν καθορίζει πλέον την εξωτερική πολιτική μόνο με άλλους τέσσερις συνεργάτες του: τον σύμβουλο Ιμπραήμ Καλίν, τους υπουργούς Αμυνας και Εσωτερικών Χουλουσί Ακάρ και Σουλεϊμάν Σοϊλού, αντίστοιχα, και τον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών (ΜΙΤ) Χακάν Φιντάν. Όπως λέει ο δρ Ντενιζό, «σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Αχμέτ Νταβούτογλου, ο από το 2015 σημερινός υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου θεωρείται περισσότερο διευθυντής επικοινωνίας παρά πραγματικός υπουργός και απλώς φροντίζει το διπλωματικό σώμα της Τουρκίας, υπό την επίβλεψή του, να εφαρμόζει τις επιλογές του προέδρου».
«Στο πλαίσιο αυτό, η “Ομάδα Ερντογάν”, εμπνευσμένη από τον ρωσικό ευρωασιατισμό, έχει αναπτύξει ένα πρωτότυπο πολιτικό όραμα, που υπερασπίζεται τη συνεργασία με τις χώρες της κεντρικής Ασίας, τη Ρωσία, το Ιράν, ακόμα και την Κίνα, σε ένα μπλοκ που θεωρείται αντίβαρο των δυτικών δυνάμεων. Το ευρωασιατικό όραμα του Ερντογάν είναι συμβατό και με τον παντουρκισμό, που υποστηρίζει την πολιτική και την πολιτιστική ένωση των τουρκόφωνων λαών» τονίζει ο Γάλλος αναλυτής Ορελιάν Ντενιζό.
Ο Ερντογάν είναι υποχρεωμένος να αλλάξει κατεύθυνση στην εξωτερική του πολιτική, καθώς αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα πλέον με τον αραβικό κόσμο. Ιδιαίτερα μετά τις προσπάθειες εξομάλυνσης των αραβοϊσραηλινών σχέσεων. Έως πρόσφατα η Τουρκία εμφανιζόταν ως ο κύριος γεωπολιτικός μεσολαβητής μεταξύ των Αράβων και των Ισραηλινών και με τις νέες εξελίξεις ο ρόλος αυτός τελειώνει. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη, ο μουσουλμανικός κόσμος και το Ισραήλ έχουν τώρα μια αραβική επιλογή όταν διαπραγματεύονται μεταξύ τους και δεν χρειάζονται πλέον την Τουρκία, για να χρησιμεύσει ως διαμεσολαβητής» γράφει η αμερικανική εφημερίδα «Providence».
Είναι σαφές, άλλωστε, ότι ο ενδεχόμενος τερματισμός της αντιπαράθεσης Αράβων – Ισραήλ απειλεί να βάλει ταφόπλακα στο όνειρο του Ερντογάν για αναβίωση της οθωμανικής κυριαρχίας. «Το “εγώ” του Τούρκου προέδρου» δεν φαίνεται, βέβαια, να ανέχεται αυτή τη νέα εξέλιξη και θα επιχειρήσει να την υπονομεύσει με κάθε μέσο, αξιοποιώντας χώρες και ομάδες με ακραία συντηρητική ισλαμική ιδεολογία. Οπως προειδοποιεί, μάλιστα, ο Αλφόνσε Τζάβεντ, επικεφαλής του RAM Foundation, ενός οργανισμού ταγμένου στην προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων στον μουσουλμανικό κόσμο, ο Ερντογάν όλο και περισσότερο θα στρέφεται πλέον σε αυτές τις ισλαμοσυντηρητικές ομάδες για να προωθεί την πολιτική του. Αυτό το έχει αντιληφθεί η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν, αλλά αρνείται να το συνειδητοποιήσει, δυστυχώς, η Ευρώπη υπό τις πιέσεις του Βερολίνου, που υποστηρίζει παραδοσιακά την Τουρκία. Ακόμα κι αν βλέπει το… τρένο «Ερντογάν» να έρχεται καταπάνω μας. Με επικίνδυνες συνέπειες…