Η Ελλάδα έλαμψε όσο έλαμψε με τους πιστούς της, όχι με τους ψυχικά χλoμούς ανθρωπάκους που κάτσιασαν τα χέρια τους να μετρούν ευρώ
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
«Τα τελευταία χρόνια την κρατούσα στη ζωή με ένα ψέμα, που όμως έκανε την καρδιά της να φτερουγίζει από ελπίδα. Το ψέμα ήταν πως θα έρθει ο βασιλιάς. Είχα πλάσει μια ιστορία πως ανήκω σε μια μυστική ομάδα τελευταίων ορκισμένων πιστών της βασιλείας και οργανώνουμε το κίνημα επιστροφής του βασιλιά και πως ο λαός, απηυδισμένος από την καταρράκωση των θεσμών, την κατάπτωση των ηθών και τους αχρείους παλιάτσους που παριστάνουν τους ανώτατους άρχοντες, θα επευφημήσει την παλινόρθωση. Και το πίστευε! Και μου έλεγε: “Ας το δω να γίνεται κι ας κλείσω τα μάτια μου”. Σήμερα σκέφτομαι να στείλω επιστολή στον Κωνσταντίνο και να του πω: “Μεγαλειότατε, απεβίωσε η γηραιότερη εκ των τελευταίων πιστών σας: η γιαγιά μου”!» Γιώργος Σταφυλάς, ανάρτηση στο facebook, 26/02/2021.
Οι αναγνώστες της εφημερίδας μας γνωρίζουν τον συγγραφέα Γιώργο Σταφυλά. Η «δημοκρατία» δημοσιεύει καθημερινά, σε συνέχειες, το αστυνομικό μυθιστόρημά του με τίτλο «Η Συγκάλυψη».
Την Τρίτη 23 Φεβρουαρίου, ο κ. Σταφυλάς έχασε τη μεγάλη αδυναμία του: τη γιαγιά του, Μοσχούλα Πρίντζη. Η γιαγιά Μοσχούλα ήταν 101 ετών. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, σταδιακά, οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Για να παίρνει θάρρος και δυνάμεις, ο εγγονός σκαρφίστηκε ένα ζωτικό ψεύδος, μια ψεύτικη ιστορία που θα τόνωνε την επιθυμία της Μοσχούλας να συνεχίσει να ζει.
Ο βίος είναι το αρσενικό της βίας. Ο μακρός βίος φέρει μεγάλη κούραση στους μετέχοντες του κοσμικού παιγνίου και η ελπίδα μπορεί να προσφέρει επιπλέον δυνάμεις στους αποκαμωμένους.
Η ελπίδα ήταν η παλινόρθωση του θεσμού της βασιλείας, και η γιαγιά Μοσχούλα δεν είχε κάτι άλλο να προσδοκά από τον δημόσιο βίο.
Ειδικά μετά την επιβολή των άγριων περιοριστικών μέτρων, το κλείσιμο των ιερών ναών και την απαγόρευση της συμμετοχής πιστών στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, η Μοσχούλα διέρρηξε κάθε ψυχικό δεσμό που είχε με το κυβερνών κόμμα και δεν έπαψε να πέμπει ονειδισμούς και βαριές κατάρες στο υπουργικό συμβούλιο και κυρίως στον πρωθυπουργό, τον οποίο ίσως και να συμπαθούσε – μέχρι την ημέρα που έλαβε την απόφαση να κλειδαμπαρώσει τους ιερούς ναούς και να κηρύξει παράνομη την άσκηση θρησκευτικής λατρείας στις εκκλησίες της Ελλάδας.
Η Μοσχούλα πάντα πίστευε στους λίγους, στους αποφασισμένους, στους ανιδιοτελείς, που παίρνουν την απόφαση να σηκώσουν τις πατρίδες τους στους ώμους τους και να ετοιμαστούν για τον μεγάλο αγώνα και τη θυσία κι αυτό γιατί ουδέποτε υπήρξε αγώνας, μικρός ή μεγάλος, δίχως θυσία. Οι ελάχιστοι Ελληνες που άντεξαν να ζήσουν το μεγαλύτερο μέρος του σκληρού 20ού αιώνα και συνεχίζουν και σήμερα να οδοιπορούν στους παράξενους δρόμους του 21ου αιώνα, μέσες άκρες, έτσι σκέπτονται και μας ξαφνιάζουν. Πιστεύουν. Αυτή η πίστη είναι που ξενίζει, κάνει εντύπωση, μας προκαλεί ένα μικρό ή μεγαλύτερο συναίσθημα φθόνου. Ο πιστός, με τη δύναμη που του δίνει η πίστη, φαντάζει στα μάτια μας άπιαστη κορυφή και, για να καθησυχάσουμε την υστέρησή μας, σκεφτόμαστε ότι είναι «άκαμπτος», «ξεπερασμένος», «παλιό μυαλό» κι ένα σωρό άλλες ανοησίες.
Η Ελλάδα έλαμψε όσο έλαμψε με τους πιστούς της, όχι με τους ψυχικά χλoμούς ανθρωπάκους που κάτσιασαν τα χέρια τους να μετρούν ευρώ. Οι Μοσχούλες έφτιαξαν άνδρες που τσάκισαν τα παΐδια της Τουρκίας στα Ιωάννινα, της Βουλγαρίας στο Κιλκίς, της Ιταλίας στην Πίνδο και έστειλαν με την αντίσταση και την ανδρεία τους τα όνειρα της Γερμανίας για παγκόσμια κυριαρχία στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας.
Όσοι έχουν στην πλάτη τους έναν αιώνα κάτι ξέρουν και κάτι έχουν κάνει παραπάνω από τα ξεβιδωμένα ανθρωπάρια, που δεν ξέρουν κάτι περισσότερο από το να μηρυκάζουν ειρωνείες προς όλους όσοι έχουν μέσα τους ατόφια την αγάπη στον Χριστό και στην Ελλάδα.
Η Μοσχούλα Πρίντζη, το γένος Τριγγέτα, που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1920 και πέθανε στο Χαλάνδρι το 2021, ήταν, πέραν των άλλων, φανατική αναγνώστρια της «δημοκρατίας». Διάβαζε την εφημερίδα μας μέχρι που την εγκατέλειψαν οι δυνάμεις της (μία εβδομάδα πριν από την εκδημία της).
Αυτή η γυναίκα εκπροσωπεί μια σκληρή αλλά γνήσια εποχή, η οποία μας έφτασε μέχρι εδώ που βρισκόμαστε. Δική μας αποστολή, να πάμε παραπέρα και να μην κολλήσουμε στα νεοταξικά έλη της ακρότατης παρακμής και της απώλειας ατομικής και συλλογικής αξιοπρέπειας.