Οταν έγραφα προχθές ότι ο Εμφύλιος δεν τελείωσε, ειλικρινώς δεν ανέμενα τόσο γρήγορη δικαίωση μέσω του βουλευτή Θεόδωρου Δρίτσα.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Η πατρίς τού χρωστά υπηρεσία. Γιατί αποκάλυψε μετά πάσης επισημότητος πώς σκέπτεται ακόμη και σήμερα η Αριστερά για τη 17 Νοέμβρη. Πώς στέκεται απέναντι στο τρομοκρατικό φαινόμενο. Στην ουσία τη θαυμάζουν. Τη θεωρούν δικό τους κομμάτι. Όταν η βία έρχεται από τα (άκρα) αριστερά, για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι μαμή της Ιστορίας. Όταν η βία έρχεται από τα (άκρα) δεξιά, είναι ναζί και πρέπει να πάει φυλακή. Οταν το αίμα χύνεται από τη δεξιά παράταξη, δεν τρομοκρατείται κανείς. Αλλά όταν το αίμα χύνεται από την αριστερά, κινδυνεύει η δημοκρατία. Οταν δικάζεται η (άκρα) δεξιά, συγκέντρωση στο Εφετείο. Οταν δικάζεται η 17 Νοέμβρη, χειροκροτήματα για τις μολότοφ σε υπουργεία. Είναι λυπηρό! Αλλά σχεδόν πενήντα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σχιζοειδώς. Από τη μία εφάρμοσαν τα πλέον αντιλαϊκά Μνημόνια, διεύρυναν την αποικιοκρατία (σε ξένους τα κλειδιά του Υπερταμείου και του ΤΧΣ) και παρέδωσαν τα τελευταία αποθέματα κυριαρχίας στις ΗΠΑ άνευ αντιστάσεων χωρίς να τρομοκρατούνται ότι θα τους κτυπήσει κάποια 17 Νοέμβρη.
Από την άλλη, όμως, μέσα τους εξακολουθούν να πιστεύουν πως ό,τι συνέβη εκείνον τον Ιούλιο της Μεταπολίτευσης αποτέλεσε «αλλαγή φρουράς του ΝΑΤΟ», συνέχεια της δικτατορίας, όχι εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, γι’ αυτό και πρέπει να συνεχιστεί η Ενοπλη Δράση, η οποία καθαγιάστηκε βεβαίως επί δεκαετίες με τις ματωμένες προκηρύξεις που δημοσιεύονταν στον Τύπο τους την επομένη των δολοφονιών, συκοφαντώντας τα θύματα προς δόξαν της ιδιότυπης βαλκανικής μας ελευθεροτυπίας.
Ελευθεροτυπία η οποία έδιδε προβάδισμα αξιοπιστίας στον δολοφόνο και όχι στον δολοφονημένο. Κάπως έτσι φθάσαμε έως εδώ. Η αριστερή κουκουλοφόρος βία -δρώσα στο σκότος- θεωρείται ακόμη και σήμερα αγία και προοδευτική. Ενώ η βία των αμετανόητων εξτρεμιστών ακροδεξιών που δρούσαν στο φως της ημέρας (γι’ αυτό και δεν πήρε τριάντα χρόνια για να συλληφθούν αλλά ένα!) αποτελεί κίνδυνο για το πολίτευμα.
Κάπως έτσι φθάσαμε έως εδώ. Το χρώμα του αίματος να έχει σημασία για τη στάση μας απέναντι στα πράγματα. Άλλο πράγμα να δολοφονείται ο Μπακογιάννης, ο Αξαρλιάν, ο Μομφεράτος, ο Αθανασιάδης, τα παιδιά της Μαρφίν, οι χρυσαυγίτες στο Νέο Ηράκλειο, και άλλο πράγμα ο Γρηγορόπουλος και ο Φύσσας. Στην πρώτη περίπτωση δεν συγκινείται κανείς. Και δεν κλαίει κανείς. Να μην πω ότι μέσα τους πολλοί στην Αριστερά ένιωθαν ευφορία και έλεγαν «καλά τους έκαναν». Στη δεύτερη περίπτωση, εθνική επέτειος και πορείες στο μνήμα κάθε χρόνο.
Στην πρώτη περίπτωση όχι απλώς δεν είναι ανεκτές οι εκδηλώσεις μνήμης, αλλά γκρεμίζονται και τα μνημεία που στήνονται σε ανάμνηση της απώλειας απλών πολιτών, όπως της Μαρφίν στη Σταδίου. Στη δεύτερη περίπτωση, πολιτικό εμπόριο μνήμης και με τον νόμο, ασχέτως αν αυτά τα παιδιά ούτε στον στενό πυρήνα της Αριστεράς ανήκαν ποτέ ούτε σύμβολά της ήταν το όνειρό τους να γίνουν. Όσο και αν φαίνεται παράξενο σε κάποιους, λοιπόν, η Αριστερά αισθάνεται την ανάγκη να προσκυνά την ηθική ανωτερότητα του σαρανταπενταρίου της 17 Νοέμβρη, καθώς αυτό ήταν πάντοτε επιεικές μαζί της. Ποτέ δεν τη σημάδεψε. Ποτέ δεν την τρομοκράτησε. Ποτέ δεν τη δολοφόνησε. Το ομολογεί. Γι’ αυτό την ημέρα της καταδίκης της 17 Νοέμβρη δεν έγινε παλλαϊκή συγκέντρωση της Αριστεράς έξω από το Εφετείο αλλά ήχησαν πένθιμα οι «καμπάνες» των Εξαρχείων.
Το γεγονός βεβαίως ότι η ίδια Αριστερά προσκύνησε τους επιχειρηματίες που σημάδεψε ο βαρύς οπλισμός της 17Ν και συνεργάστηκε μαζί τους κατά τη διακυβέρνησή της δεν αποτελεί πρόβλημα. Είπαμε! Ο Εμφύλιος ποτέ δεν τελείωσε. Και ο παρών κεντροαριστερός συσχετισμός της ελληνικής κοινωνίας (45% η Κεντροδεξιά, 55% η Κεντροαριστερά ακόμη και στις τελευταίες εκλογές) της δίδει τη δυνατότητα να συνεχίζει την αυτή σχιζοειδή πορεία. Και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ. Και με τις πρεσβείες και με τον Κουφοντίνα. Και κατά της τρομοκρατίας -χωρίς να έχει διοργανώσει ποτέ μια εκδήλωση αναφοράς κατά του φαινομένου- και με χάιδεμα της τρομοκρατίας.
Ωστόσο εδώ, πέραν της απώλειας των ανθρώπινων ζωών, υπάρχει κάτι θεμελιώδες που η Αριστερά είτε κάνει πως δεν το καταλαβαίνει είτε πράγματι, βυθισμένη στην ιδεολοληψία της, δεν το καταλαβαίνει. Η σκοτεινή τρομοκρατία της 17 Νοέμβρη διαφέρει από τον εξτρεμισμό στο φως της ημέρας υπό τον κοινοβουλευτικό μανδύα, όπως η περίπτωση της ναζιστικής εθνικιστικής Ακροδεξιάς. Η 17 Νοέμβρη δεν κατέβηκε στις εκλογές με στόχο να ανατρέψει τον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων.
Η 17Ν διεκδίκησε το δικαίωμα να αλλάξει από το παρασκήνιο τις πολιτικές ισορροπίες (δολοφόνησε εκλεγμένο βουλευτή), να ανατρέψει την επετηρίδα στην αγορά, στον Τύπο και σε θεσμούς (όπως η Δικαιοσύνη), και να διαταράξει τις διεθνείς σχέσεις της χώρας (δολοφονώντας Αμερικανούς, Βρετανούς και Τούρκους διπλωμάτες). Διεκδίκησε δηλαδή χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση ρόλο καταλύτη του δημοσίου βίου.
Εδώ ομιλούμε για ένα παιχνίδι πολύ ανώτερο από τη δολοφονία δύο άτυχων νέων που καμία σχέση δεν είχαν με τους θεσμούς και ο φόνος τους δεν σχεδιάστηκε από πριν. Τέτοιου είδους ανατροπές στις δημοκρατίες γίνονται με την ψήφο του λαού, όχι με τα όπλα. Οταν επιχειρούνται με τα όπλα, αυτό ονομάζεται αλλιώς. Δεν ξέρω αν αυτό τρομοκρατεί τον μειλίχιο κύριο Δρίτσα, ο οποίος προέρχεται από πειραϊκή οικογένεια φαρμακοποιών δεξιών καταβολών, αλλά σίγουρα κάποια στιγμή πρέπει να τρομοκρατήσει το κόμμα του και τον αρχηγό του. Διότι το πρόβλημα δεν είναι ότι η επιλεκτική 17 Νοέμβρη κτυπούσε κατά βάση τη δεξιά παράταξη.
Αλλά ότι κτυπούσε θεσμούς σε καιρούς δημοκρατίας. Εάν λοιπόν, καταλήγω, η Αριστερά θέλει να μας πείσει ότι δεν χαϊδολογιέται ιδεολογικά με την τρομοκρατία και μετεξελίσσεται σε κάτι άλλο από αυτό που μας δείχνει ότι είναι, ας πάψει να κρύβεται πίσω από τον δικαιωματισμό της κεκαλυμμένης συμπάθειας προς τον κύριο Κουφοντίνα. Το δημοκρατικό τόξο υπάρχει τυπικώς, δεν εξεμέτρησε το ζην με την καταδίκη της Χρυσής Αυγής.
Καλείται σε εξετάσεις και σε κοινές πρωτοβουλίες και στην υπόθεση της τρομοκρατίας. Για να χρησιμοποιήσω λοιπόν μια αγαπημένη φράση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Μια κοινή εκδήλωση των Ινστιτούτων Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου και Νίκος Πουλαντζάς ίσως έδιδε το μήνυμα της καθολικής αποδοκιμασίας.