Η ελίτ νομοθετεί πρωτίστως για τον εαυτό της… Η μεροληψία στην εφαρμογή των νόμων εξασφαλίζει το ακαταδίωκτο της ελίτ και τον φόβο της οικονομικά και πολιτικά ανίσχυρης πλειοψηφίας
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
«Σε αντίθεση με τα αρχιτεκτονήματα των αρχαϊκών και των κλασικών χρόνων, οι ιδιωτικές οικίες ήταν μικρές και ασήμαντες κατασκευές, κτισμένες κατά κανόνα από ευτελή υλικά. Η τυπολογία της ελληνικής οικίας άλλαξε πολύ λίγο από τον 7ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ., όταν συγκεκριμένοι ιστορικοί και κοινωνικοί λόγοι ευνόησαν σημαντικές αλλαγές. Η ανάδειξη της ιδιωτικότητας ως ηθικής και πολιτικής αξίας υπήρξε σταδιακή, αλλά σταθερή διαδικασία, παράλληλη με τον περιορισμό του δημοκρατικού φρονήματος, ιδιαίτερα σε πόλεις όπως η Αθήνα».
Δημήτρης Πλάντζος «Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία 1200-3 π.Χ.», εκδόσεις Καπόν, Αθήνα: 2016, σ. 193
Τα τέλη του 20ού και οι αρχές του 21ου αιώνα χαρακτηρίζονται από τη διάχυση της ιδέας της ιδιωτικότητας ως απόλυτης και αδιαπραγμάτευτης ηθικής και πολιτικής αξίας. Μάλιστα, η διάδοση της «μεταηθικής» κοσμοθεωρίας της ελίτ, οργανικό τμήμα της οποίας είναι η ιδιωτικότητα, έχει ξεπεράσει τα νοητά όρια του αποκαλούμενου δυτικού κόσμου και έχει διεισδύσει ακόμα και στο Ισλάμ, και σε σημαντικό τμήμα της ασιατικής ηπείρου και της Αφρικής. Ως ιδιωτικότητα δεν νοείται μόνο η ιδέα ότι το πρόσωπο περιβάλλεται από ένα φυσικό περιβάλλον, την εστία, και σε αυτό δεν έχουν και δεν πρέπει να έχουν πρόσβαση οι «απρόσκλητοι» τρίτοι. Στον όρο της ιδιωτικότητας έχει περιληφθεί και η σχέση του προσώπου με τον έξω κόσμο – ακόμα και οι πράξεις, που αφορούν την κοινότητα!
Ως προγεφύρωμα της επέκτασης της ιδιωτικότητας στις σχέσεις των προσώπων με την κοινωνία επινοήθηκε και επιβλήθηκε ο «σεβασμός των προσωπικών δεδομένων». Στη φθίνουσα Ελλάδα της αποδρομής του Ελληνισμού και της μεγάλης αντικατάστασης του γηγενούς πληθυσμού προσωπικό δεδομένο θεωρείται ακόμα και το πρόσωπο ενός κατά συρροήν εγκληματία, που οδηγείται στα δικαστήρια, το όνομά του, καθώς και πολλές λεπτομέρειες που αφορούν όσα κατηγορείται ότι έχει διαπράξει. Σε θεωρητικό επίπεδο το σχήμα φαντάζει εξωπραγματικό: Ο νομοθέτης απαγορεύει την ενημέρωση της κοινωνίας για κάτι που την αφορά άμεσα. Ένας ένοπλος ληστής, βιαστής, καταχραστής δημόσιου χρήματος, προδότης, τρομοκράτης με πολυετή και πολυσχιδή εγκληματική δραστηριότητα, που έχει πλήξει σημαντικό αριθμό πολιτών, πρέπει να «προστατευθεί» από την «αδιακρισία» της κοινωνίας, που επιθυμεί να ενημερωθεί αλλά και να βοηθήσει τις Αρχές να διαλευκάνουν ανεξιχνίαστα εγκλήματα του δράστη.
Κάποιος που συνελήφθη για ένοπλη ληστεία στην πρωτεύουσα μπορεί να έχει διαπράξει το ίδιο σε άλλη περιοχή της χώρας. Η προβολή του προσώπου του στις τηλεοπτικές οθόνες, η φωτογραφία του στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο, η ενημέρωση του κοινού για το όνομά του και τις συνήθειές του δύνανται να εξασφαλίσουν στις Αρχές σημαντικές πληροφορίες για τη δράση του. Κι όμως, αυτό απαγορεύεται, προκαλώντας εύλογες απορίες στο κοινό. Η αιτιολογία της αποθέωσης της ιδιωτικότητας και της διά νόμου επιβολής του «σεβασμού» στον καινοφανή θεσμό των προσωπικών δεδομένων είναι τόσο απλή και αρχαία όσο η ενστικτώδης τάση του ανθρώπου να αποφεύγει τον κίνδυνο.
Στη χώρα μας ισχύει αυτό που ισχύει σε πανανθρώπινο επίπεδο – η βούληση της ελίτ να προστατεύσει εαυτόν. Αυτή η βούληση, ωστόσο, εκδηλώνεται με αρκετά πιο πρωτόγονο και ωμό τρόπο λόγω του τριτοκοσμισμού, της ελλειμματικής πνευματικής και ηθικής συγκρότησης της άρχουσας τάξης και της υποτίμησης της νοημοσύνης και των δυνατοτήτων των μαζών από την εξουσία.
Η ελίτ νομοθετεί πρωτίστως για τον εαυτό της. Το κάνει προληπτικά, σε σχετικά «ανύποπτο» χρόνο, και διαθέτει τη βούληση, τους μηχανισμούς και την τεχνογνωσία για να εφαρμόσει τους νόμους σε όσα την αφορούν. Οι νόμοι σε χώρες με καθεστώτα που ομοιάζουν στις παθογένειές τους με τη δική μας (οικογενειοκρατία, αδιαφάνεια, ατιμωρησία της άρχουσας τάξης, ελεγχόμενη Δικαιοσύνη) εφαρμόζονται μεροληπτικά. Η μεροληψία στην εφαρμογή των νόμων εξασφαλίζει το ακαταδίωκτο της ελίτ και τον φόβο της οικονομικά και πολιτικά ανίσχυρης πλειοψηφίας.
Τα προσωπικά δεδομένα θωρακίζουν την ιδέα της ιδιωτικότητας επεκτείνοντας την επικράτεια του προσώπου εντός του κοινωνικού και πολιτικού χώρου και σε συνδυασμό με τους νόμους περί ευθύνης υπουργών, τις εξοντωτικές ποινές που επιβάλλονται στα ΜΜΕ (σε όσα από αυτά επιθυμήσουν να αποκαλύψουν ανεπιθύμητες πτυχές της εξουσιαστικής συμπεριφοράς) οριοθετούν μια νέα «εστία», όπου κανείς δεν μπορεί να αγγίξει το πρόσωπο, κανείς δεν μπορεί να ασκήσει έλεγχο, να μεμφθεί, έστω να αναφερθεί στο όνομά του…