Η ιστορία ενός λαού θεμελιώνει την ταυτότητά του. Τον βοηθάει να αντιληφθεί ποιος είναι, από πού έρχεται και προς τα πού μπορεί να βαδίσει, τι λάθη έκανε και πώς μπορεί να τα αποφύγει, τι κατορθώματα έκανε και πώς θα μπορούσε να αντλεί από αυτά παραδείγματα και να συνεχίζει.
- Από τη Δρ. Ελένη Παπαδοπούλου*
Οι Έλληνες είναι από τους λαούς που μπορούν να είναι περήφανοι για την ιστορία τους. Κοιτώντας το παρελθόν θαυμάζεις ένα έθνος που κατάφερε να επιβιώσει μέσα στις χιλιετίες, πολλές φορές υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες.
Βλέπεις όμως και ένα έθνος το οποίο μεγαλούργησε σε δύο σημαντικές φάσεις της παγκόσμιας Ιστορίας και για αυτόν τον λόγο αποτέλεσε έναν από τους θεμελιώδεις πυλώνες του δυτικού πολιτισμού. Δεν είναι απλά η ιστορική συνέχεια που είναι αξιοθαύμαστη, αλλά και η ιστορική της προσφορά σε όλον τον κόσμο.
Η Ελλάδα μεγαλούργησε ως κυρίαρχη δύναμη στην αρχαιότητα και στο Βυζάντιο και έμεινε ζωντανή ως παράδοση, ως γλώσσα και ως θρησκεία σε εποχές διωγμών και σκλαβιάς. Λίγοι λαοί κοιτώντας το παρελθόν τους έχουν να ανακαλέσουν παρόμοιες στιγμές. Για όλους αυτούς τους λόγους η σχέση του λαού μας με την Ιστορία του θα έπρεπε να είναι μια σχέση που μας γεμίζει υπερηφάνεια, αλλά και ευθύνη να σταθούμε άξιοι απόγονοι άξιων προγόνων.
Στην εποχή μιας ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης ωστόσο και μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης που οικοδομείται με αντίτιμο την καταστροφή των εθνών που την αποτελούν, η Ιστορία πρέπει να ξαναγραφτεί. Η σχέση κάθε λαού με τη δική του Ιστορία πρέπει να καταστραφεί. Η ιστορική μνήμη επιτελεί τις ίδιες λειτουργίες με την ανθρώπινη μνήμη. Χωρίς αυτή δεν ξέρεις ποιος είσαι, τι είναι όλοι αυτοί που βλέπεις γύρω σου και τι θέλεις να κάνεις.
Για να σβήσουμε αυτή τη μνήμη ονομάσαμε όλους τους πολιτισμούς «ίσους», λες και όλοι οι πολιτισμοί έχουν προσφέρει το ίδιο στην ανθρωπότητα. Οποιος επικαλείται την ένδοξη Ιστορία του είναι «εθνικιστής», γιατί θεωρεί τον πολιτισμό του ανώτερο από άλλους, ενώ, ας πούμε, θα έπρεπε να τον θεωρεί ίδιο με τον πολιτισμό των κανιβάλων ή των φυλών χωρίς καν γραφή, για να φανεί «προοδευτικός».
Ο θαυμασμός τού τίποτα έγινε πρόοδος στις μέρες μας και ο ανιστόρητος περνιέται για κάποιος, ενώ είναι απλά ανιστόρητος, κοινώς αγράμματος. Ξαναγράψαμε επίσης τα σχολικά μας βιβλία, ώστε να «πλύνουμε» καλά τους εγκεφάλους της νέας γενιάς, να μπορεί να γράψει κάθε επιτήδειος πάνω τους τη δική του ιστορία καταπώς τον βολεύει.
Η ελληνική μας Ιστορία δεν μας διδάσκει μόνο, αλλά μας τιμά. Οφείλουμε να την τιμήσουμε και εμείς. Για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως Έλληνες.
*Διδάκτωρ Διδακτικής Γλωσσών και Πολιτισμών του Πανεπιστημίου Paris III – Sorbonne Nouvelle