Η ταν ευχάριστη έκπληξη, ομολογουμένως, η ρητή και ανεπιφύλακτη αναγνώριση της αρμενικής Γενοκτονίας από τα χείλη του νέου Αμερικανού προέδρου.
- Από τον Γιώργο Χαρβαλιά
Πρώτον και κυριότερο, επειδή αποτελεί μια πρώτη ένδειξη ότι ο Τζο Μπάιντεν τηρεί τις προεκλογικές δεσμεύσεις του και δεν φοβάται την οργή του Ερντογάν, όπως οι προκάτοχοί του. Και, δεύτερον, επειδή η Τουρκία πήρε επιτέλους ένα μάθημα ότι δεν μπορεί να επιβάλλει τα καπρίτσια της με τη μέθοδο του τσαμπουκά, ενίοτε, δε, μπορεί και να υποστεί τακτικές ήττες από πολύ πιο αδύναμους αλλά αποφασισμένους αντιπάλους, όπως η Αρμενία.
Προσωπικά είχα αμφιβολίες μέχρι την τελευταία στιγμή αν ο Μπάιντεν θα ξεστόμιζε την επίμαχη λέξη με τη μεγάλη συμβολική σημασία ή θα επέλεγε κάποια περιφραστική διατύπωση όπως ο Τραμπ. Γιατί η Τουρκία δεν έχει συνηθίσει να χάνει στο γήπεδο της αμερικανικής πολιτικής σκηνής και είναι βέβαιο ότι θα εξαντλούσε κάθε μέσο διπλωματικής ή άλλης πίεσης για να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη που τσαλακώνει το γόητρό της. Γι’ αυτό άλλωστε και το πρακτορείο Reuters, που πρώτο μετέδωσε την πρόθεση του Αμερικανού προέδρου να αναφερθεί σε «γενοκτονία», κρατούσε μία ισχυρή επιφύλαξη μήπως υπάρξει αλλαγή της τελευταίας στιγμής λόγω τουρκικού διαβήματος.
Ο Μπάιντεν δεν έκανε πίσω και είχε το θάρρος να ανακοινώσει προκαταβολικά την πρωτοβουλία του, τηλεφωνώντας στον Τούρκο ομόλογο του. Σε αυτό το σημείο καλό είναι να κρατήσουμε έναν αστερίσκο, γιατί δεν ξέρουμε τι ενδεχομένως έταξαν οι Αμερικανοί στον Ερντογάν για να του «γλυκάνουν το χάπι». Δεν γνωρίζουμε επίσης ποια ήταν η αντίδραση του «σουλτάνου». Δηλαδή τι μπορεί να ζήτησε από τον Μπάιντεν ώστε να μην ωθήσει τη διένεξη για το Αρμενικό στα άκρα. Θα τα διαπιστώσουμε αυτά στη συνέχεια.
Γεγονός είναι πάντως ότι η Τουρκία υπέστη σοβαρή ήττα εντυπώσεων. Η αναγνώριση της αρμενικής Γενοκτονίας, όμως, ήταν χρήσιμη και από άλλης απόψεως. Αποδεικνύει ότι όλα αυτά τα χρόνια το λεγόμενο «ελληνοαμερικανικό» λόμπι δεν κάνει τη δουλειά του και αναλώνεται σε παρωχημένες δημόσιες σχέσεις για ζητήματα μικρής ουσίας, όπως «ποιος Ελλαδίτης θα προσκληθεί στον Λευκό Οίκο κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου».
Τα πρόσωπα που, υποτίθεται, μεταφέρουν τις ελληνικές θέσεις στην αμερικανική κυβέρνηση είναι φθαρμένα και «πολυκαιρισμένα», στερούνται τεχνοκρατικής επάρκειας, έχουν το μυαλό στο χρήμα και μιλούν γλώσσα της δεκαετίας του ’80. Κι από την άλλη οι πλούσιοι και επιφανείς Ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες, ειδικά αυτοί της πρώτης «δεκάδας», κοιτούν αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντά τους, το μέλλον των παιδιών τους και τις δικές τους ευκαιρίες προβολής. Καμία έγνοια για το πώς θα εξασφαλίσουν τα συμφέροντα της πατρίδας.
Θα μπορούσα εύκολα να παραθέσω και ονόματα για τους επαγγελματίες «λομπίστες» της ομογένειας που θυμίζουν γλοιώδεις κομφερανσιέ τσίρκου, τους δολοπλόκους Φαναριώτες της Αρχιεπισκοπής, τους πολυμήχανους εκδότες με τα πτυχία «μαϊμού», τους μεγαλομπακάληδες με τις πολιτικές φιλοδοξίες, τις κορασίδες-πρέσβειρες και τους ναυάρχους που ξεχνούν τη λέξη «Ελλάδα» και πάει λέγοντας. Δεν χρειάζεται σε αυτή τη φάση. Αναγνωρίζουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους σε αυτές τις γραμμές. Για ανθρώπους που δεν κατάφεραν τόσα χρόνια τώρα να αναστηλώσουν μια ορθόδοξη εκκλησία στην καρδιά της Νέας Υόρκης, έπειτα από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, δεν απαιτούνται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι εξορισμού αποτυχημένοι και πρέπει να εξαφανιστούν από το προσκήνιο άμεσα. Το ελληνικό λόμπι λοιπόν έχει τελειώσει από την εποχή του Μακαρίου. Μόνο τα τελευταία χρόνια βρέθηκαν εκπρόσωποι των νεότερων γενιών, κυρίως Ελληνοκύπριοι, οι οποίοι συντονίστηκαν με το κατά πολύ ισχυρότερο εβραϊκό λόμπι, ένωσαν δυνάμεις με τους Αρμενίους και άλλους συμμάχους, και άρχισαν να κάνουν πιο επαγγελματική δουλειά. Είναι οι ίδιοι που ανακάλυψαν και «επένδυσαν» στον γερουσιαστή Μενέντεζ, ο οποίος αποδείχτηκε ότι, εκτός από λόγια, μετράει και σε πράξεις, ανταποδίδοντας το καλό σε αυτούς που τον στηρίζουν.
Βεβαίως, ακόμη και η πιο σύγχρονη εκδοχή ελληνοαμερικανικού λόμπινγκ έχει τα προβλήματά της. Απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στο Δημοκρατικό Κόμμα, στενεύοντας το ακροατήριο, και εξακολουθεί να συντάσσεται με την Αρχιεπισκοπή, η οποία όμως έχει πάψει προ πολλού να παίζει εθνικό ρόλο και ακολουθεί τη χλιαρή γραμμή του Πατριαρχείου που ούτε ανακοίνωση για τα 200 χρόνια της Παλιγγενεσίας τόλμησε να βγάλει.
Εκ του αποτελέσματος κρινόμενες, οι επιδόσεις του ελληνικού «μοχλού πίεσης» στην αμερικανική πολιτική σκηνή παραμένουν πολύ χαμηλές. Αν σκεφτείτε ότι η Αρμενία είναι μία αδύναμη, φτωχή χώρα, χωρίς τη γεωστρατηγική αξία της Ελλάδας και με μία πολύ μικρότερη σε μέγεθος παροικία από την ελληνική στις ΗΠΑ, θα καταλάβετε την αξία του «χρυσού γκολ» που έβαλε. Και οι εκπρόσωποι της ελληνικής φωνής στην άλλη ακτή του Ατλαντικού θα πρέπει να αρχίσουν να λογοδοτούν για την αδυναμία τους να ακουστούν.