Βιάζονται πολύ κάποιοι να πανηγυρίσουν για τη δημοσκοπική κατάρρευση των ποσοστών του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος στη Γερμανία, προσδοκώντας, μετά την αποχώρηση Μέρκελ, μια νέα σελίδα στην πολιτική της συγκεκριμένης χώρας. Μια αλλαγή πλεύσης δηλαδή, με θετικό πρόσημο για την Ευρώπη.
- Από τον Γιώργο Χαρβαλιά
Δυστυχώς, οι προσδοκίες αυτές είναι αβάσιμες. Ευσεβείς πόθοι, χωρίς καμία ελπίδα πραγμάτωσης. Γιατί η αλλαγή πολιτικού σκηνικού στη Γερμανία δεν είναι σίγουρη και, αν τελικά προκύψει, δεν θα είναι τόσο ριζοσπαστική όσο θέλουν κάποιοι να φαντάζονται.
Η διαπίστωση αυτή ισχύει ακόμη περισσότερο για την Ελλάδα. Κοντολογίς, δεν θα έρθουν οι Πράσινοι να μας χαρίσουν τα χρέη. Ούτε βεβαίως θα θυμηθούν τις πολεμικές αποζημιώσεις για λογαριασμό μας, από τη στιγμή που οι ελληνικές κυβερνήσεις τις έχουν πετάξει στο καλάθι της Ιστορίας.
Αρκετοί, αφελώς, πιστεύουν ότι η σκληρή, τιμωρητική και χαιρέκακη στάση της Γερμανίας απέναντι στη χώρα μας είναι αποτέλεσμα της πολιτικής συγκεκριμένων προσώπων, όπως η Μέρκελ και ο Σόιμπλε. Πρόκειται περί πλάνης.
Η αποικιοκρατική πολιτική του Βερολίνου και η διαχρονικά υποτιμητική αντιμετώπιση του ελληνικού έθνους («θαυμάσια χώρα η Ελλάδα, κατά προτίμηση χωρίς τους Ελληνες…») απορρέει από τη νοοτροπία ενός ισχυρού πολιτικοβιομηχανικού κατεστημένου, που ελάχιστα έχει αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου. Και πολύ δύσκολα θα αλλάξει στο ορατό μέλλον.
Αυτό λοιπόν το κατεστημένο, το γερμανικό βαθύ σύστημα εξουσίας, βλέπει ότι, έπειτα από 16 συναπτά χρόνια μονοπωλίου διακυβέρνησης από τους Χριστιανοδημοκράτες, ίσως πρέπει να υπάρξει μια αλλαγή. Μια ομαλή παράδοση της σκυτάλης, από αυτές που στη γερμανική πολιτική ιστορία έχουν λειτουργήσει ως «βαλβίδες εκτόνωσης αερίων», για να θεωρούν οι ψηφοφόροι ότι τα πολιτικά κόμματα «εναλλάσσονται» στην εξουσία, αλλά στην πράξη δεν αλλάζουν τίποτα στις στρατηγικές επιδιώξεις της χώρας.
Οι σημερινοί Πράσινοι, λοιπόν, δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με τα… «παιδιά των λουλουδιών» και του αντιπολεμικού κινήματος της δεκαετίας του ’70 που διαδήλωναν κατά της πυρηνικής ενέργειας. Αποτελούν πλέον αναπόσπαστο τμήμα του συστήματος, συγκυβερνούν ήδη με τα μεγάλα κόμματα σε πολλά κρατίδια και ξέρουν καλά το παιχνίδι της πολιτικής συναλλαγής.
Είναι, επίσης, απόλυτα προσανατολισμένοι στις business, ειδικά σε αυτές που έχουν οικολογικό περίβλημα, όπως το μεγάλο κόλπο με τις ανανεώσιμες, που αποτελεί κεντρικό πολιτικό στόχο της Γερμανίας. Επιβιώνουν εκλογικά, με συγκριτικά υψηλά ποσοστά, έχοντας αναγάγει την «αγάπη» για το περιβάλλον σε ατζέντα πολιτικής νομιμοποίησης.
Οι Πράσινοι, επιπλέον, είναι ίσως η πιο «ρωσοφοβική» πολιτική δύναμη στη Γερμανία, φανατικοί πολέμιοι της ενεργειακής σύμπραξης Βερολίνου – Μόσχας με τον αγωγό Nord Stream-2 και έξαλλοι επικριτές της καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως βεβαίως αυτή αποτυπώνεται στα δυτικά μέσα ενημέρωσης. Με μια κυβέρνηση Μπάιντεν στις ΗΠΑ θα εξελιχθούν στους πιο ενθουσιώδεις ατλαντιστές και θα συμβάλουν, μέχρι εκεί που δεν πάει, στην αναβίωση ενός ψυχροπολεμικού κλίματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Οι Πράσινοι, λοιπόν, δεν ήρθαν για να σώσουν τον πλανήτη, ούτε βεβαίως την Ελλάδα. Είναι, πριν απ’ όλα, Γερμανοί. Και σε όσους επιμένουν να καλλιεργούν ψευδαισθήσεις θυμίζω ότι ένας «πράσινος» υπουργός Εξωτερικών ήταν αυτός που μαζί με τον σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ άνοιξε την πόρτα του φρενοκομείου και ξανάφερε τη Λουφτβάφε στα Βαλκάνια, βομβαρδίζοντας το Βελιγράδι. Ο Γιόσκα Φίσερ, που παρίστανε τον αντιπολεμικό διαδηλωτή στα νιάτα του, εξυπηρέτησε μια χαρά τις εθνικιστικές επιδιώξεις της χώρας του, πρωτοστατώντας στις αθλιότητες του ΝΑΤΟ εναντίον των Σέρβων. Οι Πράσινοι, λοιπόν, δεν είναι καινούργιο φρούτο και δεν αποτελούν πηγή φόβου για το γερμανικό πολιτικό και επιχειρηματικό κατεστημένο. Έχουν συγκυβερνήσει ξανά με τους Σοσιαλδημοκράτες, με ένα ποσοστό μόλις 6,7%, και αποδείχτηκαν απόλυτα «συνεργάσιμοι». Αυτό πιθανότατα θα συμβεί και μετά τον Σεπτέμβριο, σε πλήρη αρμονία με τις επιδιώξεις του συστήματος.
Όπως ακριβώς στο παρελθόν το FDP του Γκένσερ ήταν το κόμμα «μπαλαντέρ», που συγκυβερνούσε πότε με τους Χριστιανοδημοκράτες και πότε με τους Σοσιαλδημοκράτες, έτσι ακριβώς θα γίνουν και οι Πράσινοι, προσφέροντας ένα πιο εύπεπτο ανθρωποκεντρικό προφίλ, απλά και μόνο για να ανακατεύεται η σούπα.
Το σύστημα, βεβαίως, δεν πρόκειται να τους αφήσει να κυβερνήσουν μόνοι τους. Μάλλον θα βάλει παρεούλα τούς ξεδοντιασμένους Σοσιαλδημοκράτες, αλλά μην τρίψετε τα μάτια σας αν τους δείτε να συγκυβερνούν και με τους Χριστιανοδημοκράτες. Για όλα είναι ικανοί οι Πράσινοι, αφού έχουν εξελιχθεί σε πρώτης τάξεως πολιτικούς νταραβεριτζήδες.
Το μεγάλο πρόβλημα δεν θα το έχουν οι ίδιοι, αλλά οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Χριστιανοκοινωνιστές, που θα αναπολούν με πικρία τις παλιές δόξες. Για τα σημερινά χάλια τους φταίει ασφαλώς και η φθορά της εξουσίας. Ο σημερινός άχρωμος, άοσμος και «μετριοπαθής» διάδοχος «δεν τραβάει», και η μόνη του περγαμηνή είναι ότι υπήρξε πιστός σύμμαχος της Μέρκελ στο… «Willkommen» στους ξένους μετανάστες. Οι Γερμανοί προτιμούσαν χίλιες φορές τον αυταρχικό, αλλά και «παιχνιδιάρη» Βαυαρό πρωθυπουργό, τον Μάρκους Ζέντερ, που του αρέσει στα καρναβάλια να ντύνεται… Μέριλιν, αλλά θεωρήθηκε πολύ σκληρός για να εγγυηθεί μια ομαλή συγκυβέρνηση με τους Πρασίνους. Το σύστημα τον ετοιμάζει για τον επόμενο γύρο, μετά την «πράσινη παρένθεση».
Για την Ελλάδα, με τους Γερμανούς Χριστιανοδημοκράτες ισχύει το «από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη». Ο μεν Ζέντερ είχε προτείνει στο παρελθόν την αποπομπή μας από την ευρωζώνη, ο δε Λάσετ, που θεωρείται κάπως πιο ήπιος στο δημοσιονομικό, εκτός από τους μετανάστες, λατρεύει και την Τουρκία, εξ ου και το προσωνύμιο «Τουρκο-Αρμιν».
Οι Πράσινοι, λοιπόν, για να τελειώνουμε με τις φαντασιώσεις, δεν θα κυβερνήσουν μόνοι τους. Στο μέτωπο του χρέους μπορεί να είναι λίγο πιο χαλαροί, αλλά μη φανταστείτε ότι με το «καλημέρα» θα αρχίσουν να μοιράζουν ευρωομόλογα. Αφήστε που θα μας ταράξουν στον «δικαιωματισμό» και στα μέτρα «προστασίας» των λαθραίων. Κάποιοι ξεχνούν ότι μια βασική τους «συνιστώσα» στο παρελθόν αγωνιζόταν για τη νομιμοποίηση της παιδεραστίας!
Επιπλέον, όποιες διαφορές τους είναι με τον Ερντογάν και όχι με την Τουρκία, μια και το τουρκικό στοιχείο είναι εντονότατο στις τάξεις τους. Και, βεβαίως, στο ζήτημα των αποζημιώσεων οι θέσεις τους είναι δημιουργικά ασαφείς – αυτό που λέμε «τσάι και συμπάθεια».
Δυστυχώς, λοιπόν, από τους Γερμανούς δεν θα απαλλαγούμε εύκολα. Είναι «απέναντι» και πρέπει να το καταλάβουμε. Οποιος πιστεύει ότι μόλις φύγει η Μέρκελ θα μας βοηθήσουν είναι σαν να λέει ότι μόλις πέσει ο Ερντογάν θα γλιτώσουμε από την Τουρκία…