Ακούω αυτές τις μέρες με προσοχή και σεβασμό τα επιχειρήματα όλων των πλευρών για το θεολογικό ζήτημα που έχει προκύψει περί του τρόπου που θα εορτάσουμε το Άγιο Πάσχα: Αν επιτρέπονται δύο Θείες Λειτουργίες την ίδια ημέρα ή όχι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στους ιερούς κανόνες, αν η Εκκλησία μετατρέπεται σε εμπορική επιχείρηση όταν λειτουργεί νωρίς το απόγευμα κ.λπ. κ.λπ…
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Για να πω την αλήθεια, δεν ένιωσα και ευχάριστα όταν προχθές το βράδυ γύρισα στο σπίτι από την εργασία μου, άνοιξα τον τηλεοπτικό δέκτη μου κατά τις 9 το βράδυ και, αντί για την Ακολουθία της Μεγάλης Δευτέρας, έπεσα για μια ακόμη φορά πάνω στην Τζένη Καρέζη και στον Αλέκο Αλεξανδράκη. Τους συμπαθώ αμφοτέρους, και μάλιστα πολύ, αλλά τη Μεγάλη Εβδομάδα νηστεύω, προσεύχομαι και προσπαθώ να συγκεντρωθώ για να πάρω δύναμη από τα Πάθη του Κυρίου μας.
Θυμήθηκα ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει μόλις ανακάλεσα στη μνήμη μου το απογευματινό τηλέφωνο της μητέρας μου από το νησί: «Πάω στην εκκλησία τώρα!» Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία τότε, γιατί τη μάνα μου -πού τη χάνεις, πού τη βρίσκεις, καλά να είναι- στην Παναγία την Ελευθερώτρια θα τη βρεις. Γνωρίζω τα εκκλησιαστικά εις βάθος μεν, καταλαβαίνω ότι σε κάθε θέμα που ανακύπτει καθρεφτίζονται οι εσωτερικοί συσχετισμοί δε, αλλά, επειδή σίγουρα κάτι θα μου ξεφεύγει, ρώτησα έναν ανεξάρτητο τρίτο, λαϊκό. Ο οποίος γνωρίζει όμως άριστα τι συμβαίνει κάθε φορά.
Ξεκινήσαμε τον διάλογό μας με μια παραδοχή: Με τα περυσινά μέτρα -20 πιστοί ανά εκκλησία- δεν κάναμε Πάσχα.
Και ας λειτούργησαν οι εκκλησίες μας στην ώρα τους, με τους κανόνες. Φέτος, με 100 πιστούς στο προαύλιο θα κάνουμε Πάσχα.
Νωρίτερα, αλλά θα κάνουμε. Η Λειτουργία της Αναστάσεως θα τελειώσει στις 10.30 μ.μ. Αμφιβάλλει κανείς ότι θα μείνει περισσότερος κόσμος στην Εκκλησία; Συμφωνήσαμε και σε κάτι άλλο – δεύτερη παραδοχή: Εάν η Ανάσταση γινόταν τα μεσάνυχτα και η λειτουργία έληγε στις 02.00 π.μ., αμφιβάλλει κανείς ότι, υπό προϋποθέσεις, η Ανάσταση θα μπορούσε να εξελιχθεί σε… κορονοπάρτι;
Η Εκκλησία, όπως με ενημέρωσε ο φίλος, δεν αυτοσχεδίασε. Κάλεσε τους λοιμωξιολόγους και ερώτησε. Και μετά συνεννοήθηκε, επιτυχώς, απευθείας με τον διευθυντή του Γραφείου του Πρωθυπουργού Γρηγόρη Δημητριάδη, ο οποίος, μετά τα περυσινά ατυχήματα, ορίστηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως ο νέος σύνδεσμός της με το Μαξίμου. Μετά τη λήψη των αποφάσεων υπήρχαν όμως μερικά ακόμη επιχειρήματα λίαν σοβαρά, ενδοεκκλησιαστικά, τα οποία άκουσα και εγώ με προσοχή.
Το σημαντικότερο όλων, ότι οι ιεροί κανόνες δεν είναι λάστιχο για να τους «οικονομούμε» όπως θέλουμε κάθε φορά. Και οι κανόνες το ορίζουν: Θεία λειτουργία τελείται μία κάθε μέρα. Μία! Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί η πρώτη Ανάσταση, όταν ακούμε το «Ανάστα ο Θεός», και στις 12 τα μεσάνυχτα, όταν γυρίσει η μέρα, οπότε ακούμε το «Χριστός Ανέστη». Τι συμβαίνει, όμως, σε έκτακτες συνθήκες; Οι παλαιοί λένε ότι όπως εορτάζουμε φέτος το Άγιο Πάσχα το εορτάσαμε τη μαύρη περίοδο της Ιστορίας μας, σε συνθήκες Κατοχής και Εμφυλίου, την περίοδο 1941-1949. Έχει ξανασυμβεί, δεν είναι η πρώτη φορά.
Οι παλαιοί λένε -ιδού η περίφημος οικονομία της Εκκλησίας, την οποία πρέπει η πολιτική να αρχίσει να μελετά- ότι στο παρελθόν εθεωρείτο ότι η μέρα αλλάζει από τη δύση του Ηλίου και μετά. Κατά συνέπεια και κατ’ οικονομίαν, η Λειτουργία της Αναστάσεως τελείται σε «νέα» μέρα και δεν παραβιάζεται ο κανών (η φαντασία στην εξουσία!). Οποιος αμφισβητεί την ερμηνεία του κανόνος και ανάγει το ζήτημα αυτό σε δογματικό έχει λύση, μου εξήγησε ο λαϊκός φίλος: «Η Εκκλησία του Παλαιού Ημερολογίου αποφάσισε να τελέσει την Αναστάσιμη Λειτουργία στις 6 το πρωί της Κυριακής του Πάσχα!» Όσον αφορά δε το ζήτημα της περιφοράς των Επιταφίων χωρίς πιστούς, από την πληροφόρηση που διαθέτει ο καλός φίλος προκύπτει ότι η ρύθμιση αυτή θα εφαρμοσθεί μάλλον χαλαρά: «Υπάρχει περίπτωση να ακολουθήσουν πιστοί τον Επιτάφιο και να τους πει ο παπάς “μην έρθετε”;» μου είπε γελώντας. Κατόπιν όλων αυτών και με δεδομένο ότι εμβληματικοί νεοσυντηρητικοί μητροπολίτες της Εκκλησίας μας (Μεσογαίας, Πειραιώς, Κερκύρας), πλην δύο, δεν αντέδρασαν, εις τι συνίσταται το δογματικό θέμα; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα πρέπει να έχουμε υπόψη μας δύο πραγματικότητες.
Η πρώτη: Η Εκκλησία από τη φύση της είναι θεσμός συντηρητικός και εντός του πληρώματός της υπάρχουν και τάσεις υπερσυντηρητικές.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος με είχε καλέσει μια φορά στο γραφείο του, το 2006, και φορώντας ένα απλό αντερί μού έδειξε μια στοίβα από γράμματα πιστών. Ηταν η εποχή που αποτόλμησε να κηρύξει το Ευαγγέλιο στη δημοτική. «Τα βλέπεις αυτά τα γράμματα, παιδί μου; Είναι πιστοί που μου διαμαρτύρονται για τον νεωτερισμό της δημοτικής!» μου είπε και προσέθεσε:
«Έξω από την Εκκλησία μπορώ να κάνω ό,τι θέλω! Ακόμη και να λέω στους νέους με σκουλαρίκι “σας πάω”. Μέσα, όμως, είναι αλλιώς! Πρέπει να διαφυλάσσονται τα ιερά και τα όσια. Με δεσμεύουν οι κανόνες».
Η δεύτερη: Η Εκκλησία στα χρόνια του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, ειδικά μέσα στα Μνημόνια, προσέφερε τεράστιο κοινωνικό έργο. Αν η ΜΚΟ «Αλληλεγγύη» δεν μοίραζε κάθε μέρα ένα πιάτο φαγητό σε εκατομμύρια Ελληνες σε όλη τη χώρα, θα είχε γίνει λαϊκή εξέγερση. Καμία αμφιβολία δεν έχω περί αυτού. Χάρη χρωστά η πολιτική στην Εκκλησία για τα συσσίτια – ήταν η πλέον πολιτική πράξη που θα μπορούσε να κάνει εκείνη την εποχή, αντί να μιλά.
Ταυτοχρόνως, όμως, σε αυτή την κρίσιμη δεκαετία έλειψε από την Εκκλησία ο λόγος της παρηγορίας. Δεν είχε ο λόγος της τη ζεστασιά που απαιτούν οι καιροί. Πλην εξαιρέσεων, βερμπαλισμοί. Δεν εδόθη η εντύπωση ενιαίου οργανισμού με ενιαία επιχειρήματα, καθοδηγητικό κέντρο και ομάδα «κρούσης».
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η τοπική της ηγεσία γέρασε μαζί με το πλήρωμά της. Σε άλλες περιπτώσεις διακρίναμε καπετανάτα και ατομισμούς. Με συνέπεια, η δημοτικότητα της Εκκλησίας να έχει γκρεμιστεί σήμερα από το 90% στο 55%.
Όταν λοιπόν λείπει ο λόγος της παρηγορίας, μπορεί ακόμη και ένα, κατά τον συνομιλητή μου, «μη δογματικό θέμα» να λειτουργήσει όπως η πέτρα στο νερό της λίμνης που δημιουργεί αυλακιές. Προστίθεται στα προηγούμενα.
Για όλους όσοι πιστεύουμε -υπάρχουν και αυτοί που «δεν», και τους σεβόμαστε- υπάρχει λοιπόν ένα ζήτημα θεμελιώδες: Να μη μένουμε ψυχικά ακάλυπτοι από την πνευματική ηγεσία μας. Απαιτούμε από την Εκκλησία μας να μας «σκεπάζει» με την αγάπη της και με τον καλό της τον λόγο. Τόσο δύσκολο είναι; Καλή Ανάσταση, καλό Άγιο Πάσχα!