Ηπροοδευτική καθεστυκηία διανόηση και το νέο φιλελευθεράτο, που έχει εγκατασταθεί εσχάτως τόσο σε τμήμα του κρατικού-κυβερνητικού μηχανισμού όσο και σε άλλους θεσμούς, μιλούν συνήθως απαξιωτικά για την Ορθοδοξία. Την περιφρονούν. Δεν τη σέβονται.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Εντάσσουν κληρικούς και πιστούς στα κατ’ αυτούς καθυστερημένα και οπισθοδρομικά στρώματα της κοινωνίας. Στους ψεκασμένους και τους αρνητές.
Για αυτό, άλλωστε, δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν -ούτε θα το καταφέρουν ποτέ- τη δύναμη και την ακτινοβολία του Αγίου Φωτός, ώστε να μεριμνήσουν για την έγκαιρη διανομή του σε όλους τους Έλληνες ορθοδόξους με τον πρέποντα σεβασμό. Ακόμη και αν τους είχε εξηγηθεί ότι ο Πατριάρχης που το διανέμει στην ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ είναι Ελληνόρθοξος, γιατί θεωρείται ο μόνος αποδεκτός εγγυητής όλων των τάσεων του χριστιανισμού και, ως εκ τούτου, έχει πανορθόδοξη σημασία ο τρόπος μεταφοράς του Φωτός στην πατρίδα μας, οι άνθρωποι και πάλι θα ήταν ανίκανοι να καταλάβουν το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ορθοδοξίας: του δόγματος της ανοχής, της αλληλεγγύης και της έλλειψης κοινωνικών διακρίσεων – πολλοί ιερείς μας είναι απλοϊκοί, λαικοί άνθρωποι, χωρίς μεγάλη μόρφωση, αλλά με μεγάλη καλοσύνη. Τι γίνεται, όμως, όταν η Ορθοδοξία ασκεί γοητεία σε συντάκτες μεγάλων αριστερόστροφων προοδευτικών εφημερίδων, όπως ο βρετανικός «Guardian»; Τι έχουν να πουν για αυτό οι άθεοι κοσμοπολίτες μας;
Η συνάδελφος στο iefimerida.gr Ελένη Μπολοβίνη εντόπισε την εξομολόγηση μιας Βρετανίδας δημοσιογράφου για την έλξη και τη γοητεία που της ασκούν τα απέριττα ελληνικά ξωκλήσια της Καλύμνου και μετέφρασε τις σκέψεις της. Αν κρίνω από το πόσες ημέρες έμεινε το κείμενο σε περίοπτη θέση στις πρώτες αναρτήσεις του γνωστού σάιτ, μπορώ εύλογα να καταλήξω στο συμπέρασμα για το πόσο δημοφιλές ήταν.
Απλώς το παραθέτω, συνοδεύοντάς το με μια μελαγχολική σκέψη: Οταν η αλήθεια για την Ορθοδοξία και τον χριστιανισμό είναι εισαγόμενη και έρχεται απέξω, καμαρώνουμε πιο εύκολα για αυτήν! Ακολουθεί αυτούσιο το κείμενο της συναδέλφου: «“Δεν πιστεύω, αλλά με συνεπαίρνουν τα ξωκλήσια στην Ελλάδα”. Αυτό, λίγο πολύ, δηλώνει η δημοσιογράφος Χάνα Τζέιν Πάρκινσον του “Guardian”, γράφοντας τον δικό της ύμνο στο βρετανικό μέσο για τις ελληνικές μικροσκοπικές εκκλησίες που ξεφυτρώνουν σε κάθε γωνιά της χώρας.
Στην αρχή του άρθρου της, η Πάρκινσον ξεκαθαρίζει: “Δεν είμαι θρήσκα. Δεν μου αρέσει η υποκρισία. Οι περίεργες στολές, το εμπορικό στοιχείο…” Στη συνέχεια, ωστόσο, αναφέρει πως υπάρχουν δύο πράγματα που ζηλεύει ως προς την πίστη. Το πρώτο είναι η δύναμη της θέλησης που πρέπει να έχει κανείς για να πιστέψει. Το δεύτερο είναι η αρχιτεκτονική. “Μου αρέσουν αυτά τα όμορφα βιτρό παράθυρα, οι χρυσοί και γαλάζιοι τρούλοι και όλα αυτά που συνήθως απουσιάζουν από τον κοσμικό κόσμο. Είναι σαν η θρησκεία να μπερδεύει όλα τα καλά στοιχεία των ωραίων κτιρίων. Θυμάμαι ότι αυτό ήταν το πρώτο που σκέφτηκα όταν περιπλανιόμουν ως έφηβη γύρω από τον καθεδρικό ναό της Σιένα, με το ασπρόμαυρο ταπεινό εσωτερικό της και τις τεράστιες τοξωτές οροφές της.
Από τότε έχω επισκεφθεί πολλά πανέμορφα κτίρια όλων των δογμάτων και πάντα θαυμάζω την εκπληκτική ομορφιά και δημιουργικότητά τους. Ακόμη περισσότερο από τα μεγάλα θρησκευτικά κτίρια, όμως, μου αρέσουν οι μικρές -σχεδόν μινιατούρες- εκκλησίες, τα παρεκκλήσια. Τα λατρεύω, ειδικά όταν ξεφυτρώνουν τυχαία σε κάποια γωνιά εκτός δρόμου, σαν να έχουν βγει μόλις από τη Γη”.
Και συνεχίζει τη διήγησή της η Πάρκινσον: “Αυτά τα παρεκκλήσια είναι πάντα ανοιχτά. Χωράνε ίσα ίσα -το πολύ- τέσσερα άτομα. Συχνά είναι άδεια. Το να μπεις μέσα σε αυτά είναι σαν να μπαίνεις σε μια μήτρα καλυμμένη με φύλλα χρυσού.
Ένα από τα πιο μικρά ξωκλήσια που έχω μπει ποτέ ήταν αυτό στο νησί της Καλύμνου, στο Αιγαίο. Ενα ορθόδοξο εκκλησάκι, μέσα στο οποίο, αν άπλωνα τα χέρια μου, άγγιζα όλους τους τοίχους. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν το τρίξιμο από τους παλιούς μεντεσέδες στην πόρτα, τα βήματά μου, η αναπνοή μου και το θρόισμα των βελόνων του πεύκου. Υπήρχε, ωστόσο, μια συντριπτική αίσθηση ασφάλειας.
Αυτό είναι το είδος της θρησκευτικής εμπειρίας που μπορώ να καταλάβω, αντί για τους λευκούς καπνούς και τις κλήσεις για προσευχή στις 5 το πρωί.
Θα σας συμβούλευα να αναζητήσετε ένα ξωκλήσι για αυτή την ήσυχη και μοναδική απόλαυση. Αλλά δεν θα το κάνω. Αντ’ αυτού, σας εύχομαι να πέσετε τυχαία πάνω σε ένα τέτοιο ξωκλήσι, όταν και εκεί που δεν θα το περιμένετε, και να ανακαλύψετε την απρόσμενη χαρά που μπορεί να προσφέρει κάτι τόσο μικρό”».