Το φρικτό έγκλημα, η δολοφονία της 20χρονης Καρολάιν στα Γλυκά Νερά, όχι μόνο συντάραξε την ελληνική κοινωνία, αλλά έβγαλε ξανά στην επιφάνεια μια σειρά από πολύ σπβαρά ζητήματα που αφορούν την ανασφάλεια την οποία βιώνουν οι πολίτες, αλλά και το θεσμικό έλλειμμα που δεδομένα υπάρχει.
- Από τον Βασίλη Βέργη
Το γεγονός ότι μια μεγάλη περιοχή, όπως η συγκεκριμένη, αλλά και αρκετές ακόμη στην Αθήνα και την ευρύτερη περιοχή δεν αστυνομεύονται όπως θα έπρεπε, εξαιτίας συγχωνεύσεων των τμημάτων, είναι κάτι που δεν χωράει ούτε πολλή συζήτηση ούτε διαρκείς αναβολές αποφάσεων.
Ο πολίτης νιώθει εντελώς απροστάτευτος στα χέρια των αδίστακτων κακοποιών, οι οποίοι, πλέον, δεν αρκούνται στη ληστεία, αλλά μπορούν ανά πάσα στιγμή και δίχως τον παραμικρό δισταγμό να αφαιρέσουν ζωές. Αυτό συνέβη στα Γλυκά Νερά, όπου σκότωσαν την 20χρονη κοπέλα, άφησαν δίχως μάνα ένα βρέφος 11 μηνών και τον πατέρα-σύζυγο να κουβαλάει μια ολόκληρη ζωή αυτό το δράμα στα μάτια και στην ψυχή του.
Δεν γίνεται τεράστιες περιοχές να αστυνομεύονται από ένα περιπολικό και δύο τρία μηχανάκια της ομάδας ΔΙΑΣ. Είναι ανθρωπίνως αδύνατο αυτή η ελάχιστη δύναμη να προσφέρει εκείνο στο οποίο η Αστυνομία έχει ταχθεί: την προστασία του κόσμου.
Το φωνάζουν πρώτοι οι ίδιοι οι αξιωματούχοι της ΕΛ.ΑΣ. Πόσο μάλλον σε μια εποχή στην οποία η εγκληματικότητα έχει απογειωθεί. Και οι κακοποιοί, εγχώριοι ή αλλοδαποί, λειτουργούν με συμπεριφορές μαφίας, είτε πρόκειται για «ξεκαθαρίσματα λογαριασμών» με πυροβολισμούς μέρα μεσημέρι στους δρόμους είτε σκοτώνοντας αθώα θύματα ληστειών.
Το ίδιο έγκλημα άνοιξε ξανά συζητήσεις σχετικά με την ελαστικότητα ή, αν προτιμάτε, τη μη αυστηρότητα των νόμων της χώρας μας. Το έγκλημα πρέπει να τιμωρείται ως έγκλημα. Τίποτα λιγότερο. Και η κοινωνία πρέπει να νιώθει προστατευμένη ότι ο θύτης δεν θα περιφέρεται έπειτα από μερικά χρόνια ελεύθερος στους δρόμους, σαν να μη συνέβη τίποτα.
Αποτελεί, επίσης, τεράστιο χαστούκι προς όλες τις πολιτικές ηγεσίες το γεγονός ότι πολλάκις στα social media ή ακόμη και σε ιδιωτικές συζητήσεις οι Έλληνες έχουν πλέον ξεκάθαρα ταχθεί υπέρ της δυνατότητας οπλοκατοχής εντός των σπιτιών τους.
Είναι μια άποψη, ένα νόμισμα, με δύο όψεις. Από τη μία μοιάζει με κραυγή απόγνωσης, καθώς ο πολίτης, νιώθοντας απροστάτευτος από το κράτος, θέλει να πάρει τη φύλαξη στα χέρια του. Ταυτόχρονα, όμως, τυχόν τέτοια «αμερικανοποίηση» θα δημιουργούσε αλυσιδωτές και ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Τα όπλα δεν είναι… ξύλινα ούτε παιδικά παιχνίδια. Ευρισκόμενα σε ένα σπίτι και μάλιστα με την παρουσία παιδιών, αποτελούν δυνάμει «βόμβες». Πόσο μάλλον όταν βρεθούν σε χέρια ανθρώπων που δεν είναι σε θέση να τα διαχειριστούν πνευματικά.
Γι’ αυτό καλό είναι τέτοιες συζητήσεις να κλείνουν προτού καν ανοίξουν. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει η Πολιτεία να δημιουργήσει το δίχτυ ασφάλειας στον κόσμο, όπως προαναφέραμε, ώστε να εγκαταλείψει οποιαδήποτε σκέψη αυτοπροστασίας ή ακόμη περισσότερο θέλησης να πάρει τον νόμο στα χέρια του.
Τέλος, είναι καιρός η κυβέρνηση Μητσοτάκη να σταματήσει να επικαλείται το κακό που (όντως) κάνει ο περιβόητος νόμος Παρασκευόπουλου και να τον αλλάξει άμεσα. Είναι καταγεγραμμένο στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας πως η παραβατικότητα που τιμωρείται δεν μπορεί να έχει ανεξέλεγκτα προνόμια, ενίοτε προκλητικά ως προς το μέγεθος του εγκλήματος.
Οπότε εκεί είναι η Βουλή, εκεί και η ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης να αλλάξει το σοβαρότατο λάθος της προηγούμενης.