Καλά έκανε ο Βορίδης και κατήργησε την απλή αναλογική στους δήμους. Για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Και θα έκανε ακόμη καλύτερα αν μπορούσε να την καταργήσει και στην επικράτεια. Για τις εθνικές εκλογές.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Ο μεταπολιτευτικός κύκλος των αυξημένων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης εδραιώθηκε χάρη στην πολιτική σταθερότητα της ενισχυμένης αναλογικής. Τη μία και μοναδική φορά που εφαρμόστηκε η απλή αναλογική στην πατρίδα μας το 1989 (συν ένα) η Ελλάς έφθασε στα πρόθυρα του ΔΝΤ. (Το Καστελόριζο διαφέρει, ήταν εσκεμμένη επιλογή, υπήρχε τρόπος να την αποφύγουμε.)
Η απλή αναλογική ήταν τα προηγούμενα χρόνια η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ για να παραμείνει στο παιχνίδι της εξουσίας μετά την ήττα που ήξερε ότι ερχόταν. Ο στόχος του ήταν διπλός: Με την αναλογική στις τοπικές εκλογές επεδίωκε να επιβάλει από κάτω προς τα πάνω τη συνεργασία Αριστεράς – ΠΑΣΟΚ και εν τέλει τη συγχώνευση των δύο κομμάτων σε ένα σε εθνικό επίπεδο. Με την αναλογική στις εθνικές εκλογές σκόπευε να αποστερήσει από τη Ν.Δ. την αυτοδυναμία και να επιχειρήσει στην πράξη το πορτογαλικό μοντέλο: τη συγκυβέρνηση με συνεργασία μεταξύ δεύτερου και τρίτου κόμματος. Ονειρα απατηλά και το ένα και το άλλο. Οπως έχω σημειώσει και άλλη φορά, άλλο η μηχανική της εξουσίας με το «έτσι θέλω» και άλλο η αυθεντική συμμαχία συγγενών πολιτικών δυνάμεων με λογική του τύπου «σε θέλω, με θέλεις, γιατί να το σκεφτόμαστε».
Η πολιτική δεν είναι αριθμητική, αλλά όσμωση. Στην πράξη η Αριστερά ενσωμάτωσε από τις εκλογές του 2012 το μεγαλύτερο τμήμα της παλαιάς εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, το οποίο άλλωστε αντικατέστησε στον νέο δικομματισμό. Δεν κατάφερε όμως να το αλώσει και να κυριαρχήσει πλήρως στον χώρο. Τα ιδρυτικά μέλη του Κινήματος που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου παρέμειναν συσπειρωμένα γύρω από το ιστορικό όνομα «Γεννηματά» στις εκλογές του 2019, ενώ ένα τμήμα της αστικοποιημένης σημιτικής βάσης του μετακινήθηκε από τις εκλογές του 2012 προς την «ευρωπαϊκή» Ν.Δ., όπου και παραμένει.
Αυτή του την αδυναμία ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να την καλύψει με τον ηγεμονισμό της εξουσίας -μετεγγραφές τύπου Μωραΐτη, Μπίστη, Τόλκα- και με την αναλογική ως μέσον πειθαναγκασμού συνεργασίας για τη διεκδίκηση της εξουσίας. Το πείραμα -άρχισε το 2016, με τη νομοθέτηση της απλής αναλογικής σε εθνικό επίπεδο- απέτυχε στις δημοτικές εκλογές του 2019. Απομένει τώρα το στοίχημα των προσεχών εθνικών εκλογών. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές απέτυχε, διότι οι ανατροπές στην πολιτική δεν γίνονται με τους κανόνες. Οι ανατροπές είναι αποτέλεσμα κοινωνικών διεργασιών.
Τα δημοτικά και περιφερειακά σχήματα που κατέβασε ο ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2019 ήταν βγαλμένα από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Μύριζαν ναφθαλίνη. Με αποτέλεσμα όχι μόνο τα τοπικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, αλλά και οι τοπικές κοινωνίες να τα μαυρίσουν. Σε έναν θεσμό -βάθρο της δημοκρατίας την ονόμαζε ο Ανδρέας Παπανδρέου- στον οποίο η Αριστερά, κομμουνιστική και ανανεωτική, είχε μακρά παράδοση επιτυχιών, ο κλειστός ΣΥΡΙΖΑ του 3%, που αρνείτο να ανοίξει τις πόρτες του στο νέο αίμα, μην τυχόν χαθεί ο έλεγχος του καταστήματος, απέτυχε παταγωδώς. Η βάση της κοινωνίας αποθάρρυνε τη συνεργασία, συμπόρευση και εν τέλει συγχώνευση της σοσιαλδημοκρατίας «από κάτω προς τα πάνω», όπως ονειρευόταν η ηγετική ομάδα της Κουμουνδούρου.
Η απλή αναλογική στους δήμους απέτυχε ιδεολογικά, απέτυχε πολιτικά, απέτυχε όμως και διοικητικά. Με τις ψαλιδισμένες πλειοψηφίες προκάλεσε παράλυση στη λειτουργία της Αυτοδιοίκησης, καθώς λαοπρόβλητοι δήμαρχοι που έλαβαν το 50% και άνω των ψήφων βρέθηκαν με λιγότερες από το 50+1 έδρες στα δημοτικά συμβούλια. Με συνέπεια την εξής: Να προσφεύγουν αρχικώς σε απίστευτους συμβιβασμούς προκειμένου να διοικήσουν στοιχειωδώς τον δήμο.
Ούτε προϋπολογισμό δεν μπορούσαν να ψηφίσουν καλά καλά. Και αν δεν είχε κάνει αμέσως θεσμικές αλλαγές η κυβέρνηση Μητσοτάκη επί υπουργίας Θεοδωρικάκου για να εγκρίνονται οι προϋπολογισμοί σε επίπεδο οικονομικής επιτροπής, θα είχε δικαιωθεί πλήρως ο δήμαρχος Περιστερίου Ανδρέας Παχατουρίδης, ο οποίος, άμα τη ψηφίσει της αναλογικής, μου είχε πει το εξής καταπληκτικό: «Αυτό το εκλογικό σύστημα είναι η χαρά του μπαχαλάκη δημοτικού συμβούλου». Καλά κάνει ο Βορίδης λοιπόν -επανέρχομαι- και καταργεί την αναλογική στους δήμους. Δεν είμαι βέβαιος όμως ότι κάνει καλά που επαναφέρει μια παλαιά ρύθμιση που είχε ψηφιστεί (σε άλλες εποχές) επί υπουργίας Γιάννη Κεφαλογιάννη, σύμφωνα με την οποία ο δήμαρχος μπορεί να εκλέγεται με σχετική πλειοψηφία.
Με 43%. Αντιλαμβάνομαι βεβαίως ότι η Ν.Δ. θέλει να διατηρήσει στο μέλλον, όπως και να έρθουν τα πράγματα, την ηγεμονία της στον χώρο της Αυτοδιοίκησης. Μια ηγεμονία που θεμελιώθηκε πάνω στη συστηματική δουλειά που έκαναν οι αείμνηστοι Τζαννής Τζαννετάκης, Θόδωρος Αναγνωστόπουλος και Θάνος Βεζυργιάννης, επί ηγεσίας Κώστα Καραμανλή στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 1998.
Από τότε έβγαλε ρίζες η παράταξη στην Αυτοδιοίκηση! Έως εκείνη την εποχή, πλην της παρένθεσης Εβερτ, Ανδριανόπουλου, Κούβελα στις εκλογές του 1986, ο χώρος ήταν παραδοσιακό προπύργιο του ΠΑΣΟΚ και των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων. Αντιλαμβάνομαι επίσης και κάτι ακόμη: Πως έχει λογική το επιχείρημα «γιατί να μην εκλέγουμε δήμαρχο με 43%, όταν κυβερνάται η χώρα με 40%;».
Θεωρώ όμως ότι το ποσοστό αυτό σε συνδυασμό με την επιβολή πλαφόν 3% για την είσοδο συνδυασμών στο τοπικό δημοτικό συμβούλιο είναι λάθος. Και με πολιτικά κριτήρια και με τοπικά κριτήρια.
Με πολιτικά κριτήρια είναι λάθος γιατί σε μια εποχή «διεύρυνσης, μετασχηματισμού της Ν.Δ. και μετακίνησής της στο Κέντρο» -αυτή δεν είναι η φιλοδοξία;-, το κόμμα με το 43% στέλνει στην κοινωνία το μήνυμα ότι «είμαστε μειοψηφία στον τόπο» και χρειαζόμαστε και εμείς τους κανόνες για να επικρατήσουμε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε στην αναλογική, η Ν.Δ. στο 43%. Δεν εκπέμπει αυτοπεποίθηση πλειοψηφίας το 43%. Πλέον αυτού του τύπου οι τοπικές κοινωνίες διοικούνται καλύτερα στη βάση των τοπικών συναινέσεων. Ο αιρετός που εκλέγεται με το 50% συν ένα των ψήφων ξέρει καλά ότι αποφάσεις που δεν έχουν τη σύμφωνη γνώμη της τοπικής κοινωνίας δεν περνούν εύκολα.
Ο αιρετός που εκλέγεται με 43% και δεν αφήνει όλα τα λουλούδια να ανθίσουν μπορεί να επιβάλει πολιτικές σε επίπεδο δημοτικού συμβουλίου ακόμη και μονομερώς, αλλά θα τα βρίσκει μπαστούνια στην εφαρμογή τους.
Το οποίο σημαίνει ότι ο παλαιός κανών του 50% συν ένα που λειτούργησε υγιώς επί δεκαετίες είναι καλύτερος και του 43% και της απλής αναλογικής. Διότι οικοδομεί απευθείας συμμαχίες μεταξύ αιρετού και δημοτών χωρίς τους ενδιάμεσους τοπικούς ή και κομματικούς μανδαρίνους.
Το βασικότερο επιχείρημα αποτροπής νομοθέτησης του 43% πάντως είναι το πολιτικό: Δείχνει ότι η παράταξη δεν διαθέτει την αυτοπεποίθηση της κατάκτησης μεγάλων πλειοψηφιών και ότι φοβάται τις κεντροαριστερές αντισυσπειρώσεις. Ενώ στην πράξη απέδειξε ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Άρα δεν έχει ανάγκη την περιχαράκωση του 43%. Τα καταφέρνει καλύτερα στα μεγάλα πελάγη. Θα έλεγα μετά ταύτα να το ξανασκεφτούν εκεί στην κυβέρνηση. Αξίζει ίσως τον κόπο.