Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για την επίσπευση της αξιολόγησης και έγκρισης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, αν και αναγνωρίζει επί της αρχής ότι κινείται προς την ορθή κατεύθυνση με πλάνο χρησιμότατων και ρεαλιστικών μεταρρυθμίσεων.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Το αίτημα της Αθήνας βασίστηκε στο σκεπτικό ότι, με δεδομένη την πληρότητα του σχεδίου και την έγκαιρη υποβολή του, η Κομισιόν οφείλει να συμβάλει στην προβολή των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας στις παγκόσμιες αγορές, διευκολύνοντας και την προσέλκυση επενδύσεων. Ωστόσο η αρνητική απάντηση των αρμόδιων αξιωματούχων στηρίχτηκε στο αντεπιχείρημα ότι θα υπάρξουν, πιθανότατα, μελλοντικές παρενέργειες από τη βιαστική εξέταση του ελληνικού Σχεδίου, χωρίς προηγούμενη ωρίμανσή του. Επιπλέον υπογραμμίστηκε ότι απόφαση της ηγεσίας της Κομισιόν είναι να ολοκληρωθεί, πριν από οποιαδήποτε επιμέρους κίνηση, η γενική αξιολόγηση των εθνικών προγραμμάτων όλων των χωρών-μελών. Ως αποτέλεσμα, δεν υπάρχει περίπτωση σύντμησης των χρονοδιαγραμμάτων για οποιοδήποτε μεμονωμένο μέλος ή για ομάδες μελών με ομοειδή προβλήματα, όπως οι χώρες του Νότου.
Το δυσάρεστο και ανησυχητικό στοιχείο για την ελληνική πλευρά είναι ότι η γενική αξιολόγηση των στόχων των χωρών-μελών θα απαιτήσει μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς τα Σχέδια θα μελετηθούν και από το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ε.Ε. Θεωρείται παραπάνω από βέβαιο ότι θα ζητηθούν, από όλα τα μέλη, συμπληρωματικά ή τροποποιητικά οικονομικά στοιχεία για κάθε προτεινόμενη μεταρρύθμιση. Πάντως, η υποβολή νέων στοιχείων ίσως αποδειχθεί πρακτικά ωφέλιμη, ώστε να προληφθεί το χειρότερο ενδεχόμενο της επαναδιαπραγμάτευσης του Σχεδίου Ανάκαμψης της Ελλάδας, όπως θα επιθυμούσαν οι πιο «σκληροί» γραφειοκράτες της Κομισιόν στη γραμμή των περσινών «αρνητών» (Αυστρία, Ολλανδία, Σουηδία και Δανία) που επέμεναν στη χορήγηση μόνο δανείων αντί του -τελικά υιοθετηθέντος- μείγματος επιδοτήσεων και δανείων.
Η Ελλάδα πρόκειται να λάβει περίπου 19 δισεκατομμύρια ευρώ με επιδοτήσεις και 12,5 δισ. με δάνεια. Στο σκέλος των δανείων εξακολουθεί να επικρατεί (χωρίς ελληνική ευθύνη) ασάφεια, καθώς η Κομισιόν δεν έχει ακόμα οριστικοποιήσει τις αποφάσεις της ούτε ως προς τις εγγυήσεις και τους άλλους όρους αποπληρωμής ούτε ως προς τις περιοδικές αξιολογήσεις τήρησης των συμφωνηθέντων (μια «light» εκδοχή των παλαιών επιθεωρήσεων της τρόικας).
Η ελληνική κυβέρνηση τάσσεται υπέρ λήψης απόφασης της Ε.Ε. για εξόφληση των δανείων μετά 10 χρόνια, όπως είχε ατύπως συμφωνηθεί κατά τις αρχικές διαβουλεύσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης πέρυσι.
Η χρονοβόρος διαδικασία για τα εθνικά Σχέδια προβλέπεται ότι δεν θα επιτρέψει τη διάθεση κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης πριν από τον Σεπτέμβριο του 2021, δηλαδή περίπου 15 μήνες μετά τις αποφάσεις των συνόδων κορυφής του Ιουνίου και του Ιουλίου του 2020 και 18 μήνες μετά την έναρξη των σχετικών συζητήσεων. Ελπίζεται, επίσης, να αποφευχθούν πρόσθετα προβλήματα ή καθυστερήσεις λόγω των διαφωνιών στις Βρυξέλλες για τους ίδιους πόρους της Ε.Ε.
Σε κάθε περίπτωση, δεν δικαιώνεται η πρόβλεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη τον Ιούλιο πέρυσι ότι «τα χρήματα θα εκταμιεύονται με όρους πιο ευέλικτους από το υφιστάμενο ΕΣΠΑ», αλλά τουλάχιστον επιβεβαιώνεται η εκτίμηση του ιδίου του υπουργού Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρα και του αναπληρωτή υπουργού Θ. Σκυλακάκη ότι δεν θα επιβληθούν ειδικοί δημοσιονομικοί όροι για τις εκταμιεύσεις.
Παράλληλα με τις θετικές αξιολογήσεις για το ελληνικό Σχέδιο, οι αρμόδιοι αξιωματούχοι της Κομισιόν μελετούν ορισμένες ειδικότερες πτυχές του σε μια προσπάθεια πρόβλεψης πιθανών εμπλοκών και καθυστερήσεων. Μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ότι το Σχέδιο ενδεχομένως να είναι υπερβολικά ευρύ και εκτεταμένο, ενώ τονίζεται πρωτίστως η ανάγκη εξασφάλισης διαφάνειας στους διαγωνισμούς του ελληνικού δημόσιου τομέα. Το ίδιο μήνυμα είχε μεταφερθεί άλλωστε και από την Ουάσινγκτον κατά τη διάρκεια των συζητήσεων του Στρατηγικού Διαλόγου Ελλάδας – ΗΠΑ, επί του κεφαλαίου της οικονομίας και των επενδύσεων, ήδη από τον Οκτώβριο του 2019.
Ταυτόχρονα, ένα σημαντικό στοιχείο που προς το παρόν οι επιπτώσεις του για την ελληνική οικονομία δεν μπορούν να αξιολογηθούν είναι οι πολιτικές συζητήσεις στην Ε.Ε. τους επόμενους μήνες για το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τους γενικότερους δημοσιονομικούς κανόνες. Αν και μετριοπαθείς χώρες-μέλη, όπως η Γαλλία, δέχονται ότι η απαίτηση μεγάλης μείωσης του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ δεν είναι ρεαλιστική, την ίδια στιγμή κρίνουν ότι πρέπει να υπάρξει εμμονή στον στόχο 3% του ελλείματος ως προς το ΑΕΠ. Σε ειδικές δε περιπτώσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ελληνική οικονομία, ζητούν να διασφαλιστούν πάλι τα πρωτογενή πλεονάσματα των προϋπολογισμών.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη