Η «δημοκρατία» και η παρούσα στήλη δεν επαίρονται -ειδικά όταν θίγονται τεράστια εθνικά συμφέροντα- για την ακρίβεια και επιβεβαίωση της ειδησεογραφίας τους, αλλά είναι προφανέστατο ότι ο εξευτελιστικός αποκλεισμός της Ελλάδας από τη Διάσκεψη του Βερολίνου (της 23ης Ιουνίου) για τη Λιβύη ήταν αναμενόμενος.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Γράφαμε, μόλις την περασμένη εβδομάδα, πως «το Βερολίνο κλείνει τα μάτια στην απειλή του casus belli από την Άγκυρα, υποβαθμίζει το τουρκολιβυκό μνημόνιο και μάλλον θα αποκλείσει, εκ νέου, την Ελλάδα από τη διάσκεψη. Μάλιστα, η Γερμανία, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, δεν θεωρεί αναγκαία τη σύντομη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τη βορειοαφρικανική χώρα».
Αν αυτά γνώριζε και προανήγγελλε μια εφημερίδα, είναι σαφές πως το Μέγαρο Μαξίμου όφειλε, εδώ και μήνες, να αξιολογήσει τις επερχόμενες εξελίξεις και -στο μέτρο του δυνατού- να τις αποτρέψει. Δεν έχουν κανένα νόημα οι επικοινωνιακές διαρροές ότι ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης διαμαρτύρεται, εκ των υστέρων, στην καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ. Ακριβώς το ίδιο είχε συμβεί πριν και μετά την πρώτη Διάσκεψη του Βερολίνου, τον Ιανουάριο του 2020! Για τη δε σχεδιαζόμενη τρίτη, ας ληφθεί υπόψη ότι ενδεχομένως θα συγκληθεί το φθινόπωρο στο Παρίσι, οπότε είναι σκόπιμο να ληφθεί εγκαίρως μέριμνα, ώστε να μην υπάρξει κάποια οδυνηρή έκπληξη ακόμα και από τη φιλικότερή μας ευρωπαϊκή δύναμη.
Σημειώναμε, επίσης, στις 23 Μαρτίου 2021 πως «ο αστικός μύθος και οι πρόσφατοι διπλωματικοί ψίθυροι φέρουν την κυρία Μέρκελ να εκφράζεται κολακευτικά για τον κ. Μητσοτάκη, εγκωμιάζοντας τη στάση του κατά τη μεταναστευτική εισβολή στον Εβρο». Προσθέταμε ότι «λαμβάνοντας υπόψη την παγκόσμια ισχύ της Γερμανίας και τη σημασία των διαπροσωπικών σχέσεων στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή η θετική προδιάθεση της καγκελαρίου θα είχε βαρύνουσα σημασία αν αποδεικνυόταν ειλικρινής και μακράς διάρκειας. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός είναι ο πρώτος που δεν θα πρέπει να ενθουσιάζεται, αν θυμηθεί τα “αδειάσματα” του Βερολίνου προς αρκετούς προκατόχους του». Δυστυχώς, το «άδειασμα» προς τον πρωθυπουργό και, πάνω από όλα, προς την ελληνική εξωτερική πολιτική ήρθε μέσα σε δυόμισι μήνες περίπου.
Όμως, το πραγματικό πρόβλημα για τα βραχυπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα ελληνικά συμφέροντα δεν είναι -μόνο- ο αποκλεισμός από τη διάσκεψη, αλλά η συνειδητή πλέον απόφαση του Βερολίνου να δώσει τη Λιβύη ως «αντάλλαγμα» στην Αγκυρα. Σκοπός της απερχόμενης καγκελαρίου, του υπουργού Εξωτερικών Χ. Μάας και άλλων παραγόντων είναι να φιλοτεχνηθεί η εικόνα και να επιβληθεί η πολιτική ότι ο πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν είναι μοναδικά χρήσιμος για την Ευρώπη. Η άποψη περί συνειδητής απόφασης και νέας τακτικής της Γερμανίας υπέρ της Τουρκίας ενισχύεται από πληροφορίες ότι η Αθήνα ζήτησε (την τελευταία στιγμή) την αμερικανική συνδρομή για να εξασφαλιστεί η συμμετοχή στη διάσκεψη, αλλά το Βερολίνο απέρριψε την παρέμβαση της Ουάσινγκτον.
Σε αυτό το πλαίσιο και εν όψει της συνάντησης των κυρίων Μητσοτάκη και Ερντογάν στις 14 Ιουνίου, είναι χρήσιμο η κυβέρνηση να ετοιμάζεται για τα χειρότερα. Ειδικά στο μέτωπο του τουρκολιβυκού μνημονίου και, γενικότερα, όσον αφορά τις τουρκικές κινήσεις στη Μεσόγειο και την ΑΟΖ της Κύπρου. Πέρα από την προαναγγελία του ίδιου του κ. Ερντογάν για νέα έξοδο του πλωτού γεωτρυπάνου «Γιαβούζ», είναι γνωστό στη διεθνή ναυτιλιακή αγορά ότι η Τουρκία αγόρασε τρία βοηθητικά πλοία για έρευνες υδρογονανθράκων. Τα πλοία πήραν ονόματα που παραπέμπουν στη λεγόμενη «υπόθεση της μπανιέρας» του 1963, όταν τα τρία παιδιά οικογένειας Τουρκοκυπρίων βρέθηκαν δολοφονημένα στο συγκεκριμένο σημείο της οικίας τους. Η ενέργεια αποδόθηκε σε ακραίους Ελληνοκυπρίους, αλλά -χρόνια μετά- αποδείχθηκε ότι ήταν προβοκάτσια και δολοφόνος ήταν ο πατέρας των τριών παιδιών, ο οποίος ήταν ψυχοπαθής και ταγματάρχης του τουρκικού στρατού.
Παράλληλα με την προετοιμασία του «Γιαβούζ» και άλλων ερευνητικών και βοηθητικών πλοίων, αρκετοί ξένοι διπλωμάτες στην Αθήνα εμφανίζουν τον κ. Ερντογάν και τον υπουργό Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου να αποκλείουν οποιαδήποτε παραχώρηση ως προς το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Αγκυρα ήδη αναζητεί θαλάσσιες περιοχές «οικόπεδα», είτε προς έρευνα από τα πλοία της είτε προς προκήρυξη διαγωνισμών. Και άλλοι επισημαίνουν ότι η τουρκική ηγεσία αναφέρει σιβυλλικά πως δεν κάνει έρευνες «προς το παρόν», με υπαινιγμούς για αλλαγή γραμμής στο εγγύς μέλλον. Οποια εκδοχή και αν ισχύει (πόσο μάλλον αν ισχύουν και οι δύο), οι επόμενοι μήνες δεν θα είναι ανέφελοι, ούτε η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν θα εγγυηθεί πραγματικό μορατόριουμ.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη