Τον γνωρίσαμε ως υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας και πάθαμε με τις ακραία νεοφιλελεύθερες απόψεις του υπέρ της λιτότητας.
- Από τον
Μιχάλη Ψύλο
Τώρα, στα 78 του και ως πρόεδρος της γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ξεδιπλώνει μια άλλη «γερακίσια» ιδιότητά του: του πολεμιστή για τη στρατιωτική αναβάθμιση του παγκόσμιου ρόλου του Βερολίνου. Να μπει τέλος δηλαδή, στους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στην ηττημένη Ναζιστική Γερμανία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Η Γερμανία πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερο στρατιωτικό ρόλο για να ανταποκριθεί στην παγκόσμια ευθύνη της για την ελευθερία, τη δημοκρατία και τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της στη συμμαχία» δήλωσε ο Σόιμπλε την περασμένη Τρίτη το απόγευμα στην παρουσίαση ενός αμφιλεγόμενου βιβλίου του Γερμανού ιστορικού και καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Πότσνταμ Σόνκε Νέιτζελ. Ο τίτλος του βιβλίου; «Γερμανοί πολεμιστές: Από την Αυτοκρατορία στη Δημοκρατία του Βερολίνου – Μια στρατιωτική ιστορία».
Χωρίς περιστροφές, ο Σόιμπλε ζήτησε να μπει τέλος στις αυστηρές απαιτήσεις που θέτει η γερμανική Βουλή σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές όπλων και τις στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό. «Οποιος θέλει μια κοινή ευρωπαϊκή άμυνα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να απομακρυνθεί λίγο από τις δικές του παραδοσιακές θέσεις, για παράδειγμα σχετικά με το θέμα της κοινοβουλευτικής έγκρισης για εξαγωγές όπλων ή για αποστολές στο εξωτερικό» τόνισε ο πρόεδρος της Μπούντεσταγκ ζητώντας να αντληθούν διδάγματα από την παρουσία Γερμανών στρατιωτών της Bundeswehr στο Αφγανιστάν και το Μάλι. «Η ειρήνη δεν μπορεί να διατηρηθεί ή να εδραιωθεί δωρεάν» πρόσθεσε χαρακτηριστικά.
Ο Σόιμπλε δεν έχει κρύψει ποτέ τη νοσταλγία του για τη γερμανική αυτοκρατορία – το Ράιχ. Η ιστοσελίδα Politico σημειώνει με έμφαση ότι το γραφείο του στη γερμανική Βουλή κοσμεί ένα αντίγραφο του αετού του Κάιζερ Γουλιέλμου! Το ερώτημα δεν είναι βέβαια μόνο οι εμμονές του Σόιμπλε, αλλά αν ο γηραιός πρόεδρος της Μπούντεσταγκ εκφράζει πλέον ένα σημαντικό τμήμα του κατεστημένου για την επανεμφάνιση μιας μιλιταριστικής Γερμανίας.
Μετά το 1945 οι Σύμμαχοι, αφού συνέτριψαν το ναζιστικό καθεστώς, παραχώρησαν στην τότε Δυτική Γερμανία το δικαίωμα να έχει τον δικό της στρατό, αλλά μόνο ως αποτρεπτικό μέσο κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Η Γερμανία εντάχθηκε πλήρως στο ΝΑΤΟ και ουσιαστικά ανέθεσε την ασφάλειά της στα αμερικανικά στρατεύματα που σταθμεύουν στη χώρα.
Το δόγμα Κολ
Οπως γράφει στους «New York Times» ο πολιτικός συντάκτης της «Die Zeit» Γιόχνεν Μπίτνερ, «μετά τον τρόμο της ναζιστικής εποχής οι Γερμανοί είχαν μια βαθιά αποστροφή στη στρατιωτική δύναμη. Η μνήμη του πολέμου συνδέεται άρρηκτα με την κατάρρευση του πολιτισμού, με εγκλήματα τόσο φρικτά και τραυματικά που θέτουν μια αιώνια ηθική κληρονομιά στους Γερμανούς: Ποτέ ξανά». Το 1993 μάλιστα ο συντηρητικός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ δήλωσε ότι «οι Γερμανοί στρατιώτες δεν πρέπει ποτέ να παρέμβουν σε έθνη στα οποία είχε σαρώσει η Βέρμαχτ».
Ο πόλεμος στα Βαλκάνια έθεσε όμως σε δοκιμασία το δόγμα Κολ και μια απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου έναν χρόνο αργότερα άνοιξε την πόρτα σε στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό, αλλά μόνο ως μέρος των αποστολών του ΝΑΤΟ, των Ηνωμένων Εθνών ή της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εκτοτε η Γερμανία έχει αναπτύξει στρατεύματα μερικές φορές, σχεδόν πάντα σε ειρηνευτικό ρόλο.
Το 1999, όμως, όταν ο τότε πράσινος υπουργός Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ υποστήριξε τη χρήση γερμανικών όπλων κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, ένα μέλος του κόμματος του πέταξε ένα μπαλόνι γεμάτο με κόκκινη μπογιά στο κεφάλι του. «Το μήνυμα ήταν σαφές» γράφει ο Μπίτνερ: «Ο πόλεμος είναι δολοφονία, και οι δικαιολογίες για πόλεμο είναι το επιχείρημα ενός δολοφόνου».
Σήμερα όμως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν διστάζει να επικαλείται διάφορες δικαιολογίες για πολεμικές επιχειρήσεις της Bundeswehr στο εξωτερικό. Μήπως κάτι έχει αλλάξει; Μήπως το Βερολίνο παίρνει θέση εν όψει του νέου παγκόσμιου ανταγωνισμού ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις – Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα;