Ο δρόμος του μεταξιού περιελάμβανε ένα δίκτυο εμπορικών, οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών και επικοινωνιακών οδών που για 1.600 χρόνια, από τον δεύτερο μετά Χριστόν αιώνα μέχρι την κατάρρευση της περσικής αυτοκρατορίας, τον 18ο αιώνα, συνέδεε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τη Μέση Ανατολή, τη νότια και την κεντρική Ασία με την Κίνα.
- Από τον Αλκιβιάδη Κ. Κεφάλα*
Εκτός των οικονομικών συναλλαγών ο δρόμος του μεταξιού συνέβαλε στη μεταφορά τεχνολογίας και επιστημονικών γνώσεων στη Δύση (χαρτί, μπαρούτι, πυξίδα, άβακας), πολιτικών και κοινωνικών θεωριών, θρησκειών και φιλοσοφικών θέσεων. Συνεπώς ο δρόμος του μεταξιού αναμφισβήτητα αποτέλεσε τον σημαντικότερο παράγοντα σχηματοποίησης της ιστορικής εξέλιξης.
Σήμερα η σύγχρονη ανακατασκευή του δρόμου του μεταξιού, γνωστή και ως «Belt and road initiative», άρχισε το 2013 από την κινεζική κυβέρνηση, με σχεδιαζόμενο χρόνο περάτωσης το 2049, ώστε 100 χρόνια μετά την ίδρυση της λαϊκής δημοκρατίας η Κίνα να καταστεί η ισχυρότερη χώρα του πλανήτη, εκτοπίζοντας τις ΗΠΑ από την πρώτη θέση στην κατάταξη της παγκόσμιας ισχύος. Ο σύγχρονος δρόμος του μεταξιού, όμως, δεν αποσκοπεί μόνο στην επένδυση των τεράστιων κινεζικών χρηματικών εμπορικών πλεονασμάτων σε 70 χώρες μέσω της αγοράς λιμανιών, αεροδρομίων, σιδηροδρομικών δικτύων, ακινήτων, τεράστιων εκτάσεων γης και κατασκευής υπερμεγεθών υποδομών.
Η Κίνα κυρίως σκοπεύει στον έλεγχο των εκπαιδευτικών ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και πανεπιστημίων της Δύσης, ώστε αφενός να αποκτήσει τεχνολογική υπεροχή έναντι της Δύσης μέσω της μεταφοράς τεχνολογίας και αφετέρου να επιτύχει πολιτιστική διείσδυση και υπεροχή μέσω της χρηματοδότησης των επιστημόνων και της διανόησης. Η κινεζική ηγεσία έχει αντιληφθεί ότι η απώλεια του ελέγχου του ακαδημαϊκού δυτικού παράγοντα θα θέσει σε κίνδυνο την επιτυχία και τη σταθερότητα του νέου δρόμου του μεταξιού και την παγκόσμια κυριαρχία της. Έτσι οι αμοιβές των διακεκριμένων ακαδημαϊκών καθηγητών μερικές φορές ξεπερνούν τα 50.000 ευρώ ανά μήνα διδασκαλίας στην Κίνα.
Ο δυτικός κόσμος, βαδίζοντας επί των ιχνών της αφέλειας του καπιταλιστικού συστήματος που «πούλησε στην Κίνα το σχοινί για να τον κρεμάσει», ανακάλυψε ότι η Δύση είναι ουσιαστικά υπεύθυνη για την πανδημία, επειδή το βιολογικό εργαστήριο της Ουχάν κατασκευάστηκε και με τη χρηματοδότηση της αμερικανικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι δυτικές χώρες σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν το εργαστήριο της Ούχαν για βιολογικά πειράματα που η δυτική βιοηθική και η δεοντολογία απαγορεύουν.
Πρόσφατα η γαλλική εβδομαδιαία εφημερίδα «Le Point» παρουσίασε μια κατάσταση που εκατομμύρια ακαδημαϊκοί σε όλον τον κόσμο γνωρίζουν. Η εφημερίδα αποκάλυψε ότι κάποιος Ιταλός καθηγητής διδάσκει σε πανεπιστήμιο μιας κινεζικής επαρχίας που έχει μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο Γάλλος καθηγητής Luc Montagnier, ο οποίος ανακάλυψε τον ιό του AIDS και τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ, διδάσκει επίσης σε πανεπιστήμιο της Κίνας, ενώ ο Βρετανός πολιτικός Nigel Farrace δήλωσε ότι 17 βρετανικά σχολεία έχουν αγοραστεί από Κινέζους εκατομμυριούχους με σκοπό να προβάλουν την κινεζική πολιτισμική υπεροχή στους μελλοντικούς ηγέτες, αρχίζοντας από την παιδική τους ηλικία.
Έτσι, λοιπόν, ετεροχρονισμένα το δυτικό πολιτικό σύστημα ανακαλύπτει ότι αφενός δεκάδες χιλιάδες διακεκριμένοι επιστήμονες μεταφέρουν το σύνολο των δυτικών τεχνολογικών και επιστημονικών γνώσεων στην Κίνα και αφετέρου ότι τα μεγαλύτερα και καλύτερα δυτικά πανεπιστήμια και εκπαιδευτικά κέντρα ελέγχονται από το κινέζικο χρήμα. Η εφημερίδα «Times» πρόσφατα αποκάλυψε ότι το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ έλαβε μια «σημαντική χρηματική δωρεά» από τη μεγαλύτερη κρατική τεχνολογική εταιρία της Κίνας (Tencent Holdings), η οποία ειδικεύεται στη μεταφορά τεχνογνωσίας.
Η εφημερίδα «Daily Mail», επίσης, αποκάλυψε ότι σχεδόν το σύνολο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Βρετανίας που πλήγηκαν οικονομικά από την πανδημία χρηματοδοτήθηκαν από το κινεζικό χρήμα. Στη Γαλλία επίσης τα τελευταία 15 χρόνια ιδρύθηκαν 18 κέντρα προώθησης του κινεζικού πολιτισμού.
Η επιρροή των Κινέζων στη Δύση είναι τόσο ισχυρή, ώστε το 2014 το πανεπιστήμιο του Στρασβούργου οργάνωσε μια σειρά πολιτιστικών γεγονότων για το Θιβέτ, κατ’ απαίτηση της κινεζικής αντιπροσωπίας στο Ευρωπαϊ-κό Κοινοβούλιο, όπου επικράτησε η θέση ότι «η Κίνα δεν εισέβαλε στο Θιβέτ το 1950, αλλά αντιθέτως εισήλθε ειρηνικά σε αυτή τη χώρα επειδή το ζήτησε το σύνολο των κατοίκων της».
Η κατάσταση της κινεζικής διείσδυσης και προβολής στα δυτικά ακαδημαϊκά κέντρα είναι σήμερα μη αναστρέψιμη, κατάσταση που ανάγκασε τον νυν διευθυντή της CIA William Burns να δηλώσει «πως αν ήταν στο χέρι του, θα έκλεινε όλα τα ακαδημαϊκά κινεζικά κέντρα επιρροής στη Δύση».
Ο βαθμός της κινεζικής διείσδυσης στις δυτικές χώρες είναι τόσο πολυπλόκαμος, ώστε δεν είναι υπερβολικό το λεχθέν Αμερικανού αξιωματούχου, ότι το 2015, όταν η κυβέρνηση Τσίπρα παραχωρούσε το λιμάνι του Πειραιά στους Κινέζους, «η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα δεν αντέδρασε επειδή ήταν διαρκώς μεθυσμένη με ούζο».
*Διδάκτωρ Φυσικής του πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών