«Guarda mamma, gua-rda qua» (Κοίτα μαμά, κοίτα εδώ), φώναζε περιχαρής ο Ιταλός ποδοσφαιριστής Αλεσάντρο Φλορέντσι πανηγυρίζοντας τη θριαμβευτική επικράτηση της Ιταλίας επί της Αγγλίας στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, στο κατάμεστο Γουέμπλεϊ. Μια εθνική Ιταλίας που κέρδισε χωρίς να διαθέτει σούπερ σταρ, αλλά παίκτες που αγωνίζονταν για το σύνολο, με αλληλοκάλυψη, με μια αρμονική συμφωνία βετεράνων και νέων, αλλά και με έναν τερματοφύλακα εγγύηση.
- Από τον Μιχάλη Ψύλο
«Ημασταν ισχυρότεροι από τις επιθυμίες της βασίλισσας Ελισάβετ, την ενθάρρυνση του Μπόρις Τζόνσον και την ένθερμη υποστήριξη στην αγγλική ομάδα του διάσημου ηθοποιού Τομ Κρουζ, που ήταν στις κερκίδες του Γουέμπλεϊ» γράφει η ιταλική «Gazzeta dello Sport».
«Αυτή τη φορά η αδύνατη αποστολή πραγματοποιήθηκε με Ιταλούς πρωταγωνιστές. Ευρωπαίους από την αρχή μέχρι το τέλος, που έχουν ζήσει πολλές ζωές: Της συντριπτικής δύναμης κάποτε, των πολλών βασάνων και της ταλαιπωρίας αργότερα, αλλά στο τέλος της ωριμότητας, που μας έφερε το κύπελλο στη Ρώμη.
Οχι για να εμπλουτίσουμε την αίθουσα με τα τρόπαια, αλλά να κάνουμε ως έθνος ένα νέο ξεκίνημα, με τους ανθρώπους να ανακαλύπτουν ξανά την ευτυχία, να αγκαλιάζονται και πάλι. Ηταν μια αθλητική, αλλά και οικονομική και κοινωνική νίκη» γράφει η ιταλική εφημερίδα.
Αλλωστε, το ποδόσφαιρο δέχεται σαφώς πολιτική εκμετάλλευση. Εάν η Αγγλία κέρδιζε στον τελικό, είναι σίγουρο ότι οι υπέρμαχοι του Brexit θα το αξιοποιούσαν για να ενισχύσουν το εθνικιστικό τους αφήγημα. Ενώ τώρα που ηττήθηκε από την Ιταλία, γίνεται ήδη λόγος από κάποιους για τη συνεχιζόμενη παρακμή του έθνους.
Παράδειγμα για τους πολιτικούς
Αναμφίβολα, ουδείς γίνεται πρωταθλητής τυχαία. Οχι χωρίς τεχνική βάση και ηθική δύναμη. «Η εθνική ομάδα μας υπενθύμισε ότι το να είσαι Ιταλός δεν είναι τόσο κακό», γράφει η «Corriere della Sera». «Για τους ανθρώπους που δεν έχουν διαβάσει ποτέ Μπαλζάκ και Φλομπέρ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Ντίκενς και Τόλκιν το ποδόσφαιρο είναι ένα αληθινό, δημοφιλές μυθιστόρημα. Και όπως κάθε μυθιστόρημα σηματοδοτεί μια ιστορική στιγμή» σημειώνει εύστοχα η «Corriere».
Τα συναισθήματα που προκαλούν στους θεατές ενός αγώνα και κάποιες περίτεχνες ενέργειες των ποδοσφαιριστών, μπορεί να συγκριθούν άλλωστε με τον θαυμασμό που επιφέρει ένας πίνακας ζωγραφικής, μια μουσική ή μια θεατρική παράσταση. Αναμφίβολα, η ομορφιά του ποδοσφαίρου δεν έχει την κοινωνική δύναμη ενός έργου τέχνης, ούτε θα λύσει τα προβλήματα που δημιουργεί ο καπιταλισμός. Αλλά, με δεδομένο ότι ο καπιταλισμός μάς προσφέρει ελάχιστες ευκαιρίες για να νιώθουμε καλά, πρέπει να αξιοποιούμε κάθε δυνατότητα για να διασκεδάσουμε όταν μπορούμε. Ακόμη και βλέποντας έναν αγώνα… Το ποδόσφαιρο μπορεί επίσης να διδάξει πολλά για τη ζωή και την πολιτική. «Η Εθνική ομάδα καταλήγει πάντα να μοιάζει με το έθνος που εκπροσωπεί».
«Guarda i politici, guarda questo Gruppo» (Κοιτάχτε πολιτικοί, δείτε αυτή την ομάδα) και αντλήστε μαθήματα, τώρα που τα φώτα στο Γουέμπλεϊ έσβησαν και επιστρέφουμε όλοι στην αβάσταχτη καθημερινότητα. Τουλάχιστον μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο σε δύο εβδομάδες. Με τους Ιάπωνες να μην ακολουθούν βέβαια το παράδειγμα του κατάμεστου Γουέμπλεϊ, αλλά να ετοιμάζονται για μια Ολυμπιάδα με άδεια στάδια, ένεκα πανδημίας.
60.000 θεατές
Ποιος έχει δίκιο; Η UEFA που επέτρεψε σε περισσότερους από 60.000 ανθρώπους να παρακολουθήσουν τον ευρωπαϊκό τελικό στο Λονδίνο; Η οι Ιάπωνες που εν μέσω ενός κύματος της μετάλλαξης Δέλτα, προτίμησαν να κάνουν αγώνες χωρίς θεατές; Οι επιδημιολόγοι εκφράζουν έντονες ανησυχίες ότι μετά το παιχνίδι Αγγλίας – Ιταλίας η εξαιρετικά μεταδοτική μετάλλαξη Δέλτα θα μπορούσε να εξαπλωθεί όχι μόνο στην Αγγλία, αλλά και σε άλλες χώρες, καθώς τα μέτρα προστασίας ήταν ελλειπή.
Οπως και στην Ιταλία, άλλωστε, όπου εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι παρακολούθησαν χωρίς μέτρα προστασίας τον αγώνα από γιγαντοοθόνες που είχαν στηθεί για την περίσταση σε πολλές πόλεις. «Η μετάλλαξη Δέλτα είναι δύσκολο να αναχαιτιστεί σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, επειδή μεταδίδεται πολύ εύκολα», προειδοποίησε ο Αντουάν Φλαχό, επικεφαλής του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Και το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ίσως να μη φάνηκε «πολύ χρήσιμο» σε αυτή την περίσταση.
Ηταν όμως πολύ πλούσιο σε εμπειρίες και διδάγματα. Σε μια περίοδο που ο φόβος από την πανδημία μάς έχει κυριεύσει όλους και απειλεί να παραλύσει κάθε κοινωνική αντίδραση.
«Οπιο του λαού;»
Μα καλά! Μήπως ξεχνάμε ότι το ποδόσφαιρο είναι το όπιο του λαού, όπως λένε κάποιοι στην Αριστερά; Βλέποντας μόνο την αρνητική επιρροή που ασκεί στις λαϊκές μάζες και κάνει μια μεγάλη μερίδα κόσμου να εστιάζει τη ζωή του μόνο στα γήπεδα; Ακόμη και ο μεγάλος Νόαμ Τσόμσκι έχει πει ότι το ποδόσφαιρο εξυπηρετεί τα συμφέροντα του καπιταλισμού, εν μέρει καθησυχάζοντας και πειθαρχώντας την εργατική τάξη. Οταν μιλάμε για το σύγχρονο ποδόσφαιρο, υπεισέρχονται αναμφίβολα οι πολυεθνικές του αθλητισμού, συμβόλαια πολλών εκατομμυρίων ευρώ, μια τεράστια επιχείρηση δηλαδή…
«Ο αθλητισμός είναι αντιφατικός, ούτε εγγενώς καλός, ούτε κακός. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια πιο σοβαρή συζήτηση για το θέμα», λέει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ντέιβ Ζίριν, αρχισυντάκτης στο αθλητικό τμήμα του περιοδικού «Nation» και συγγραφέας 10 βιβλίων για την πολιτική και τον αθλητισμό.
Στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Game over: how politics has turned the sports world upside down», ο Ζίριν τονίζει ότι «ο αθλητισμός έχει γίνει παγκόσμια οντότητα τρισεκατομμυρίων δολαρίων, με τις εταιρίες να προβάλλουν αθλητές, που είναι όσο το δυνατόν πιο ήπιοι και απολιτικοί, ώστε να μην προσβάλλουν κανέναν στο κοινό… Μια πολιτική δήλωση ενός αθλητή μπορεί να αποδειχτεί πολύ επικίνδυνη για τον ίδιο. Είτε για τη διατήρηση της δουλειάς του είτε για τη διατήρηση των χορηγών του. «Διατρέχει ο αθλητής τον κίνδυνο να χάσει τα πάντα», λέει ο Ζίριν.
Ο Γάλλος ακαδημαϊκός Μαρκ Περλεμόν -συγγραφέας του βιβλίου «Ποδόσφαιρο, μια συναισθηματική πανούκλα», λέει ότι μισεί το άθλημα για τον ίδιο λόγο που δεν άρεσε η θρησκεία στον Καρλ Μαρξ. Ωστόσο, ο Μαρξ κατανόησε γιατί οι άνθρωποι αναζητούν καταφύγια, ζώντας σε έναν άκαρδο κόσμο. Για πολλούς ανθρώπους οι ώρες που αφιερώνουν, όχι μόνο βλέποντας, αλλά και κλοτσώντας μια μπάλα στον ελεύθερο χρόνο τους, προσφέρουν καλύτερες αναμνήσεις αλλά και μία καλύτερη ποιότητα ζωής από εκείνους, για παράδειγμα, που περνούν τον χρόνο τους παρακολουθώντας σαπουνόπερες στην τηλεόραση.