«Futura» (Μέλλον) είναι ο τίτλος ενός εξαιρετικού ντοκιμαντέρ, που παρουσίασαν στο Φεστιβάλ των Κανών τρεις σπουδαίοι Ιταλοί σκηνοθέτες: Ο Πιέτρο Μαρτσέλο, ο Φραντσέσκο Μούνζι και η Αλίτσε Ρορβάχερ.
- Από τον Μιχάλη Ψύλο
Το ντοκιμαντέρ εξετάζει τη ζωή των νέων παιδιών. Των κοριτσιών και των αγοριών ηλικίας 18-25 ετών, που η πανδημία τα βρήκε την ώρα που προσπαθούν να ανοίξουν τα φτερά τους. Των παιδιών που κάποιοι πιστεύουν ότι μπορούν να «δωροδοκήσουν» με 150 ευρώ για να αποκτήσουν την «ελευθερία» τους με μια «προπληρωμένη κάρτα»!
Δεκάδες νέοι και νέες από όλα τα κοινωνικά στρώματα μιλούν στους τρεις σκηνοθέτες του «Futura»: Για το πώς ζουν στην εποχή της πανδημίας, τι ελπίζουν και πώς φαντάζονται τον εαυτό τους στο μέλλον. Οι τρεις σκηνοθέτες, όλοι τους γονείς εφήβων, σκέφτηκαν αυτό το ντοκιμαντέρ έχοντας στο μυαλό τους μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα: «Να ζωγραφίσουν μια τοιχογραφία των σημερινών νέων και να την παραδώσουν στα αρχεία, στην Ιστορία, για να θυμόμαστε τη ζωή τους όταν έρθει η ώρα» όπως αναφέρεται στο ντοκιμαντέρ.
«Οι νέοι περιγράφουν την εικόνα ενός κόσμου που πρόκειται να τελειώσει» λέει η Αλίτσε Ροχβάχερ. «Είμαστε αντιμέτωποι με το σκοτάδι, θέλουμε το φως» λένε οι περισσότεροι «πρωταγωνιστές», τονίζει η Ιταλίδα σκηνοθέτις. «Αυτό το έργο που έχουμε κάνει, από τη μία πλευρά, με ενθουσιάζει, από την άλλη, με κάνει να κλαίω» ομολογεί ο Πιέτρο Μαρτσέλο.
«Υπάρχει μια διάχυτη ανησυχία. Ακούγεται παράδοξο, αλλά πλέον για ένα μέλλον που έχει… ληστευτεί». «Όχι τόσο ο φόβος όσο η αγωνία είναι το συναίσθημα που κυριαρχεί στα πρόσωπα των νέων παιδιών» λέει ο Φραντσέσκο Μούνζι. «Δεν ξέρουν καλά καλά πώς θα καταλήξουν. Ζουν σε μια περίπλοκη εποχή που είναι δύσκολο να κατανοήσουν και η πανδημία τα έχει καταστήσει ακόμη πιο εύθραυστα. Δεν μπορούν καν να φανταστούν τι θα βιώσουν, αν θα μπορέσουν να φτιάξουν κάτι, σαν να επίκειται το τέλος του κόσμου. Μια έννοια που δεν είναι καινούργια για πολλούς νέους ανθρώπους, αλλά σήμερα με την πανδημία φαίνεται να βρίσκει περισσότερη επιστημονική εξήγηση» συνεχίζει ο Μούνζι.
Μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη Γερμανία με τη συμμετοχή 1.500 νέων παιδιών, ηλικίας 16-25 ετών, έδειξε ότι το κυρίαρχο συναίσθημα είναι η απογοήτευση, γράφει η Tagesschau. «Το 84% των νέων κάτω των 26 ετών είπαν πως αισθάνονται εγκαταλειμμένοι από την κυβέρνηση, γιατί αγνοεί τα συμφέροντά τους. Το 70% φοβούνται πολύ όταν σκέφτονται τη ζωή τους σε 50 χρόνια».
Το επικίνδυνο είναι ότι η πανδημία έχει αυξήσει τη δυσαρέσκεια των νέων προς πάσα κατεύθυνση. «Η απογοήτευση με την πολιτική, εν γένει, έχει αυξηθεί επικίνδυνα στην εποχή του κορονοϊού. Και αυτό μπορεί να είναι επικίνδυνο για την ίδια τη δημοκρατία. Περισσότεροι από τους μισούς νεαρούς ενήλικες στη Γερμανία, σχεδόν το 55%, δεν βλέπουν τον εαυτό τους να εκπροσωπείται από κανένα κόμμα» γράφει η γερμανική εφημερίδα.
«Αυτή η γενιά βλέπει, ήδη, τον εαυτό της παραμελημένο από την πολιτική. Οι ανάγκες των νέων ανθρώπων και αυτό το συναίσθημα έχει εξαπλωθεί. Ενα συναίσθημα που συνοδεύεται από μια ευρεία αίσθηση μοναξιάς… ο θυμός, στρέφεται εναντίον των πολιτικών επειδή παραμελούν τα συμφέροντα και τις ανάγκες των νέων. Οι πολιτικοί έχουν χάσει την αξιοπιστία τους μεταξύ της νέας γενιάς.
Πολλοί νέοι θεωρούν πως οι ανάγκες τους βρέθηκαν στο κάτω… ράφι των κυβερνήσεων, που πιστεύουν ότι με τον αυξανόμενο αριθμό των εμβολιασμών θα μπορούσαν απλά να ξεπεράσουν το ζήτημα. Αλλά αν τα κρούσματα αυξηθούν ξανά λόγω της μετάλλαξης Δέλτα, τότε οι νέοι που δεν έχουν εμβολιαστεί θα πέσουν ξανά στην ίδια τρύπα μοναξιάς και απομόνωσης με πριν» λέει στην Tagesschau ο ερευνητής σε θέματα νεολαίας Σάιμον Σνέτζερ. «Και αν οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτα άλλο από το να επιβάλουν νέα περιοριστικά μέτρα στους νέους που είναι πεινασμένοι για ελευθερία, τότε θα χάσουν την υπομονή τους και σε κάποιο σημείο θα υπάρξει έκρηξη. Η πίεση στο “καζάνι” αυξάνεται.
Η νέα γενιά θα εξεγερθεί, αργά ή γρήγορα. Το μόνο πράγμα που λείπει είναι μια σπίθα που θα ανάψει το φιτίλι. Αν οι κυβερνήσεις δεν ξεκινήσουν, έστω και τώρα, διάλογο με τους νέους και συνεχίσουν να καταφεύγουν στην… αστυνομία, η σπίθα θα μπορούσε σύντομα να ανάψει!»
«Η δυσαρέσκεια των νέων στην πανδημία αυξάνεται, γιατί πολλοί θεωρούν ότι έχει χαθεί η καλύτερη περίοδος της ζωής τους» εξηγεί ο Γερμανός ερευνητής, στην εφημερίδα Tagesschau. «Βλέπουμε χιλιάδες νέους να συνωστίζονται στα πάρκα και σε πλατείες για να γιορτάσουν, συχνά χωρίς να συμμορφώνονται με τους κανόνες προστασίας από τον κορονοϊό, διότι οι νέοι στερήθηκαν μέχρι τώρα όλα τα μέρη στα οποία, σε μια διαφορετική περίσταση, θα συναντούσαν τους φίλους τους. Οι μεγάλοι δυσανασχετούν για αυτό. Αλλά πρέπει να αναρωτηθούν: Πώς θα αντιδρούσαν οι ίδιοι αν είχαν τεθεί σε περιορισμό για περισσότερο από ένα χρόνο στην ηλικία των 16 ή 18 ετών; Οι περισσότεροι από αυτούς θα είχαν πάει στα… οδοφράγματα. Και αυτό ακριβώς κάνουν οι νέοι αυτή τη στιγμή -αν και με πολύ ευγενικό τρόπο- και οι ηλικιωμένοι εκπλήσσονται επειδή δεν μπορούν πλέον να μπουν στα παπούτσια των νέων ανθρώπων».
Η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ Σεσίλ φαν ντε Βέλντε προειδοποιεί, μάλιστα, ότι αυτό που διακυβεύεται δεν είναι τόσο μια σύγκρουση μεταξύ των γενεών, αλλά μεταξύ ενός τμήματος της νεολαίας και των δημόσιων αρχών. «Φυσικά, όλοι έχουν πληγεί από την κρίση που προκαλείται από την πανδημία, αλλά στην περίπτωση των νέων τα πράγματα είναι διαφορετικά» λέει η Καναδή κοινωνιολόγος και συμπληρώνει ότι «το σοκ αβεβαιότητας και μοναξιάς τους χτυπάει την ώρα που ενηλικιώνονται. Η πανδημία αυξάνει έντονα τις κοινωνικές ανισότητες στις νέες γενιές… Η έκταση του τραύματος θα εξαρτηθεί από τις οικονομικές εξελίξεις και τις πολιτικές επιλογές τα επόμενα χρόνια». Ο Ούγγρος κοινωνιολόγος Καρλ Μανχάιμ (1893-1947) και ιδρυτής της λεγόμενης Κοινωνιολογίας της Γνώσης στο βιβλίο του «Ιδεολογία και Ουτοπία» έγραφε χαρακτηριστικά ότι «οι περίοδοι κοινωνικής αποσταθεροποίησης μπορούν να δημιουργήσουν μια κοινή “συνείδηση γενιάς” για όσους εισέρχονται στη φάση της ενηλικίωσης». «Και η πανδημία εντείνει, ήδη, την κοινωνική αποσταθεροποίηση… αυτή η σπίθα τείνει να στραφεί περισσότερο ενάντια στο “σύστημα”, είτε εκπαιδευτικό είτε κοινωνικό ή πολιτικό, από ό,τι ενάντια στις παλιότερες γενιές» λέει η Σεσίλ φαν ντε Βέλντε.