Η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες ολοκληρώνουν τις διαπραγματεύσεις για την πολυετή (αντί ετήσιας) ανανέωση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) με κύριο συμπέρασμα ότι η Ουάσινγκτον εξασφαλίζει όλα τα αιτήματά της, ενώ η Αθήνα αποσπά ελάχιστο μόνον μέρος των ανταλλαγμάτων που ήλπιζε.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Οι διαπραγματευτικές ομάδες, που έχουν ως επικεφαλής αφενός τον διπλωματικό σύμβουλο του υπουργού Εθνικής Αμυνας, πρέσβη ε.τ. Ελ. Αγγελόπουλο, και τον έμπειρο γ.γ. του υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβη Θεμ. Δεμίρη, και αφετέρου τον (προερχόμενο από απαιτητικές θέσεις) Νο 2 της αμερικανικής πρεσβείας Ντ. Μπέργκερ, είχαν ακόμα μια ανταλλαγή απόψεων την περασμένη εβδομάδα.
Η συζήτηση αφορούσε, κυρίως, νομικά και διαδικαστικά θέματα και δεν συνέβαλε στην επίλυση των μειζόνων εκκρεμών θεμάτων. Συγκεκριμένα:
• Πρώτον, η Αθήνα δεν πέτυχε να εντάξει στα τροποποιητικά κείμενα της MDCA κρυστάλλινες διατυπώσεις για την κατοχύρωση βασικών δικαιωμάτων της και την ανάληψη κοινών ελληνοαμερικανικών πρωτοβουλιών προάσπισής τους.
• Δεύτερον, αν και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντ. Μπλίνκεν θα συντάξει επιστολή προς τον Κυρ. Μητσοτάκη ή τον Ν. Δένδια, οι διατυπώσεις αναμένονται κατώτερες των προσδοκιών της κυβέρνησης. Ο (αυτονόητος) διαπραγματευτικός πήχης βρισκόταν στο υψηλό επίπεδο της επιστολής του προέδρου Τζ. Μπους προς τον Κων. Καραμανλή τον Μάιο του 1992 ή της αλληλογραφίας των υπ. Εξωτερικών Χένρι Κίσιντζερ και Δημ. Μπίτσιου του Απριλίου 1976. Αντί αυτών, η επιστολή Μπλίνκεν λέγεται ότι δεν θα φτάνει ούτε καν το άχρωμο κείμενο που έλαβε ο κ. Μητσοτάκης τον Οκτώβριο του 2019 από τον τότε υπ. Εξωτερικών Μ. Πομπέο.
• Τρίτον, δεν είναι ορατή η ένταξη νησιών του Αιγαίου, των εκεί κρίσιμων βάσεων και θαλάσσιων πεδίων βολής στη λίστα των περιοχών διευκολύνσεων προς τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ. Η αρχική αμερικανική λίστα των 22 τοποθεσιών και βάσεων, που απαντήθηκε με ελληνική λίστα ισάριθμων αιτημάτων, συρρικνώθηκε σε τρεις περιοχές κοινού ενδιαφέροντος που, ενδεχομένως, να αυξηθούν σε τέσσερις.
• Τέταρτον, αντίθετα με την πρακτική της MDCA του Ιουλίου 1990 (επιστολές Σαμαρά – Sotirhos), δεν θα υπάρχουν αναφορές σε συγκεκριμένη οικονομική βοήθεια και παροχή εξοπλιστικού υλικού από τα FMS ή άλλα χρηματοδοτικά προγράμματα.
Με αυτά τα δεδομένα επιβεβαιώνεται, άλλη μία φορά, η αδυναμία του Μεγάρου Μαξίμου να μεταφράσει σε χειροπιαστό όφελος, που είναι θεμιτό μεταξύ συμμάχων, το άριστο επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Η διμερής συνεργασία χαρακτηρίζεται -και είναι- άψογη και, ταυτόχρονα, υπάρχει συντριπτική διακομματικά πλειοψηφία υπέρ της MDCA στη Βουλή, η οποία θα την κυρώσει. Ωστόσο η κυβέρνηση Μητσοτάκη αδυνατεί να εξασφαλίσει «το κάτι παραπάνω» ή και τα στοιχειωδώς αναμενόμενα. Παραμένει αναπάντητο το ερώτημα αν ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να διαπραγματευτεί πιο μαχητικά ή δεν θέλει να διακινδυνεύσει, φοβούμενος ότι τα αιτήματα θα παρεξηγηθούν σαν διατάραξη του διμερούς κλίματος.
Συγγενές είναι το ερώτημα μήπως το Μαξίμου, όπως σε πλείστα θέματα, αρκεστεί στην επικοινωνιακή εικόνα της πανηγυρικής υπογραφής της MDCA (χωρίς η κοινή γνώμη να διαφωτιστεί για τις επιμέρους λεπτομέρειες), του νέου γύρου στρατηγικού διαλόγου Ελλάδας – ΗΠΑ και της επίσκεψης του πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον ίσως στα τέλη του έτους. Η αποτυχία της κυβέρνησης (και όχι των υπηρεσιακών στελεχών της διαπραγματευτικής ομάδας) ακολουθεί το μέγα φιάσκο της -δήθεν βέβαιης- χρηματοδοτικής βοήθειας από τον αμερικανικό φορέα DFC για τα Ναυπηγεία Ελευσίνας και το πρόγραμμα νέων φρεγατών. Το «παραμύθι» άρχισε επί ΣΥΡΙΖΑ και κορυφώθηκε επί Ν.Δ.!
Όποιος όμως είχε αναγνώσει την αίτηση υπαγωγής της Ελευσίνας στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα το 2011, τη συμφωνία με τους πιστωτές το 2012 και είχε έκτοτε παρακολουθήσει τις καθυστερήσεις στη ναυπήγηση ταχέων σκαφών του Πολεμικού Ναυτικού γνώριζε ότι τα χρέη και τα άλλα προβλήματα ήταν μεγάλα. Επίσης, για όποιον γνωρίζει στοιχειωδώς τις διαδικασίες του Αμερικανικού Δημοσίου (όπως οφείλουν ο πρωθυπουργός, οι συνεργάτες του και βασικοί υπουργοί), ήταν οφθαλμοφανές ότι δεν θα υπήρχε αξιωματούχος του DFC, επί διοίκησης Τραμπ ή Μπάιντεν, που να έβαζε υπογραφή εκταμίευσης εκατοντάδων εκατομμυρίων για να πέσουν σε μία χοάνη.
Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν αν η κυβέρνηση μπορεί να κάνει βήματα περαιτέρω προόδου στις αμυντικές και οικονομικές σχέσεις με τις ΗΠΑ μέσω της φημολογούμενης εμπλοκής της Lockheed Martin στην ΕΑΒ ή μέσω χρηματοδότησης (και πάλι δύσκολη) του DFC προς άλλες υποδομές, όπως τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και τα λιμάνια Καβάλας και Αλεξανδρούπολης.
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη