Η κυβέρνηση θα αναζητήσει τους επόμενους μήνες τις κατάλληλες ισορροπίες με τον νέο καγκελάριο της Γερμανίας (που θα αναδειχθεί μετά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου), καθώς και με τον Γάλλο ηγέτη Εμ. Μακρόν που θα ασκεί την προεδρία της Ε.Ε. το πρώτο εξάμηνο του 2022 και αντιμετωπίζει την πρόκληση της επανεκλογής του τον Απρίλιο.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Η Ελλάδα και η Γαλλία συμφωνούν στις περισσότερες πτυχές των ευρωτουρκικών σχέσεων, του Κυπριακού και των θεμάτων της Μεσογείου. Η προσωπική σχέση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με τον κ. Μακρόν είναι ικανοποιητική, αλλά το Παρίσι διατηρεί αμφιβολίες για ορισμένες επιλογές της Αθήνας. Οι επιφυλάξεις γεννήθηκαν από την απόφαση του κ. Μητσοτάκη, το καλοκαίρι του 2020, να «παγώσει» τις συζητήσεις υπογραφής αμυντικής συμφωνίας και να μην ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις για απευθείας προμήθεια φρεγατών Belharra.
Η -κατά την επίσημη ορολογία- «Συμφωνία Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης σε θέματα Αμυνας και Ασφάλειας» θα διευρύνει και εξειδικεύει την ανάλογη Κοινή Διακήρυξη που είχαν υπογράψει, τον Ιούνιο του 2008, ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής και ο πρόεδρος Ν. Σαρκοζί.
Κύριο χαρακτηριστικό της περσινής διαπραγμάτευσης ήταν ότι επισπεύδουσα πλευρά ήταν η γαλλική με προθυμία υιοθέτησης ρήτρας αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής. Αν και δεν υπήρχε ευθεία διασύνδεση υπογραφής της συμφωνίας και προμήθειας των φρεγατών, τμήματα των δύο θεμάτων αλληλοκαλύπτονταν κατά τις διαβουλεύσεις πολιτικών, διπλωματών και στρατιωτικών των δύο χωρών. Άλλωστε το σχέδιο συμφωνίας περιλάμβανε ειδικό κεφάλαιο για τον τομέα των εξοπλισμών και της αμυντικής βιομηχανίας.
Το πρώτο περίεργο στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης απαξίωσε, σε δηλώσεις του στη ΔΕΘ του Σεπτεμβρίου 2020, τη ρήτρα συνδρομής, κρίνοντας ότι, ούτως ή άλλως, ισχύει το σχετικό άρθρο 42(7) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το δεύτερο περίεργο στοιχείο εντοπίζεται στο ότι, ενώ ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε επείγοντα διεθνή διαγωνισμό αγοράς νέων φρεγατών, οι διαδικασίες έχουν βαλτώσει.
Αντιθέτως, το Μαξίμου και το υπουργείο Εθνικής Αμυνας κινήθηκαν με πρωτόγνωρες ταχύτητες στο (απαραίτητο βέβαια) πρόγραμμα κάλυψης των αναγκών της Πολεμικής Αεροπορίας εξαιτίας της χαμηλής διαθεσιμότητας των παλαιότερων «Μιράζ 2000». Λόγω βιασύνης ξεχάστηκε μάλιστα, σε πρώτη φάση, η υποβολή της -συνταγματικά απαραίτητης- έκθεσης του Γενικού Λογιστηρίου.
Τελικά, υπεγράφησαν όχι μία, αλλά τρεις συμβάσεις (δύο για τα αεροσκάφη και την υλικοτεχνική υποστήριξη με τη Dassault και μία για τα όπλα με την MBDA) συνολικής αξίας 2,49 δισ. ευρώ. Το τρίτο περίεργο στοιχείο αφορά το ξαφνικό ενδεχόμενο προμήθειας «VIP» κυβερνητικού αεροσκάφους μέσω της σύμβασης της Dassault. Η χώρα, ασφαλώς, χρειάζεται νέα κυβερνητικά αεροσκάφη (το Gulfstream πάλιωσε και τα δύο Embraer ήταν εξαρχής προβληματικά), αλλά ξενίζει η ανεπίσημη διευκρίνιση του Μεγάρου Μαξίμου ότι το κόστος θα καλυφθεί μέσω αντισταθμιστικών ωφελειών. Γιατί τα αντισταθμιστικά έχουν καταργηθεί βάσει ευρωπαϊκής Οδηγίας του 2009 και ελληνικού νόμου του 2011.
Σε κάθε περίπτωση, το σημαντικό στοιχείο των τρεχουσών επαφών με το Παρίσι είναι ότι οι διαπραγματεύσεις για τη ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής θα επαναληφθούν σύντομα με επισπεύδουσα, αυτή τη φορά, την ελληνική πλευρά. Η δε γαλλική φέρεται αποφασισμένη, σε αντίθεση με τις περσινές έμμεσες αναφορές, να συνδέσει άμεσα τη ρήτρα συνδρομής με το πρόγραμμα φρεγατών.
Παράλληλα, όσον αφορά τη Γερμανία, η κυβέρνηση δεν έχει πλέον ψευδαισθήσεις ως προς τη δυνατότητα ακύρωσης (ή καθυστέρησης) της παράδοσης υποβρυχίων U-214 στην Τουρκία που θα επιδεινώσουν την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο.
Οι προ μηνών προσπάθειες για την επιβολή εμπάργκο έπεσαν στο κενό. Μεταξύ αυτών, η υπερ-προβεβλημένη παρέμβαση του κ. Μητσοτάκη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου 2020 για μία «πρωτοβουλία ευρωπαϊκή ή σε επίπεδο κρατών-μελών που να μην επιτρέπουν πια την πώληση όπλων στην Τουρκία». Η άρνηση του Βερολίνου οφείλεται σε στρατηγικούς λόγους (στήριξη στην Αγκυρα) και οικονομικούς (κατάπτωση γερμανικών κρατικών εγγυήσεων 5,4 δισ. ευρώ σε περίπτωση ακύρωσης).
Το μεγάλο ερωτηματικό είναι αν η επικείμενη αποχώρηση από την Καγκελαρία της κυρίας Ανγκελα Μέρκελ, η οποία συνεργάζεται στενά με τον πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν επί 16 ολόκληρα χρόνια, θα οδηγήσει σε διαφοροποίηση της γερμανικής πολιτικής έναντι της Αγκυρας.
Η καγκελάριος επέμενε πάντα ότι υπεράνω όλων βρίσκεται η συνέχιση του διαλόγου με την Τουρκία. Βέβαια, η απάντηση για την πιθανή αλλαγή πολιτικής θα αργήσει, αφού ίσως απαιτηθούν δύο ή τρεις μήνες μετεκλογικά για την εκπόνηση του προγράμματος του νέου κυβερνητικού συνασπισμού.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη