Δεν πρόκειται να δεχτούμε Αφγανούς πρόσφυγες» διαμηνύει ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε τηλεφωνική επικοινωνία με την καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ. Την ίδια ώρα στην Ελλάδα η κυβέρνηση «δοκιμάζει» πόσο γερό είναι το τείχος στον Εβρο.
- Από τον Μιχάλη Ψύλο
Σε πρώτη ανάγνωση, η αφγανική κρίση αναμφίβολα είναι σοβαρή, φαίνεται όμως να αποτελεί μάννα εξ ουρανού για τις κυβερνώσες δυνάμεις στην Τουρκία και την Ελλάδα: Και στις δύο χώρες οι κυβερνήσεις έχουν πληγεί σοβαρά από τις απανωτές αποτυχίες στη διαχείριση της πανδημίας και, τώρα, στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Το αναμφισβήτητο αυτό γεγονός οδηγεί τόσο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν σε μια ύστατη προσπάθεια αλλαγής της ατζέντας. Μήπως και ανακτηθεί το χαμένο έδαφος και στις κυλιόμενες δημοσκοπήσεις, που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές και στις δύο χώρες.
Στην Τουρκία, για παράδειγμα, η δημοτικότητα του Ερντογάν υποχωρεί όλο και περισσότερο, λόγω και της άσχημης πορείας της οικονομίας, με αποτέλεσμα να σκληραίνει τη στάση του στο Προσφυγικό, μήπως και εξασφαλίσει την υποστήριξη των υπερεθνικιστικών και παντουρανικών κύκλων. Όπως γράφει ο γνωστός δημοσιογράφος Μουράτ Γετκίν στην ιστοσελίδα Yetkinreport, «οι εξελίξεις δείχνουν ότι ο Ερντογάν προετοιμάζεται για μια σειρά νέων ελιγμών, κάνοντας στροφή 180 μοιρών για να ξεπεράσει τις διαδοχικές του αποτυχίες, μήπως και διευρύνει την απήχηση του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ, καθώς πλησιάζει η ώρα των εκλογών».
Στην Ελλάδα, επίσης, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να έχει επενδύσει όλες τις ελπίδες σε έναν εντυπωσιακό δομικό ανασχηματισμό, τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου, για να δώσει την εντύπωση της επανεκκίνησης μετά τις απανωτές αποτυχίες, σχεδόν σε όλα τα μέτωπα.
Πιέσεις
Στην Τουρκία ο Ερντογάν θα θελήσει να εκμεταλλευτεί σε πρώτη φάση πολύ το Προσφυγικό, όπως φάνηκε στο υπουργικό συμβούλιο στις 20 Αυγούστου, όπου τόνισε ότι «η Τουρκία δεν έχει καθήκον, ευθύνη ή υποχρέωση να είναι η αποθήκη προσφύγων της Ευρώπης». Ο Ερντογάν πιέζεται, άλλωστε, στην κατεύθυνση αυτή από τον μόνο σύμμαχο που του έχει απομείνει, τον ακροδεξιό Ντεβλέτ Μπαχτσελί, που ζητάει, αν είναι δυνατόν, την εκδίωξη όλων των προσφύγων.
Ο Ερντογάν ψάχνει, άλλωστε, κι άλλους τρόπους για να ξανακερδίσει και τους ψηφοφόρους που έχουν αποστασιοποιηθεί από το κόμμα του, αλλά ακόμη δεν έχουν πειστεί από κάποια άλλη πολιτική δύναμη της αντιπολίτευσης. Τα τελευταία 10 χρόνια έχει χάσει πάνω από το 20% των ψηφοφόρων του, από το 50% που είχε λάβει στις εκλογές του 2011. Εξηγεί ο Μουράτ Γετκίν:
Πρώτον, μία από τις πηγές αυτής της απώλειας ήταν ο «χωρισμός» από τον ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, μετά το πραξικόπημα το 2016.
Δεύτερον, το κόμμα του Ερντογάν έσπασε τους δεσμούς με συντηρητικούς και φιλελεύθερους διανοουμένους. Μια διαδικασία που άρχισε με τον αποκλεισμό του πρώην προέδρου Αμπντουλάχ Γκιουλ, το 2014, και συνεχίστηκε με την προσχώρηση στην αντιπολίτευση του πρώην πρωθυπουργού Αχμέτ Νταβούτογλου, που ίδρυσε το Κόμμα του Μέλλοντος, και του Αλί Μπαμπατσάν, πρώην αντιπροέδρου της κυβέρνησης, που ίδρυσε το κόμμα DEVA.
Τρίτον, λόγω της αποδυνάμωσης της εκλογικής του βάσης, ο Ερντογάν αναγκάστηκε να συνεργαστεί με το ακροδεξιό κόμμα του Μπαχτσελί, αλλά για τον λόγο αυτό έχασε τη μεγάλη μερίδα των συντηρητικών Κούρδων ψηφοφόρων.
Ο Ερντογάν, μέσω του Πακιστάν και του Κατάρ, έχει πραγματοποιήσει άμεσες επαφές με τους Ταλιμπάν, οι οποίοι έχουν δείξει ότι είναι πρόθυμοι να έχουν καλές σχέσεις και με την Τουρκία, την οποία ονομάζουν «Ισλαμικό Μεγάλο Αδελφό», από τον οποίο περιμένουν συνεργασία και βοήθεια.
Ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθεί, μάλιστα, να θέσει όρους στην ηγεσία των Ταλιμπάν, έτσι ώστε στη νέα κυβέρνηση να υπάρχουν κοντινά του πρόσωπα, όπως ο Γκιουλμπουντίν Χεκματιάρ, πρώην πρωθυπουργός του Αφγανιστάν. Οι σχέσεις του Ερντογάν με τον Χεκματιάρ χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1980, όταν ο τελευταίος ήταν ηγέτης των μουτζαχεντίν που πολεμούσαν κατά της σοβιετικής κατοχής. Τις τελευταίες ημέρες κυκλοφορεί μάλιστα στα κοινωνικά δίκτυα μια φωτογραφία που δείχνει τον νεαρό Ερντογάν να κάθεται δίπλα στον Χεκματιάρ. Ένας άλλος Αφγανός ηγέτης στον οποίο επενδύει ο Τούρκος πρόεδρος είναι ο Σαλαχουντίν Ραμπανί, επικεφαλής του κόμματος Jamaat-e Islami, πρώην υπουργός Εξωτερικών του Αφγανιστάν και πρέσβης στην Τουρκία. Ο Ραμπανί ήταν από τους διαμεσολαβητές που ορίστηκαν για την επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών που έπρεπε να είχαν πραγματοποιηθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Η Αγκυρα τα τελευταία χρόνια έχει δει τους δεσμούς της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ε.Ε. να σπάνε και ο Ερντογάν εμφανίζεται πρόθυμος να εκμεταλλευτεί την αφγανική κρίση και να διεκδικήσει έναν διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των Ταλιμπάν και των παγκόσμιων δυνάμεων. Μήπως και αποδειχθεί πολύτιμος στα μάτια της Δύσης και ενισχύσει έτσι τη διεθνή νομιμότητά του, καθώς για την Ουάσινγκτον, κυρίως, αποτελεί «αγκάθι»…
Υπάρχει βέβαια και η μεγαλομανία του Ερντογάν να γίνει… σουλτάνος όλης της Ασίας και της Αφρικής, αλλά κρύβονται και οικονομικοί λόγοι επίσης πίσω από τις προσπάθειες της Αγκυρας να ενισχύσει τον ρόλο της στο Αφγανιστάν.
Ο Τούρκος πρόεδρος αγωνίζεται για τα συμφέροντα των μεγάλων τουρκικών κατασκευαστικών εταιριών, προκειμένου να αναλάβουν την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν, υπό την ηγεσία των Ταλιμπάν. Αν και όπως εύστοχα είπε ο Νταβούτογλου, «εάν πρόκειται να γίνει ο γαμπρός του υπουργός και να γίνει πλούσιος, να πουληθεί η χώρα σε τρεις ή πέντε εργολάβους, τότε έχει προδώσει αυτήν την υπόθεση».
Μοιραίοι υπολογισμοί
«Οι υπολογισμοί του Ερντογάν ότι θα καλύψει το κενό που άφησαν στο Αφγανιστάν οι Αμερικανοί, όπως κάνουν η Ρωσία και η Κίνα, θα μπορούσαν να αποδειχθούν μοιραίοι τόσο για τη δύναμή του στην Τουρκία όσο και στην περιοχή και στις υπόλοιπες θερμές εστίες, όπου έχει εμπλακεί η Αγκυρα» γράφει η Huffington Post στην ιταλική της έκδοση και προσθέτει: «Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι υπάρχουν πολλά εμπόδια στην προσπάθειά του να σφυρηλατήσει συμφωνίες με τους Ταλιμπάν, αλλά φαίνεται ότι θέλει να πάρει αυτό το ρίσκο γιατί ελπίζει να εκμεταλλευτεί την αφγανική κρίση για να ενισχύσει τα διαπιστευτήριά του στη διεθνή σκηνή, εμφανιζόμενος ως παγκόσμιος ειρηνοποιός, κερδίζοντας κύρος και στην πατρίδα όπου η ηγεσία του αμαυρώνεται όλο και περισσότερο με σταθερά μειούμενη υποστήριξη».
Σε κάθε περίπτωση, γράφει ο Μουράτ Γετκίν, «ο Ερντογάν χρειάζεται μια σοβαρή πολιτική στροφή πριν από τις εκλογές που θα διεξαχθούν το αργότερο τον Ιούνιο του 2023». Την ίδια πολιτική στροφή φαίνεται να αναζητά και ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τον Σεπτέμβριο. Μόνο που οι πάρα πολλές στροφές, όταν μάλιστα κινείσαι στη λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας, εμπεριέχουν μεγαλύτερους κινδύνους…