H κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, σαν να μην είχε διδαχθεί τίποτα από τις καταστροφικές «αυταπάτες» του προκατόχου του Αλέξη Τσίπρα για την ελληνική οικονομία και τις διεθνείς ισορροπίες το 2015, δεν διέθετε καθαρή αντίληψη ως προς τα θέματα εθνικής ασφάλειας, όταν ανέλαβε την εξουσία το 2019.
- Από τον
Αλέξανδρο Τάρκα*
Ο πρωθυπουργός παραδέχθηκε, σε συνέντευξή του σε τηλεοπτικό δίκτυο των ΗΠΑ, ότι ανέμενε να ασχοληθεί κυρίως με τα ζητήματα της οικονομίας και όχι με τα Ελληνοτουρκικά. Σε ελληνικό κανάλι ομολόγησε, επίσης, ότι γνώριζε ελάχιστα για το Μεταναστευτικό, προσθέτοντας ότι επανίδρυσε το αρμόδιο υπουργείο, που αρχικά κατήργησε, όταν αντελήφθη τις διαστάσεις του προβλήματος.
Ασφαλώς, ο κ. Μητσοτάκης δεν θα καταδικαστεί πολιτικά για τις λανθασμένες προεκλογικές εκτιμήσεις του. Ούτε θα κριθεί, αποκλειστικά, με βάση ορισμένες μετεκλογικές συμπεριφορές του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ιδιωτική μετάβασή του στο Λονδίνο, τον Νοέμβριο του 2019, παρά τις συγκεκριμένες πληροφορίες που διέθετε η κυβέρνηση για επικείμενη υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου θαλάσσιων ζωνών. Κορυφαίος υπουργός μετέφερε μάλιστα τις πληροφορίες αυτές σε ξένο ομόλογό του, προτείνοντας έγκαιρη συντονισμένη δράση που, ως γνωστόν, δεν αναλήφθηκε ποτέ. Γιατί, αντί ο πρωθυπουργός να μεταβεί στις Βρυξέλλες και στην Ουάσινγκτον ασκώντας προληπτική διπλωματία σε ένα ζήτημα που θα σφραγίζει ιστορικές εξελίξεις στη Μεσόγειο για πολλά χρόνια, επέλεξε τη βρετανική πρωτεύουσα για να παρακολουθήσει αγώνα του -τότε ινδάλματος και σήμερα αποκαθηλωθέντος- Στ. Τσιτσιπά.
Όμως, ακόμα κι αν διαγράφαμε όλα τα παραπάνω, είναι απορίας άξιον γιατί η κυβέρνηση κρίνει τώρα ότι, βάσει της προ ημερών τηλεφωνικής επικοινωνίας του κ. Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν, υπάρχει «συναντίληψη» Αθήνας – Αγκυρας για το Αφγανιστάν και άλλα θέματα. Υπήρξαν μάλιστα οι -συνήθεις πια- διαρροές περί θετικού κλίματος, κοινού βηματισμού ή και ενθουσιασμού του κ. Ερντογάν κατά τη διάρκεια της μόλις ημίωρης (μείον και τα 15 λεπτά της μετάφρασης) συνδιάλεξης.
Μακάρι ο πρωθυπουργός να δρομολογούσε ειλικρινή και παραγωγικό διάλογο και να επιτύγχανε μακροπρόθεσμη ύφεση στις διμερείς σχέσεις, αλλά δεν υπάρχει κανένα πραγματικό στοιχείο που να επιτρέπει την παραμικρή σχετική αισιοδοξία. Αντιθέτως, το ερώτημα είναι αν το Μέγαρο Μαξίμου (εξακολουθεί να) τρέφει αυταπάτες για τις σχέσεις με την Τουρκία ή αν θέλει να κοροϊδέψει τους αφελείς «ιθαγενείς». Με πρώτους τους ψηφοφόρους της Κεντροδεξιάς που προσδοκούσαν αποτελεσματικότερη δράση σε πιο βατά ζητήματα, όπως η Συμφωνία των Πρεσπών, προτού αρχίσουν να αγωνιούν για την τουρκική επιθετικότητα.
Η κυβερνητική κορυφή έχει επανειλημμένως επιμείνει στην ίδια γραμμή των υποτιθέμενων θερμών σχέσεων με την Τουρκία που διαψεύδεται συνεχώς. Η πρώτη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, τον Σεπτέμβριο του 2019, αξιολογήθηκε σαν αφετηρία επανεκκίνησης σχέσεων και στενότερης συνεργασίας, αλλά ακολούθησε το τουρκολιβυκό μνημόνιο εντός διμήνου. Η δεύτερη συνάντηση, τον Δεκέμβριο του 2019, κρίθηκε από τον πρωθυπουργό σαν βήμα ότι «θα ξεπεραστούν οι δυσκολίες», χωρίς να προβλέψει την κατάθεση του μνημονίου στην τουρκική Εθνοσυνέλευση (μόλις το επόμενο πρωί), τη μεταναστευτική εισβολή στον Εβρο σε τρεις μήνες και τις θαλάσσιες «κρουαζιέρες» του «Oruc Reis» έξι μήνες αργότερα και για πολλές εβδομάδες. Η τρίτη συνάντηση, τον Ιούνιο φέτος, προβλήθηκε σαν θεμέλιο για «ήσυχο καλοκαίρι», καταλήγοντας σε νίκη της Τουρκίας, με τον νέο «Αττίλα» στα Βαρώσια, σε λιγότερο από 40 ημέρες.
Δυστυχώς, παρά τη συνδιάλεξη Μητσοτάκη – Ερντογάν, ο διμερής διάλογος δεν προωθείται στο παραμικρό. Η τουρκική πλευρά αργεί να ορίσει ημερομηνία για τον νέο γύρο των διερευνητικών επαφών στην Κωνσταντινούπολη, αδιαφορώντας για τις ταχείες διαδικασίες που υποσχέθηκε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου στον ομόλογό του Ν. Δένδια στα τέλη Μαΐου. Επιπλέον, έγκυρες πηγές αναφέρουν πως η τουρκική πλευρά απαιτεί συμφωνία «πακέτο» σε όλες τις πτυχές των διερευνητικών, ώστε να επανεξετάσει την άρση του casus belli. Προβάλλει, επίσης, καινοφανείς θεωρίες για το Δίκαιο της Θάλασσας, διαστρέφοντας τις σαφείς ρυθμίσεις του για την ΑΟΖ και τα 12 ν.μ.
Επιπλέον, υπάρχει και μία εξόφθαλμη αντίφαση. Αν και η Ελλάδα είναι από τους ελάχιστους (ή και η μόνη) από τους εταίρους της Ε.Ε. που ευνοούν την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας και εγκρίνει -σχεδόν ασυζητητί- την οικονομική βοήθεια προς την Αγκυρα για το Μεταναστευτικό, οι κύριοι Ερντογάν και Τσαβούσογλου δεν εκτιμούν ούτε αυτά. Προφανώς επειδή κρίνουν ότι η ελληνική πλευρά δεν έχει πρόθεση αλλαγής της στάσης της είτε από συμφέρον είτε για διαπραγματευτικό ελιγμό. Επομένως, δεν έχουν κανένα κίνητρο για πραγματική «συναντίληψη» με την Αθήνα και επικεντρώνονται στα, εκ Βρυξελλών, ανταλλάγματα.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη