Μηνύματα επιβεβαίωσης της διμερούς πολιτικής και αμυντικής συνεργασίας και διεύρυνσης των τριμερών (μαζί με την Κύπρο) περιφερειακών σχημάτων με περισσότερα κράτη, λαμβάνει η Αθήνα από τη νέα κυβέρνηση του Ισραήλ υπό τον πρωθυπουργό Ν. Μπένετ. Η σημασία των μηνυμάτων είναι σημαντική, επειδή διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις δρούσαν υπό τη λογική ανησυχία μήπως οι στενές επαφές με το Ισραήλ είχαν, κυρίως, προσωποπαγή χαρακτήρα λόγω της μακράς πρωθυπουργικής θητείας του Μπ. Νετανιάχου από τον Μάρτιο του 2009 έως φέτος τον Ιούνιο.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Εκφραζόταν δε ο διπλωματικός προβληματισμός μήπως οι σχέσεις με την Αθήνα αποτελούσαν αναγκαστική και προσωρινή επιλογή ως αντιστάθμισμα της ραγδαίας επιδείνωσης των αντίστοιχων με την Τουρκία εξαιτίας της φιλοϊσλαμικής και φιλοπαλαιστινιακής πολιτικής του προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν.
Ωστόσο, μια σειρά διακριτικών συνεννοήσεων, η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια στην Ιερουσαλήμ στα τέλη Ιουλίου και η πρόσφατη τριμερής σύνοδος με τον Ισραηλινό και τον Κύπριο ομόλογό του, Γ. Λαπίντ και Ν. Χριστοδουλίδη, δείχνουν ότι δεν υφίσταται κίνδυνος μεταβολής των ισορροπιών.
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, ακόμα και η τηλεφωνική επικοινωνία του Ισραηλινού προέδρου Ι. Χέρτζοκ με τον κ. Ερντογάν, που δημοσιοποιήθηκε στις 13 Ιουλίου, είχε τυπικό χαρακτήρα λόγω της ανάληψης των καθηκόντων του πρώτου μία εβδομάδα νωρίτερα. Τυπικό χαρακτήρα, επίσης, φέρεται ότι είχαν τελικά και ορισμένες ήπιες επικρίσεις της ισραηλινής πλευράς προς την ελληνική σχετικά με ανακοινώσεις που ακολούθησαν την προ μηνός συνάντηση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με ηγέτη αραβικής χώρας.
Ειδικά ως προς την Αγκυρα, το Ισραήλ δεν κρύβει ότι θα επιθυμούσε βελτίωση των σχέσεων και αποκατάσταση των πολιτικών επαφών (πέραν των ουδέποτε διαταραχθέντων οικονομικών και εμπορικών), αλλά ο χρόνος και ο τρόπος εξαρτώνται από τη στάση του προέδρου Ερντογάν.
Η κυρίαρχη εκτίμηση Ελλήνων και ξένων διπλωματών στην Αθήνα είναι ότι ο κ. Ερντογάν δεν πρόκειται να μεταβάλει την πολιτική του, προχωρώντας σε «άνοιγμα» προς το Ισραήλ με δεδομένη και την αγωνία επανεκλογής του το 2023 (ή και νωρίτερα), η οποία εξαρτάται από τους ακραίους ψηφοφόρους της χώρας του.
Εκτιμάται, επιπλέον, ότι η εμβάθυνση των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων είναι τόση μεγάλη, ώστε δεν πρόκειται να επηρεαστούν από πιθανή αναβίωση του τουρκοϊσραηλινού διαλόγου. Στις αρχές του τρέχοντος έτους, ο πρεσβευτής στην Αθήνα Γ. Αμράνι είχε δηλώσει χαρακτηριστικά πως η όποια βελτίωση «δεν θα έλθει σε βάρος της Ελλάδας, της Κύπρου ή της πολυμερούς συνεργασίας».
Η ελλαδική και η κυπριακή πλευρά είναι εξάλλου ικανοποιημένες με την ταχεία καταδίκη των τουρκικών κινήσεων στα Βαρώσια εκ μέρους του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών σε αντίθεση με άλλες χώρες που είτε καθυστέρησαν είτε επέλεξαν αμφίσημες διατυπώσεις.
Η Αθήνα και η Λευκωσία εκτιμούν άλλωστε ότι η ίδρυση τουρκικής βάσης drones στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο αποτελεί σοβαρή απειλή και κατά των επιχειρησιακών σχεδίων των ενόπλων δυνάμεων του Ισραήλ. Όσο και αν η τεχνογνωσία και ο βαθμός αξιοποίησης τέτοιων σύγχρονων συστημάτων από το Ισραήλ είναι ασύγκριτα ανώτερος εδώ και πολλά χρόνια, η εμφάνιση ενός αντίπαλου δέους στη ΝΑ Μεσόγειο δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Παράλληλα, η Αθήνα και η Λευκωσία συνεχίζουν να ενδιαφέρονται για τον αγωγό φυσικού αερίου EastMed παρά τα γνωστά (σχεδόν ανυπέρβλητα) τεχνικά και οικονομικά προβλήματα της κατασκευής του. Και σε αυτό το κεφάλαιο, η νέα κυβέρνηση εμφανίζεται πρόθυμη να συνεχίσει την πολιτική του κ. Νετανιάχου.
Ασφαλώς, όπως είχε επισημάνει η «δ» σε αντίθεση με αυτάρεσκες διαρροές του Μαξίμου μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Νετανιάχου στην Ιερουσαλήμ τον Ιούνιο του 2020, η προσήλωση του Ισραήλ στο έργο δεν ισοδυναμεί και με στρατιωτική υπεράσπιση ολόκληρου του μήκους του EastMed, αλλά μόνον του τμήματος που του αναλογεί.
Στο κεφάλαιο των τριμερών σχημάτων περιφερειακής συνεργασίας, το Ισραήλ συμφωνεί με την Ελλάδα και την Κύπρο για τη διεύρυνσή τους με την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Βέβαια, δεν πρέπει να προδικάζονται οι εξελίξεις ως προς τα ΗΑΕ, γιατί παρά τις αδιανόητες (μέχρι πέρυσι) συμφωνίες τους με το Ισραήλ, κάνουν ξαφνικά και βήματα προσέγγισης με την Τουρκία.
Πάντως, όσοι παρακολουθούν επί μακρόν τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής του Ισραήλ, σημειώνουν πως πολλά θα κριθούν από τις σχέσεις του με την Ευρωπαϊκή Ενωση (Συμβούλιο Σύνδεσης, χρηματοδοτικά προγράμματα, έγκριση εισαγωγών αγροτικών και λοιπών προϊόντων) και από τον βαθμό προώθησης των αιτημάτων του σε άλλα διεθνή φόρα.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχουν συνδράμει στην προβολή των ισραηλινών θέσεων, αλλά δεν θα πρέπει να αναμένονται ταχείες αλλαγές στην πολιτική της Ε.Ε. ή των διεθνών οργανισμών.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη