Θα περίμενε κανείς ότι η οικουμενική αποδοχή της προσωπικότητας του Μίκη Θεοδωράκη θα έβαζε μυαλό στους χούλιγκαν του δημοσίου λόγου στην πατρίδα μας.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Ότι θα εξασθενούσε τα πάθη, τον ακροδεξιό μακαρθισμό και τον στενόμυαλο συριζαίικο πολακισμό. Κι όμως! Ακούσαμε στο ραδιόφωνο του ΣΥΡΙΖΑ, το Κόκκινο, μελαγχολικά σχόλια ότι ο Θεοδωράκης είναι αριστερός και ότι, επειδή φυλακίστηκε στη Μακρόνησο, δεν δικαιούται η Δεξιά να τον αγκαλιάζει ως δικό της. Με άλλα λόγια, η Αριστερά ονειρεύεται να περιορίσει το ανάστημα του Μίκη στα ιδεολογικά μέτρα της. Αλλά, και από την άλλη πλευρά, τα ραντάρ μας έπιασαν δυσφορίες, ιδίως στα social media.
Του τύπου ότι ο Μίκης ήταν στη Νεολαία του Μεταξά κ.λπ. κ.λπ. Έχω μια απάντηση σε όλα αυτά: Ο Μίκης Θεοδωράκης ξεπέρασε τα όρια της Αριστεράς γιατί συγκρούστηκε με την Αριστερά. Αυτοί που σήμερα πανηγυρίζουν ότι αποχώρησε από τη ζωή ως κομμουνιστής είχαν απαγορεύσει με ρητή οδηγία του κόμματός τους να τραγουδούν τον «Επιτάφιο» τα μέλη του ΚΚΕ επειδή το μπουζούκι και το ρεμπέτικο δεν ήταν τότε της αρεσκείας τους.
Και εκείνοι που δυσφορούν γιατί με αφορμή τον Μίκη η Δεξιά επαινεί την Αριστερά δεν γνωρίζουν ότι ο Μίκης έγινε μεγάλος γιατί, εκτός από χαρισματικός, συνεργάστηκε με δύο μεγάλες συντηρητικές προσωπικότητες: τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Μάνο Χατζιδάκι. Με τον πρώτο σε αρμονία, με τον δεύτερο σε έναν ευγενή συναγωνισμό. Θα ανακαλέσουμε σήμερα στη μνήμη μας εποχές όπου ο ιδεολογικός συναγωνισμός γινόταν για το πώς μελοποιήθηκε και πώς αποδόθηκε ένα ποίημα του Ρίτσου ή του Ελύτη. Σε εποχές που ο δημόσιος διάλογος γινόταν για το πώς πρέπει να ειπωθεί μία λέξη. Όχι εποχές αστείες και ρηχές σαν τη δική μας.
Όσο και αν ακούγεται περίεργο, ο Μίκης έμαθε από τον άσπονδο φίλο του Μάνο Χατζιδάκι το μπουζούκι και το ρεμπέτικο. Το οποίο η Αριστερά καταδίωκε. Αν δεν αποδεχόταν ο Μίκης αυτό το καταφρονεμένο είδος μουσικής, δεν θα έβαζε το μπουζούκι στην ποίηση! Από τον «δεξιό, ελιτιστή, δυτικό» Μάνο το έμαθε! Αλλά και ο Χατζιδάκις! Εάν ο Μίκης δεν είχε επιλέξει για τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, δύσκολα θα τολμούσε να δώσει ο Μάνος στον Γρηγόρη να ερμηνεύσει το «Είμαι αητός χωρίς φτερά». Και ας είχε ειρωνευτεί αρχικώς την επιλογή Μίκη για Γρηγόρη ότι του ανέθεσε τον «Επιτάφιο» για να τον ακούνε οι σοφέρ και οι λοιπές λαϊκές τάξεις. Είχαν καταργήσει αυτοί οι δύο μεγάλοι λοιπόν τις διαχωριστικές γραμμές των μουσικών παρατάξεων στις οποίες ηγούνταν -πιο ελληνοκεντρικός ο Θεοδωράκης, πιο δυτικός ο Μάνος- και διά του ανταγωνισμού τους, του υγιούς ανταγωνισμού, σήκωσαν την Ελλάδα ψηλότερα. Και τις είχαν καταργήσει εμπράκτως.
Κόντρα στον ιδεολογικό χώρο τους. Υπάρχει ένα εξαιρετικό βιβλίο που περιγράφει πλήρως πώς το έκαναν αυτό οι δύο μεγάλοι μας. Φέρει τον τίτλο «Μίκης + Μάνος, ιστορία δύο συνθετών», κυκλοφόρησε προ ετών από τις εκδόσεις Κέρκυρα της Αλεξάνδρας Βοβολίνη και συγγραφέας του είναι ο Νίκος Παπανδρέου. Τα περιγράφει εξαιρετικά. «Η εργατική τάξη είχε αγαπήσει το μπουζούκι αγνοώντας τις νουθεσίες της Δεξιάς, που είχε δώσει εντολή να αποφεύγονται τέτοια μέρη, και του ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο είχε απαγορεύσει στα μέλη του να ακούν και να χορεύουν ρεμπέτικα στη φυλακή ή οπουδήποτε αλλού, όπως πολύ καλά περιγράφει ο Χρόνης Μίσσιος στο βιβλίο του “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς”. Ο κομμουνιστής έπρεπε, υποτίθεται, να διάγει ηθικό βίο, να μη βρίζει και να μην τραγουδάει, ιδίως ρεμπέτικα, καθοδηγούμενος από έναν πολιτιστικό αυταρχισμό με τον οποίο πολλά κομμουνιστικά κόμματα σε όλο τον κόσμο τόσο απερίσκεπτα κατέστρεφαν τις λίγες χαρές των πιστών μελών τους» σημειώνει ο συγγραφέας.
Αναφερόμενος στην απόδοση του «Επιταφίου» του Ρίτσου με μπουζούκι, ο Παπανδρέου υπενθυμίζει: «Η Αριστερά αντέδρασε γενικότερα στην εκδοχή του Μίκη επειδή κατά κάποιον τρόπο αισθάνθηκε ότι δεν έπρεπε ο “Αγιος των Αγίων”, δηλαδή ο δικός τους Γιάννης Ρίτσος, να λεηλατηθεί από ένα είδος μουσικής που τραγουδούσαν οι “χασικλήδες” και οι “ρεμπέτες”. Το κόμμα απαγόρευσε μάλιστα στους εξορίστους να τραγουδούν “Επιτάφιο”. Είχε προηγηθεί φυσικά η απαγόρευση του Θεοδωράκη από τους στρατοφύλακες στα νησιά των εξορίστων και τώρα ερχόταν η αντίδραση της επίσημης Αριστεράς. Οι φυλακισμένοι και οι δεσμοφύλακες είχαν τις ίδιες εντολές, να απαγορευτεί η μουσική του Μίκη». Αλλά και ο Μάνος την ίδια περίπου μοίρα είχε. Είχε ο ίδιος διακόψει συναυλία σε φεστιβάλ της ΟΝΝΕΔ προκειμένου να μαλώσει τους νεολαίους για την παντελή έλλειψη συγκέντρωσής τους στη μουσική του κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης.
Είχαν περάσει τα όριά τους οι δύο μεγάλοι μας, λοιπόν. Προ πολλού. Γι’ αυτό ο Μίκης έγινε αποδεκτός από τη Δεξιά, όχι επειδή αναφώνησε το «Καραμανλής ή τανκς» ή επειδή έγινε υπουργός του Μητσοτάκη. Γι’ αυτό και ο Μάνος λατρεύεται από την Αριστερά. Μα και η ίδια η διαφωνία τους για τη μουσική και η διαφορετικότητά τους την ενότητα του πολιτισμού μας σφυρηλατούσε στην πραγματικότητα.
Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Ο Μάνος πίστευε ότι τα τραγούδια πρέπει να βγαίνουν από τα όνειρα και τα συναισθήματα του καθενός. Πίστευε ότι το διαμέρισμα και οι ταξικοί αγώνες είναι πράγματα πολύ ωραία, αλλά δεν γίνονται τραγούδι. Ο Μίκης δεν ήταν του ατομικού, αλλά του συλλογικού. Ο Μάνος έβλεπε μουσική στις λέξεις, ο Μίκης έβλεπε λέξεις στη μουσική. Ο ανταγωνισμός τους με την ηχογράφηση δύο διαφορετικών «Επιταφίων» του Ρίτσου, του Μίκη με Μπιθικώτση και έμφαση στον στίχο, του Μάνου με Μούσχουρη και με έμφαση στη μουσική, στο τέλος λειτούργησε υπέρ και των δύο.
Η ανάγκη της σύγκρισης «έβαλε» τον Μίκη -καθ’ ομολογίαν του- στα σπίτια των αστών. Ιδού πώς οι διαφορετικές αντιλήψεις σε εποχές σκληρές έριχναν τα τείχη του μίσους και έφερναν ανθρώπους πιο κοντά. Κορυφαία βεβαίως έκφραση της ενότητας Δεξιάς – Αριστεράς ήταν η συνεργασία του συντηρητικού Ελύτη με τον κομμουνιστή «Λαμπράκη» Μίκη για τη μελοποίηση του «Αξιον Εστί».
Ο Ελύτης επέλεξε τον Μίκη και του ζήτησε να μελοποιήσει το έργο της ζωής του. Ο δεξιός πήγε στον αριστερό. Και όχι το ανάποδο. Το 1964, ας αναλογιστούμε σε ποια εποχή, παρακαλώ, ο δεξιός έγραψε αυτό το συγκλονιστικό έργο και σε ποια εποχή ο αριστερός το μελοποίησε. Και εδώ η πτώση των διαχωριστικών γραμμών οδήγησε σε ένα αριστούργημα κληρονομιά στη γενιά μας. Οσοι λοιπόν σήμερα μετά βίας κρύβουν τη μικροψυχία τους και την επιφύλαξή τους απέναντι στον Μίκη ας διαβάσουν ολίγη Ιστορία. Τι μας λέει αυτή; Οτι η ενότητα μας πήγε μπροστά όταν ερχόταν από τους κάτω και εκφραζόταν από τους πάνω. Οχι το ανάποδο. Αυτή είναι η δική μας η ευθύνη στη συγκυρία. Το θάρρος και η γενναιότητα για ενότητα. Η προσπέραση του ασήμαντου. Η θέληση να συμφωνούμε στο μεγάλο και το σημαντικό.