Tο πρωί της ημέρας που ο Κυριάκος Μητσοτάκης επρόκειτο να εκφωνήσει την πράγματι βαρυσήμαντο ομιλία του από το βήμα της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης αποφάσισα να ταξιδέψω οδικώς στην αγαπημένη μου Δυτική Μακεδονία: Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, Κλεισούρα, Καστοριά, Εδεσσα, Νάουσα, Βέροια.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Και για λόγους συναισθηματικούς (ο πατέρας μου υπηρέτησε στο Κλεισοχώρι Εδέσσης και από εκεί επιστρατεύτηκε για την Κύπρο το 1963) και για λόγους προσωπικούς (επισκέπτομαι τακτικά τη Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου στην Κλεισούρα, η οποία ανεγέρθηκε τον 15ο αιώνα, και συνομιλώ με την ηγουμένη Ευφραιμία) αλλά και για λόγους δημοσιογραφικούς: όση αγωνία έχω για την ερημοποίηση της Θράκης και την απίσχνανσή της από τοπικό πληθυσμό άλλη τόση αγωνία έχω και για τη Δυτική Μακεδονία!
Οι φίλοι μου αγρότες από τη Νάουσα, ο Βασίλης και ο Τάσος, επιμένουν κάθε φορά που τους βλέπω στο Κλοσάρ του Γιώργου Βασίλογλου: «Ελα να δεις τι γίνεται στον μακεδονικό κάμπο».
Και πήγα. Ταξίδι-αστραπή από το πρωί ως το απόγευμα μαζί με το προσκύνημα στην Παναγία, αλλά πήγα. Τον πρωθυπουργό τον άκουσα από τη Βέροια στο Ράδιο Θεσσαλονίκη του εξαιρετικού Στέφανου Διαμαντόπουλου. Πήγα λοιπόν και το κοντράστ ήταν εντυπωσιακό. Πέρασα μέσα από την Πτολεμαΐδα, η πόλη Σάββατο άδεια. Σπίτια πολλά κλειστά. Στην Καστοριά τα ίδια.
Όμορφη η πόλη, περήφανη, αλλά και εκεί πολλά σπίτια κλειστά. Ζήτημα αν μένουν 6.000-7.000 τον χειμώνα, «άσε τα νούμερα της απογραφής» μου λένε οι ντόπιοι. Άγιος Αθανάσιος και Νυμφαίο δεν ζουν τις δόξες του παρελθόντος. Ευτυχώς που ο Μέρτζος παρακίνησε πριν από χρόνια τον παπα-Γιάννη να εγκαταλείψει την κοσμική ζωή στη Θεσσαλονίκη και να ενδυθεί το ράσο, αλλιώς δεν θα είχε ιερέα το χωριό.
Η Νάουσα πάλι, επίσης πόλη συνταξιούχων. Τα Κλωστήρια Λαναρά χάσκουν μέσα στην πόλη ως φαντάσματα. Οι εγκαταστάσεις έγιναν πολυχώρος πολιτισμού. Το νοσοκομείο της πόλεως, ντροπή εξωτερικά. Ξεφλουδισμένοι εγκαταλειμμένοι οι τοίχοι του.
Στην είσοδο της Βέροιας; Τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα είναι πιο πολλά και από τα σούπερ μάρκετ πλέον. Δείχνουν το μέλλον της δωρεάν υγείας… Πήγαμε με τον Βασίλη και τον Τάσο στο Αρκοχώρι, στο «Χάραμα» του Στέφανου. Και από την άκρη της πλαγιάς, στο βάθος της οποίας διακρίνονται τα αμπέλια του Μπουτάρη, αυτοί οι δύο ωραίοι, σπαθάτοι Μακεδόνες μού περιέγραψαν την κατάσταση στην «αγροτιά», όπως την αποκαλούσε κάποτε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Οι συνεταιρισμοί φθίνουν. Αγοράζουν τα προϊόντα τους φθηνότερα από ό,τι τα αγοράζουν οι έμποροι. Δεν συμφέρει πλέον να μετέχεις σε συνεταιρισμό. Επιδοτείς με τη χαμηλότερη πώληση των προϊόντων σου τα ρουσφέτια και τους διορισμούς. Εργάτες γης δεν υπάρχουν πια! Οι Ελληνες έφυγαν για Αθήνα, Θεσσαλονίκη ή και το εξωτερικό.
Οι Αλβανοί, που σήκωσαν κάποτε στις πλάτες τους την τοπική οικονομία -κάποια στιγμή πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε με θάρρος- έφυγαν για Γερμανία ή Αγγλία. Το κόστος άρδευσης των αγροτικών καλλιεργειών σε σιτάρι, καλαμπόκι, βαμβάκι, ακτινίδια λόγω αύξησης της τιμής του ρεύματος έχει εκτοξευτεί. «Ο λογαριασμός φτάνει περίπου όσο να νοίκιαζες το χωράφι» μου λένε τα παιδιά! Οσο για τον ΕΛΓΑ; Οι αγρότες πληρώνουν 10.000 ευρώ ασφάλιστρα για μεγάλες εκτάσεις, αλλά δεν είναι σίγουροι για την αποζημίωσή τους αν η παραγωγή καταστραφεί από χαλαζόπτωση.
Ήδη έκαναν την εμφάνισή τους στην περιοχή ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες. Το κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής και υποχωρεί! Το κράτος υποχωρεί και ο πληθυσμός αναχωρεί λοιπόν. Και τα ίδια νέα φτάνουν από την Κοζάνη, την Πτολεμαΐδα και τη Φλώρινα, όπου τα φουγάρα σίγησαν και τα μεροκάματα σταμάτησαν. Και όσοι Ελληνες μένουν ζητούν από τους εργοδότες μαύρη εργασία, δεν τους νοιάζει η ασφάλιση, προέχει το τώρα. Για να εισπράττουν την επιδότηση ενοικίου ύψους 192 ευρώ για σπίτια που νοικιάζουν με 200 ευρώ απαιτούν να μη φαίνονται όσα εισπράττουν στο φορολογητέο τους εισόδημα.
Γιατί με μια μπίρα, ένα σουβλάκι, λίγο μεζέ είναι ευτυχισμένοι, ας πούμε!
Ποιος ατομικός κουμπαράς! Εκανα τον σταυρό μου μπροστά στο τέμπλο της Παναγίας μας στην Κλεισούρα μαζί με την 82χρονη μοναχή Χαριτίνη, η οποία προσφάτως ενδύθηκε τα μαύρα και είναι κοντά στη θυγατέρα της, ηγουμένη Ευφραιμία. Αλλά δυστυχώς απ’ όσα είδαν τα μάτια μου και άκουσαν τ’ αυτιά μου εδώ ο τόπος ερημώνει.
Μόνο τα αηδόνια και οι αρκούδες, οι καλύτεροι φίλοι της Ποντίας Αγίας Σοφίας, η οποία μόνασε εδώ, ακούγονται δυνατά τη μέρα και τη νύχτα. Αυτά φυλάνε τα σύνορα! Επιβεβαιώνονται οι χειρότεροι φόβοι μου. Τα χώματα της Μακεδονίας, για τα οποία έδωσαν μάχη ο Παύλος Μελάς, ο Ιων Δραγούμης, ο Γερμανός Καραβαγγέλης, δεν ποτίζονται από Ελληνες, καθώς σιγά σιγά απογοητευμένοι αναχωρούν. Στον δρόμο της επιστροφής για Θεσσαλονίκη άκουσα στο ύψος της Βέροιας τον πρωθυπουργό να λέει κάτι για τον ΦΠΑ στις ζωοτροφές των αγροτών.
Η μόνη αναφορά. Κλάψε την αυτή την Ελλάδα του μόχθου, είπα μέσα μου! Τον άκουσα να υπόσχεται ότι θα πωληθούν σε επιχειρηματίες οι εκτάσεις των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα για να εφαρμοστεί το σχέδιο Μουσουρούλη και να ανοίξουν νέες δουλειές. Του Αγίου Πότε θα γίνει αυτό όμως; Μήπως του Αγίου Ποτέ;
Τον άκουσα να ασχολείται -σωστά- με την υπεραλίευση και τα ψάρια στο Αιγαίο, αλλά για τους ανθρώπους και για νέα πολιτική στο δημογραφικό εδώ, στις εσχατιές της Ελλάδας, δεν άκουσα λέξη…
Αλήθεια, δεν του έμεινε τίποτε από τον καιρό που ως αρχηγός της αντιπολίτευσης μιλούσε σε αγρότες καθήμενος πάνω σε μπάλες από σανό;
Ειλικρινώς δεν μετάνιωσα που δεν ήμουν στο ακροατήριο της ΔΕΘ, όπως κάθε χρόνο (μολονότι μου εστάλη ευγενικώς πρόσκληση), και η λήξη της ομιλίας του κυρίου Μητσοτάκη με βρήκε στην περιφερειακή οδό.
Από τις γραβάτες των νεοφιλελέ γκόλντεν μπόις με τα ξινισμένα μούτρα της εξουσίας που είχαν κατακλύσει την Αριστοτέλους και στων οποίων το μέτωπο «αναβόσβηνε» η επιγραφή «αξιωματούχος» απείρως προτιμότερα δι’ εμέ τα καθαρά βλέμματα και οι σφιχτές χειραψίες με τον Βασίλη και τον Τάσο.
Η βαθιά Ελλάς προτιμοτέρα από τη ρηχή των αξιωματούχων, οι οποίοι κάθε φορά που ανεβαίνουν στον Βορρά δεν καταλαβαίνουν σε ποια πόλη έρχονται. Κατέληξα αργότερα εκείνο το βράδυ στο Χατζή Μπαχτσέ.
Δυτικά. Με τον βιοπαλαιστή αριστερό φίλο μου, που γνώρισα στη Βεντέτα να πουλά λουλούδια για να βγάλει το μεροκάματο, να μου ψιθυρίζει στο αυτί: «Μην κάθεσαι καλά! Οι φρόνιμοι τα χαλάνε όλα»!