«Αυτή είναι η σοδειά μας για φέτος!»
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Η μητέρα μου με περίμενε με… άγριες διαθέσεις. Μου έδειξε γεμάτη οργή και στενοχώρια την πενιχρή παραγωγή μας από τα 10 δέντρα φιστικιάς που είχε φυτέψει μαζί με τον πατέρα μας στο κτήμα μας στο Λεόντι. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή συλλέγαμε -ο αδερφός μου, για την ακρίβεια- τους καρπούς από τη νέα σοδειά, τους στέλναμε για καθαρισμό από το εξωτερικό ροζ περίβλημα, τους απλώναμε πάνω στην ταράτσα του σπιτιού για να τους «λούζει» ο ήλιος και να γίνουν «ξηροί», και στο τέλος τους τοποθετούσαμε σε μικρά τσουβάλια. Ανάλογα με το μέγεθος της παραγωγής στα παλιά τα χρόνια, που ζούσε ο πατέρας μου, το «μάζεμα» ήταν γιορτή.
Στο κτήμα μας έχει ελιές, φιστικιές, λεμονιές, συκιές, χαρουπιές, κάποτε βερικοκιές, αμπέλια, φοίνικες – πλούτος κανονικός. Απλωνε ο Στελλάκος τη λινάτσα κάτω από το δέντρο, ανέβαινε πάνω σε αυτό σαν αίλουρος με επιδέξιες κινήσεις, χτυπούσε τα κλαδιά για να πέσουν τα φιστίκια στην «αγκαλιά» της και όσα έμεναν απέξω, τη λεγόμενη «χαμάδα», αναλάμβανε να τα συλλέξει η πιτσιρικαρία. Εμείς, δηλαδή. Εμείς που συνήθως παρασυρόμασταν και, αντί να μαζεύουμε τα φιστίκια στα κοφίνια, τα ξεφλουδίζαμε και τα τρώγαμε. Η γεύση του φρέσκου φιστικιού είναι ασύλληπτα νόστιμη. Μοιάζει με τη γεύση του αβοκάντο και είναι δέκα φορές καλύτερη. Μας άρεσε τόσο η διαδικασία αυτή, όπως και το μάζεμα της ελιάς και των σταφυλιών, ώστε πηγαίναμε μαζί με τους γείτονές μας, τους Μούρτζηδες και τους Αξιώτηδες, να μαζέψουμε και τα δικά τους.
Τον Αύγουστο, μετά τον τρύγο, βλέπαμε τον παππού μας τον Μήτσο να πατάει σταφύλια για τον μούστο στο πατητήρι του «Ζάβαλη», τον ίδιο μήνα απλώναμε το φιστίκι και προσευχόμασταν να μη βρέξει τη νύχτα (γιατί η βροχή είναι εχθρός και καταστρέφει την παραγωγή). Τον Οκτώβριο, τέλος, ακολουθούσαμε τον πατέρα μας στο λιοτρίβι του «Ντέντε». Η γεύση του ψητού χωριάτικου ψωμιού στα κάρβουνα με φρέσκο λάδι από την ελιά μας ήταν αξέχαστη. Πέρασαν σαν αστραπή όλες αυτές οι εικόνες από τα μάτια μου, μια εποχή ολόκληρη, όταν η μητέρα μου έδειξε προς το τραπέζι της κουζίνας. Πάνω σε αυτό ήταν τοποθετημένο ένα τόσο δα μικρό σακουλάκι με 200 γραμμάρια ταλαιπωρημένα φιστίκια εντός του. Αυτή ήταν η… παραγωγή μας. Κλειστά φιστίκια, όχι ανοιχτά – έχεις την αίσθηση πως σου χαμογελούν. Δικαίως η Αναστασία ήταν θυμωμένη.
«Ακούς εκεί! Τόσο λίγα!» Ρώτησα τι πήγε λάθος, καθώς η φιστικιά δεν είναι μια καλλιέργεια μεγάλων απαιτήσεων. Θέλει την προσοχή της, το νοιάξιμό της, το πότισμά της, το κλάδεμά της, αλλά καμία σχέση με την αγροτική παραγωγή του κάμπου της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.
Με κοίταξε με απόγνωση. «Η ζέστη, παιδί μου! Ο καύσωνας. Τα σαραντάρια. Αυτά κατέστρεψαν την παραγωγή σε όλο το νησί. Ούτε στους Ασώματους (χωριό) είχε παραγωγή φέτος. Μόνο στη Χλόη, και αν. Οι γεωπόνοι μάς είπαν μάλιστα ότι, αν συνεχιστεί ο καύσωνας τα επόμενα χρόνια -αυτή η κλιματική αλλαγή, που λέει και ο Μητσοτάκης-, το νησί σε λίγα χρόνια θα έχει πρόβλημα με την παραγωγή…» μου είπε. Αρνήθηκα να την πιστέψω, αλλά η μητέρα μου είναι πρακτορείο, με την καλή έννοια. Σε μια τοπική κοινωνία, όπου τα νέα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, εκείνη μπορεί να σου πει, χωρίς να έχει την παραμικρή σχέση με το διαδίκτυο, τι συμβαίνει στο Μοναστήρι του Αγίου, αν πάει καλά ή δεν πάει καλά ο εκάστοτε δήμαρχος, ποιο από τα καράβια της γραμμής θα δέσει για επισκευές, πού έχει έξαρση η πανδημία – γενικώς, ξέρει. Ωστόσο, αυτό που μου είπε με τρόμαξε.
Η κλιματική αλλαγή καταστρέφει, πλήττει το φιστίκι; Η ζέστη; Ο καύσωνας; Μα, εμείς μεγαλώσαμε με τη γνώση ότι εχθρός είναι η βροχή, όχι ο ήλιος. Πήρα το αυτοκίνητό μου και, μέσω της αγαπημένης μου διαδρομής του παραλιακού -περνάς από το σπίτι του Καζαντζάκη, του Μόραλη, του Ζαΐμη, του Νικολάου, από το άγαλμα του Καπράλου, τον αρχαίο Ναό της Κολώνας, τα ναυπηγεία του Μαΐλη-, κατέβηκα στο λιμάνι, όπου ήταν σε πλήρη εξέλιξη το Φεστιβάλ Φιστικιού.
Εορτή κανονική, με κόσμο πολύ. Σταντ, μουσικές, τύμπανα «τσακ μπαμ», σεμινάρια γαστρονομίας, και το φιστίκι σε κάθε εκδοχή. Αψητο, ψητό, με αλάτι, χωρίς αλάτι, φιστίκι γλυκό κουταλιού, φιστίκι μαρμελάδα. Φιστίκι σε λουκάνικο, φιστίκι σαλάτα, φιστικέλαιο, φιστικοβούτυρο. Ο vegan Κωστής Μαραβέγιας μάς είπε εν μέσω μιας καταπληκτικής συναυλίας ότι το φιστίκι Αιγίνης, προϊόν με κατοχυρωμένη ονομασία προελεύσεως, είναι η βάση της διατροφής του. Ολόκληρος κόσμος λοιπόν, και αυτός που παράγει και αυτός που αγοράζει, εξαρτάται από την παραγωγή του.
Και, από εκεί που καμαρώναμε ότι είναι τόσο νόστιμο επειδή παγκοσμίως μόνο στο νησί μας το κλίμα είναι τόσο ξηρό (και σε μια ακόμη περιοχή, στην Αμερική, στο ίδιο γεωγραφικό μήκος και πλάτος) -καμία σχέση με άλλα, που παράγονται σε άλλες περιοχές της Ελλάδας-, πέφτει τώρα σαν κεραυνός αυτή η θεωρία: Η κλιματική αλλαγή απειλεί την παραγωγή του φιστικιού. Τρωγόμουν μέσα μου και αναζήτησα τον κατάλληλο άνθρωπο. Μου το επιβεβαίωσε – πράγματι, το θερμόμετρο απειλεί την επιβίωσή του. Μα, κατά βάθος, δεν ήθελα να χαλάσω τη γιορτή. Και δεν συνέχισα την κουβέντα. Τώρα, όμως, που τελείωσαν όλα, είναι ώρα να μετρήσουμε πραγματικά τον κίνδυνο. Σήμερα είναι το φιστίκι που απειλείται από την κλιματική αλλαγή, αύριο θα είναι κάποιο άλλο προϊόν. Είναι κλισέ η φράση που ακολουθεί, το ξέρω, αλλά «πρέπει να προετοιμαστούμε για το μέλλον». Ο καύσων μπορεί να κάνει απολύσεις και να καταστρέψει υγιείς επιχειρήσεις.
Μπορεί να πλήξει την τοπική οικονομία ενός νησιού, μεγάλος μέρος του ΑΕΠ του οποίου βασίζεται στην αγροτική παραγωγή. Είμαι βέβαιος ότι οι συμπατριώτες μου, «αλμυρά φιστίκια» άπαντες, θα σταθμίσουν πραγματικά τον κίνδυνο, θα δουν αν είναι μικρός ή μεγάλος και θα λάβουν χωρίς πανικό εγκαίρως τα μέτρα τους. Είθε αυτή η μικρή ιστορία που σας διηγήθηκα, φορτωμένη με χιλιάδες αναμνήσεις, να αποτελέσει συνολικό εγερτήριο για τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης στην αγροτική παραγωγή. Δεν είναι αστείο!