H Iεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει μια μοναδική ευκαιρία την προσεχή εβδομάδα: να ανανεώσει ριζικά τη σύνθεσή της, καθώς οι πέντε μητροπόλεις των οποίων οι θρόνοι «χήρεψαν» λόγω αποδημιών ή παραιτήσεων επισκόπων (Καστοριάς, Κιλκίς, Λαγκαδά, Θήρας, Περιστερίου) αναμένουν τον νέο ποιμενάρχη τους.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Ειδικώς οι μητροπόλεις των ακριτικών νομών της Βορείου Ελλάδος. Εκτός από ευκαιρία, η διαδικασία εκλογής αποτελεί όμως και ευθύνη. Μέγιστη ευθύνη. Η στήλη παρακολουθεί προσεκτικά τις διεργασίες που βρίσκονται εδώ και καιρό σε εξέλιξη στις πέντε μητροπόλεις και, χωρίς να θέλει να υπεισέλθει σε πρόσωπα την πορεία των οποίων γνωρίζουν άριστα ο Αρχιεπίσκοπος και οι συν αυτώ, διατυπώνει την ευχή οι εκλογές να βασιστούν στις κάτωθι αρχές:
• Στην αξιοκρατία. Δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγω τα πρόσωπα που θα ηγηθούν στο μέλλον ιστορικών μητροπόλεων να αποτελέσουν προϊόν επιλογής ισορροπιών μεταξύ των κεφαλών της Εκκλησίας. Οι ισορροπίες ήταν χρήσιμες σε άλλες εποχές. Μα στην εποχή μας, δεδομένης της δημοσκοπικής κατρακύλας της Εκκλησίας και της φθοράς της στην κοινωνία, απαιτείται να εκλεγούν οι καλύτεροι. Όχι οι αρεστοί. Περιθώρια για μετριότητες δεν υπάρχουν. Η Ιεραρχία δεν είναι κυβερνητικό σχήμα και οι εκλογές δεν συνιστούν ανασχηματισμό για να γίνονται αποδεκτές «καραμπόλες» ή για να βγαίνουν «υποχρεώσεις» μεταξύ επισκόπων.
• Στην απουσία κάθε κοσμικού κριτηρίου κατά την επιλογή νέων μητροπολιτών. Η εκλογή μητροπολιτών δεν αφορά τους μελλοντικούς συσχετισμούς της διαδοχής του Αρχιεπισκόπου. Αφορά τις τοπικές κοινωνίες. Ιεράρχες εκλέγονται στις 8 Οκτωβρίου, όχι μελλοντικοί εκλέκτορες. Η δε Εκκλησία μας δεν είναι ούτε κυβερνητικό σχήμα, όπως είπαμε, ούτε όμως και πολιτικό κόμμα για να λειτουργεί με τους κανόνες του και τους υπολογισμούς του: «Σε βοηθώ τώρα για να με ψηφίσεις αύριο». Οποιος δε μπει στον πειρασμό να μετατρέψει εκλογή σε λάφυρο μέλλοντος -υπόθεση κάνουμε-, θα το βρει από τον Θεό. Η ίδια η ζωή έχει δείξει ότι οι έχοντες υπερβολική φιλοδοξία και βιασύνη για τα αξιώματα στην πατρίδα μας καίγονται στο «ζέσταμα».
• Στην πάση θυσία αποφυγή της απονομής χρίσματος εκλεκτού σε υποψήφιους ιεράρχες. Η γνώμη του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου προφανώς και έχει βαρύνουσα σημασία, όπως μας δείχνει το παρελθόν -κανείς δεν εξελέγη μητροπολίτης αν δεν συμφωνούσε ο Προκαθήμενος-, αλλά κάθε εκλογή πρέπει να είναι απαλλαγμένη από πιέσεις και επιθυμίες. Πρέπει να είναι εκλογή ελεύθερη. Τα χρίσματα και τα «δαχτυλίδια» είναι διαδικασία κοσμική και στον νέο αιώνα εντελώς ξεπερασμένη. Σκουριάζουν την εικόνα της Εκκλησίας στην κοινή γνώμη. Η ταινία «Ο άνθρωπος του Θεού» μάς έδειξε, άλλωστε, ότι στην ηγεσία της Εκκλησίας μας «εκλέγεται» εν τέλει εκείνος που έχει την αγάπη των πιστών. Κανείς δεν μπορεί να την αγνοήσει αυτή την αγάπη.
• Στην αποφυγή εξωτερικών παρεμβάσεων για την εκλογή μητροπολίτη, είτε θεσμικών είτε εξωθεσμικών. Είναι αδιανόητο -και θεωρώ ότι δεν συμβαίνει- να καλεί ανώτατες Αρχές της Αρχιεπισκοπής Πρόεδρος Δημοκρατίας, προκειμένου να εκφράσει επιθυμία για την εκλογή συγκεκριμένου μητροπολίτη της αρεσκείας του. Το αυτό ισχύει ως γενική αρχή για επιχειρηματίες, και είμαι εξίσου βέβαιος ότι, ακόμη και αν παρ’ ελπίδα συμβαίνει, αποκρούεται. Είναι αδιανόητο να έχουν άποψη επιχειρηματίες για τα εσωτερικά της Εκκλησίας. Φράσεις του τύπου «μα, εγώ νομίζω ότι ο δείνα πρέπει να εκλεγεί για το καλό της Εκκλησίας» δεν υπάρχουν. Τα «νομίζω», τα «νομίσματα» (υπό την έννοια της εκτίμησης και των υπολογισμών) και τα «χρίσματα» απέχουν πολύ από την Εκκλησία που ονειρεύεται κάθε πιστός.
• Στην άριστη γνώση των εθνικών θεμάτων. Οι μητροπόλεις της Βορείου Ελλάδος, ειδικώς εκείνες στην επικράτεια των οποίων δρουν φιλοσκοπιανές οργανώσεις, θέλουν ιεράρχες ψυχωμένους, γνώστες, μαχητές. Όχι τα ρουσφέτια των επισκόπων.
Είμαι απολύτως βέβαιος ότι ο Αρχιεπίσκοπος, βαθύς γνώστης των ικανοτήτων όλων των υποψηφίων, θα τηρήσει αυτές τις αυτονόητες αρχές, που άλλωστε γνωρίζει και ο ίδιος καλύτερα πάντων ημών, που αποτελούμε το ταπεινό ποίμνιο, και μαζί με την Ιεραρχία, σε πνεύμα ενότητας, θα εκλέξει τους καλύτερους, αφήνοντας τη σφραγίδα του για το μέλλον. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα, ως γνωστόν.
Τελευταίο, αλλά όχι έλασσον: Η Εκκλησία μας χρειάζεται μεγάλη θεσμική, διοικητική και -τολμώ να υποστηρίξω- πνευματική μεταρρύθμιση, υπό την έννοια ότι ο λόγος της και η δράση της πρέπει να είναι περισσότερο κοινωνικές και λιγότερο κοσμικές. Η εκλογή μητροπολιτών γενικότερα ως τέτοια διαδικασία πρέπει να ιδωθεί: ως ευκαιρία για μεταρρύθμιση. Τα παλιά ιδιώματα τελειώνουν για όλους μας στη νέα εποχή. Και για την πολιτική και για την Εκκλησία και για την αγορά και για τα ακαδημαϊκά ιδρύματα και για τα ΜΜΕ, για όλους. Αν δεν αλλάξουμε εμείς, θα μας αλλάξουν μόνοι τους – οι ψηφοφόροι, οι πιστοί, οι καταναλωτές, οι αναγνώστες. Το διακύβευμα της αλλαγής και της μεταρρύθμισης είναι, συνεπώς, κατά πολύ μεγαλύτερο ενός περιστασιακού διακυβεύματος. Αρα, η εκλογή της 8ης Οκτωβρίου δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό εσωτερικού εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος. Σηματοδοτεί την αντίληψη της Εκκλησίας για το μέλλον. Προσοχή, «μας» βλέπουν!