Το πρόσφατο περιστατικό της συμπλοκής αστυνομικών με αθίγγανους και η αιματηρή κατάληξή του, καθώς και τα γεγονότα που ακολούθησαν δεν ανέδειξαν μόνο το πρόβλημα της παραβατικότητας των «ευπαθών» πληθυσμιακών ομάδων και την ιδιόρρυθμη, made in Greece, ασυλία και ανοχή που τυγχάνουν, όπως εκφράστηκε μέσα από την εντολή του συντονιστικού οργάνου της Ελληνικής Αστυνομίας να σταματήσει η καταδίωξη των παρανομούντων.
- Από τον Αλκιβιάδη Κ. Κεφάλα*
Επειδή η προνομιακή πολιτική μεταχείριση των «ευπαθών» πληθυσμιακών ομάδων αγγίζει τα όρια της ρατσιστικής διάκρισης εις βάρος των υπολοίπων, η πολιτική ασυλία στο έγκλημα δεν αποτελεί είδηση. Αντιθέτως, αναδείχτηκαν εκ νέου οι αντιφάσεις του νόμου περί «νόμιμης άμυνας», μέσω της υποχρεωτικότητας της «αναλογικότητας», της «αναγκαιότητας» και της «μη υπέρβασης της άμυνας», που σε όλες σχεδόν τις βίαιες περιπτώσεις μετατρέπουν τον αμυνόμενο από θύμα σε θύτη. Η «αναλογικότητα» επισημαίνει ότι το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από τον βαθμό της επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που επιφέρει, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις περιστάσεις.
Οποιοδήποτε μέσο άμυνας θα πρέπει να είναι ανάλογο με το μέσο που χρησιμοποιεί ο επιτιθέμενος και ανάλογο με την ένταση της επίθεσης και του κινδύνου που αυτή φέρει. Δηλαδή, εάν δύο ή περισσότερα άτομα επιτεθούν με τα χέρια σε ένα υποψήφιο θύμα, έστω και εάν οι επιτιθέμενοι είναι δυνατότεροι του θύματος, τότε ο αμυνόμενος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει πυροβόλο ή άλλο όπλο, αλλά θα πρέπει να αμυνθεί με τα χέρια.
Στην περίπτωση επίθεσης με μαχαίρι, ναι μεν ο νόμος επιτρέπει στο υποψήφιο θύμα να αμυνθεί και αυτό με μαχαίρι, αλλά ταυτόχρονα ο αμυνόμενος θα κατηγορηθεί για οπλοφορία και οπλοκατοχή, έπειτα από μήνυση την οποία συνήθως υποβάλλουν οι θύτες.
Η νομική έννοια της «αναγκαιότητας» θεωρεί ότι «η φυσική πράξη της άμυνας πρέπει να γίνεται με μέτρο», και μόνο αφού είναι αδύνατη η «παθητική άμυνα», ήτοι η προσπάθεια αποκλιμάκωσης μέσω της οπισθοχώρησης και της απόδρασης του θύματος.
Δηλαδή, εάν ένας ή περισσότεροι εγκληματίες εισβάλλουν άοπλοι σε κάποιο σπίτι, έστω και εάν κακοποιήσουν τις γυναίκες και τα παιδιά, τότε το αμυνόμενο θύμα όχι μόνο δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει πυροβόλο όπλο, ακόμη και εάν το κατέχει νόμιμα, αλλά αντιθέτως πρέπει να δραπετεύσει από το σπίτι, εάν δεν επιθυμεί νομικές εμπλοκές. Τα θύματα, λοιπόν, για να λειτουργήσουν εντός του πλαισίου της νομιμότητας θα πρέπει πρώτα να πεθάνουν και μετά να προσφύγουν στα δικαστήρια.
Στο ίδιο μήκος κύματος με νόμο του ΣΥΡΙΖΑ το αδίκημα της κλοπής μετατρέπεται σε πλημμέλημα όταν η αξία των κλοπιμαίων δεν υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ.
Δηλαδή, στην Ελλάδα ο νόμος ευνοεί τους εγκληματίες και ταυτόχρονα στρέφεται κατά των απλών πολιτών, επειδή οι ενεργοί, ανενεργοί ή συνταξιούχοι πολιτικοί τυγχάνουν αστυνομικής προστασίας επί 24ώρου βάσεως και συνεπώς δεν υφίστανται τα αποτελέσματα των «αντεγκληματικών» πολιτικών τους. Αντιθέτως, στη Γερμανία το νομοθετικό πλαίσιο της αυτοάμυνας δεν καθορίζεται από το πολιτικό συμφέρον, αλλά επιτρέπει στον αμυνόμενο πολίτη να χρησιμοποιήσει το όπλο που αυτός θεωρεί απαραίτητο, χωρίς επίσης να απαιτεί την προσπάθεια απεμπλοκής του από το επεισόδιο.
Στην περίπτωση που ο αμυνόμενος χρησιμοποιήσει πυροβόλο όπλο, ο νόμος θεωρεί ότι θα πρέπει να ρίξει μία προειδοποιητική βολή στον αέρα πριν πυροβολήσει τον εγκληματία.
Στην Αμερική επίσης δεν ισχύει η αρχή της αναλογικότητας, της αναγκαιότητας και της απεμπλοκής. Εάν το υποψήφιο θύμα θεωρήσει ότι απειλείται, τότε έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει εκείνο το μέσο που θεωρεί αναγκαίο για την άμυνά του, stand-your-ground law.
Στην Αμερική, εάν ένας ασκήσει έστω και ελαφρά σωματική βία σε κάποιον, τότε το θύμα έχει τη δυνατότητα να μην απεμπλακεί από το επεισόδιο, αλλά να αμυνθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως εάν το βίαιο επεισόδιο συμβεί εντός της οικίας του θύματος.
Ο ίδιος νόμος ισχύει επίσης στην Ιρλανδία και την Πολωνία. Στην Ελλάδα, η νομοθεσία περί αυτοάμυνας θα πρέπει να τοποθετηθεί εντός του πλαισίου «του πολιτικώς ορθού», όπου οι πολιτικοί για ψηφοθηρικούς κυρίως λόγους μεταχειρίζονται προνομιακά το έγκλημα.
Επίσης, θα πρέπει να κατανοηθεί ότι οι πολιτικοί επιδιώκουν να στρέψουν την Αστυνομία κατά των πολιτών (ηλικιωμένοι, διαμαρτυρίες για τη Μακεδονία κ.λπ.), αντί του κοινού εγκλήματος, με σκοπό οι χαμηλόμισθοι αστυνομικοί να αποτελέσουν τον «αποδιοπομπαίο τράγο» της επιβίωσης του πολιτικού συστήματος. Οι πολιτικές πρακτικές στην Ελλάδα στρέφονται κατά εκείνου του τμήματος της κοινωνίας που επιβαρύνεται οικονομικά με τα επιδόματα των «ευπαθών» και την υψηλή μισθοδοσία των πολιτικών.
*Διδάκτωρ Φυσικής του πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών