Συνήθως διατυπώνεται απαξιωτικώς και ειρωνικώς ως σχόλιο σε πραγματικά γεγονότα: «Ο τάδε ή η δείνα βουλευτής της Ν.Δ. δεν έκανε το εμβόλιο επειδή συμβουλεύτηκε τον…. πνευματικό του/της.
- Από τον
Μανώλη Κοττάκη
Πόσο καθυστερημένος! Ο περιφερειάρχης δεν ψήφισε το Μνημόνιο τον καιρό που ήταν μέλος του Κοινοβουλίου επειδή συμβουλεύτηκε τον… πνευματικό του. Πόσο οπισθοδρομικός! Ο τάδε αντιεμβολιαστής έχασε τη ζωή του επειδή άκουσε τον… πνευματικό του. Πόσο ανόητος! Ο ιερεύς της Μητροπόλεως βήτα κόλλησε κορονοϊό επειδή άκουσε τον… πνευματικό του. Πόσο αντιδραστικός!».
Στη βόρειο Ελλάδα η συζήτηση αυτή, σε τόνο απαξιώσεως πάντοτε, τα σκαλίζει ακόμη πιο βαθιά, πάει ακόμη πιο μακριά: Ποιος είναι ο ρόλος του Αγίου Ορους στο ότι η μισή Μακεδονία είναι ανεμβολίαστη; Είναι τόσο μεγάλο το εύρος της πνευματικής απήχησης του Αθω στον ελληνικό λαό; Μήπως με την πανδημία ανακαλύπτουμε κάτι που το βλέπαμε -τα κομποσκοίνια στους καρπούς των χεριών λαϊκών ανθρώπων- αλλά δεν το καταλαβαίναμε; Οσοι διεξάγουν αυτή τη συζήτηση με όρους ορθολογισμού και καταλήγουν με θυμηδία στο συμπέρασμα ότι στην πατρίδα μας υπάρχει… θεοκρατία, φοβάμαι ότι κάτι χάνουν.
Παρατηρούν το αποτέλεσμα και το αναλύουν με τη δική τους φιλοσοφική θεωρία, αλλά αγνοούν τις αιτίες του. Μην πω αδιαφορούν για αυτές! Κανείς δεν ρωτά: Γιατί οι Ελληνες τρέχουν στους πνευματικούς για να τους λύσουν προβλήματα της καθημερινής ζωής και όχι για τα θεολογικά τους ζητήματα – αμαρτίες, συγχωρέσεις κ.λπ.; Φοβάμαι ότι πίσω από αυτό το θεωρητικώς ιδεολογικό ζήτημα κρύβεται ένα πρόβλημα βαθύτατα πολιτικό και βαθύτατα πνευματικό.
Ο ρόλος της θρησκείας
Οι Έλληνες ψάχνουν «αρχηγό» για τις ζωές τους. Οι Έλληνες ψάχνουν να ακούσουν λόγο-βάλσαμο για την ψυχούλα τους, που να ξεφεύγει από τον ξύλινο λόγο της τρέχουσας ελίτ μας. Οι Έλληνες ψάχνουν αγκωνάρι μέσα στη θρησκεία, αλλά έξω από την επίσημη Εκκλησία γιατί αυτή τους απογοητεύει.
Η αναζήτηση πνευματικού είναι, λοιπόν, πράξη αυτονόμησης από την κοσμική εξουσία επειδή αυτή δεν τους εκπροσωπεί επαξίως και πράξη απόσυρσης από την επίσημη Εκκλησία επειδή αυτή δεν τους καλύπτει ψυχικώς. Αναζητώντας πνευματικούς, οι Έλληνες θέλουν να είναι χριστιανοί χωρίς να μετέχουν στο πλήρωμα αυτής της Εκκλησίας. Θέλουν να είναι πολίτες άνευ πολιτικής.
Για να μη θεωρητικολογώ, θα μιλήσω με παραδείγματα! Ισως στενοχωρήσω ανθρώπους που αγαπώ, αλλά για την αλήθεια μιλάμε, όχι για τα συναισθήματα. Προσφάτως ένας από τους πλέον φωτισμένους μητροπολίτες της πατρίδος, που έχει πνευματικές προδιαγραφές Αρχιεπισκόπου, κατήγγειλε από άμβωνος ιερείς του που κόλλησαν κορονοϊό επειδή άκουγαν τους πνευματικούς τους στο Αγιον Ορος και όχι τον ίδιο. Όταν, όμως, ο ίδιος απουσιάζει από αυτή την επαρχία της μητροπόλεώς του επί μακρόν και οι ιερείς του δεν έχουν φυσικό αρχηγό, μοιραίο δεν είναι; Θα αναζητήσουν αρχηγό αλλού. Το ότι λαμβάνουν σωστές ή λάθος συμβουλές στο μακρινό Αγιον Ορος ασφαλώς και είναι μείζον ζήτημα, αλλά ακόμη μεγαλύτερο είναι το ζήτημα της απουσίας φυσικής ηγεσίας και καθοδήγησης στην καθημερινότητά τους. Μην απορεί, λοιπόν, κανείς αν ένας ιερεύς πειθαρχεί στον πνευματικό του αντί για τον δεσπότη του. Κάτι φταίει. Κάποιο κενό υπάρχει. Αν τώρα προβάλουμε αυτό το τοπικό παράδειγμα σε εθνική κλίμακα, θα κατανοήσουμε γιατί ένας Ελλην ή μία Ελληνίδα ακούει τον πνευματικό του/της και όχι τον υπουργό Υγείας ή τον πρωθυπουργό του/της.
Η πολιτική απογοητεύει. Η πολιτική έχει πάψει εδώ και καιρό να μιλά στις καρδιές των ανθρώπων. Η πολιτική δεν οικοδομεί εμπιστοσύνη. Η πολιτική ταυτίζεται στις ψυχές των ανθρώπων με τραπεζικούς λογαριασμούς, ακίνητα και κέρδη πολυεθνικών. Η πολιτική δεν ακούει τους ανθρώπους όταν αυτοί έχουν ανάγκη να ακουστούν.
Να το το κενό και πάλι. Ακάλυπτος ο απλός Ελλην σπεύδει να αναθέσει στον πνευματικό καθήκοντα κοσμικά. Καθήκοντα που, ενδεχομένως, δεν του αναλογούν, αλλά με τον τρόπο που εξελίσσονται τα πράγματα οι άνθρωποι αυτοί -οι οποίοι τη γνώμη τους λένε στο κάτω κάτω της γραφής- εξελίσσονται για τον πολίτη από ύστατο καταφύγιο σε πρώτη επιλογή, σε ηγέτη της ζωής του. Το γιατί το περιγράψαμε ήδη: Όταν η πολιτική δεν ακούει τους ανθρώπους, οι άνθρωποι αναζητούν ανθρώπους για να ακουστούν. Για να εξομολογηθούν τον πόνο τους. Να μοιραστούν τον καημό τους. Να πάρουν και μιαν άλλη γνώμη.
Στην πραγματικότητα ο χλευαστικός τρόπος που διεξάγεται στην πατρίδα μας η συζήτηση για τους πνευματικούς υποτιμά όσους αναζητούν τη βοήθειά τους. Δείχνει πως, όχι, ούτε τώρα καταλαβαίνουν, και η πολιτική και η Εκκλησία, γιατί ο άνθρωπος θρησκεύεται ιδιωτικώς και απέχει πολιτικώς. Δείχνει και κάτι άλλο: Τη συγκλονιστική άγνοια της πολιτικής για το κοινωνικό επίπεδο των ανθρώπων που καταγγέλλει. Διότι, μαζί με τους ανωνύμους και αδυνάμους, σπεύδουν σε πνευματικούς και υπερεπώνυμοι με τους οποίους η εξουσία συναναστρέφεται κάθε μέρα. Να το εξηγήσουμε, όμως, και αλλιώς: Γιατί ο μέσος Ελλην φανατίζεται με την ποδοσφαιρική του ομάδα, φορά κομποσκοίνι στο χέρι και δεν πηγαίνει σε μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις; Απάντηση: Γιατί η ομάδα τού δίνει και χαρές και λύπες. Οχι μόνο λύπες. Κινητοποιεί τα συναισθήματα. Γιατί το Αγιον Ορος, τα μοναστήρια και οι πνευματικοί -οι παράλληλες δομές της Εκκλησίας, ας πούμε- του δίνουν ελπίδα. Γιατί, τέλος, η πολιτική τον απογοητεύει. Δεν τον εμπνέει. Γιατί θεωρεί ότι οι δυνατοί δεν ασχολούνται με τον αδύναμο. Γιατί ο απλός κόσμος έχει ηγεσίες που τις ψηφίζει αλλά δεν τις αγαπά.
Η Ορθοδοξία
Όποιος, λοιπόν, κάνει κριτική στους πνευματικούς και στις υπέρμετρες εξουσίες τους σε ισχυρό τμήμα του ελληνικού λαού ας αναλογίζεται από «τι» υπήρξε εκείνος συστηματικά απών και τι κενά δικά του πασχίζουν να κλείσουν οι πνευματικοί, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε ανεπιτυχώς. Και κάτι ακόμη: Να κάνουμε τον σταυρό μας που ο Ελλην εξακολουθεί να αναζητά λύσεις στα προβλήματά του μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο απλός πνευματικός τρόπος που μίλησε ο Πάπας Φραγκίσκος στους Ελληνες και το μοντέλο ηγεσίας που προβάλλει -κυκλοφορεί με ταπεινό φιατάκι και δεν διαμένει σε πολυτελή δώματα του Βατικανού- και γοήτευσε και προβλημάτισε τμήμα του λαού. Γοήτευσε γιατί έτσι θέλει ο χριστιανός να του απευθύνονται. Προβλημάτισε γιατί τέτοια ποιότητα θεολογικού λόγου ευρέων μηνυμάτων οι Ελληνες είχαν να ακούσουν από την εποχή του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Θα επανέλθουμε.