Ρίξτε μια ματιά στα «πόθεν έσχες» τους, στις εξαψήφιες ή και επταψήφιες καταθέσεις τους, στα δεκάδες ακίνητά τους. Δεν φτιάχτηκαν με σοσιαλισμό, είναι προϊόντα εξόχως καπιταλιστικών διαδικασιών Πώς το έλεγε ο Γκράουτσο Μαρξ; «Αυτές είναι οι αρχές μου και, αν δεν σας αρέσουν, έχω κι άλλες». Αυτού του Μαρξ είναι οπαδοί
- Από τον Φαήλο Μ. Κρανιδιώτης
Οι συριζαίοι είναι υπέρ τού «δεν πληρώνω», εκτός αν πρόκειται για τα νοίκια τους, όταν έχουν Ε9 διπλόφαρδο και το ζήτημα αφορά την περιουσία τους. Θυμάστε μια σοσιαλθείτσα που επέχαιρε για την κατάληψη κλειστού ξενοδοχείου από «αλληλέγγυους» και μουσαφιραίους; Μέχρι που ανακάλυψε πως ήταν το δικό της ξενοδοχείο και έτρεχε στα δικαστήρια και στις Αστυνομίες κλαίγοντας για την περιουσία της. Σημειωτέον δε πως η διαταγή απόδοσης μισθίου «έξωση» ονομάζεται στη λαϊκή γλώσσα. Μην τους κακολογείτε, λοιπόν, τους Γερο-Λαδάδες της αριστερίλας.
Το ζήτημα το έχει περιγράψει γλαφυρά ο Χρόνης Μίσσιος στο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Πιτσιρικάς κουκουές, στο φόρτε της καταστολής της χωριστικής κομμουνιστικής ανταρσίας, βρίσκεται έγκλειστος εις τας φυλακάς και μετρά τας γωνίας, που βγαίνουν πάντα τέσσερις. Μέλος φυσικά της παράνομης οργάνωσης του κόμματος μέσα στη φυλακή, έχουν και έναν τύπο ως καθοδήγηση. Έχουν μαζευτεί λοιπόν για να τους κάνει αγκιτάτσια ο… κομισάριος. Ξέρετε, «ο Στάλιν, του Στάλιν, τον Στάλιν, ω Στάλιν» κ.λπ.
Τα μέλη όλοι μπατίρηδες, πλην του καθοδήγα, άλλοι εξέτιαν ποινές κάθειρξης και άλλοι μελλοθάνατοι, μαζεύοντας και καπνίζοντας τις γόπες των τσιγάρων που πέταγαν φρουροί και κάνας φραγκάτος κρατούμενος. Χαρμάνηδες συνήθως, υπέφεραν ένεκα της πενίας και είχαν να δουν ολόκληρο τσιγάρο σαράντα τέρμινα. Όταν δε η γόπα ήταν τόσο μικρή που δεν μπορούσαν να την καπνίσουν, γιατί τους καίγονταν τα δάχτυλα, την κάρφωναν σε ένα ξυλάκι σαν οδοντογλυφίδα ή μάζευαν κι άλλες και έβαζαν τον καπνό σε κάνα τσιμπούκι και το κάπνιζαν διά περιφοράς, σαν Ινδιάνοι στην Οκλαχόμα. Συνήθως, πάντως, περιφέρονταν σκυφτοί, με το βλέμμα γερακίσιο προς το χώμα για το ποιος θα εντοπίσει πρώτος γόπα.
Όπως λοιπόν κάθονται οκλαδόν και τους λέει ο κομισάριος εκ του προχείρου «τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι η υπεραξία», «να, όπου να ‘ναι πεθαίνει ο καπιταλισμός» και πως πετάει ο γάιδαρος όταν το πει ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς, κάνει μια έτσι το σακάκι, βγάζει πακέτο σένιο, ποιότητας άλφα άλφα, παρθένο, κλειστό, διακορεύει την ταινία, το ανοίγει και μοστράρει στους ξελιγωμένους προλετάριους μια ολόκληρη φρέσκια τσιγαρούκλα, ολόκληρο δοκάρι. Στους άλλους, τους χαρμάνηδες, τους βγήκαν τα μάτια. Ο σύντροφος της καθοδήγησης χτύπησε το τσιγάρο στο νύχι του, το άναψε αργά, τράβηξε βαθιά ρουφηξιά και εξέπνευσε απολαυστικά τον καπνό με σκέρτσα και κόλπα, ενώ είχε πέσει σιωπή στην ομήγυρη, που σνίφαρε τα ντουμάνια ξελιγωμένη. Αμήχανοι οι σύντροφοι, ώσπου ο Χρόνης, μη αντέχοντας άλλο, εξέφρασε στραβωμένος το κοινόν αίσθημα της εν Γεντί Κουλέ κομματικής οργανώσεως, λέγοντας στον θεριακλή: «Καμιά τζούρα για μας δεν έχει, ρε σύντροφε;» Ο ταβάριτς τον κοίταξε ατάραχος, τράβηξε άλλη μια χορταστική τζούρα, τη φύσηξε ψηλά προς το πνεύμα του Λένιν και του απάντησε, χωρίς να παίξει βλέφαρο, πριν συνεχίσει την εξήγηση της κομματικής γραμμής: «Στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τον σοσιαλισμό, σύντροφε». Ο Μίσσιος και οι λοιποί ταλαίπωροι μείνανε χαρμάνηδες, όμως πόση σοφία περικλείει αυτή η κυνική ρήση, ε; Απλά δίνω όπλα και επιχειρήματα στους Γερο-Λαδάδες της Αριστεράς. Ο Νίκος Καββαδίας, που ήταν φανατικός καπνιστής αλλά και λάτρης της γυναικείας ομορφιάς, είχε γράψει πως, εάν ήταν ναυαγός, ρέστος από καπνό και γυναίκα και του ζητούσαν να διαλέξει ένα από τα δύο για συντροφιά στη ροβινσώνεια μοναξιά του, θα διάλεγε αδίστακτα τον καπνό. Βέβαια και ο Μαραμπού αριστερός ήταν -νομίζω γραμματέας του ΕΑΜ Λογοτεχνών-, οπότε τα γούστα του ήταν περίεργα.
Σε κάθε περίπτωση, για να μην κακολογούμε την Αριστερά του χαβιαριού και της σαμπάνιας, πράγματι, πώς, ρε αδερφέ, στις συνθήκες του καπιταλισμού να εφαρμόσεις επί προσωπικού τον σοσιαλισμό; Όταν οι συριζαίοι και διάφορες άλλες παραφυάδες της συλλογικής νόσου του Μαρξισμού χαϊδολόγαγαν τους «ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ» ξεχνούσαν την υποσημείωση «Δεν πληρώνετε, εκτός από τα νοίκια μας – αυτά τα πληρώνετε, αλλιώς όξω. Αντε, με σκόντο αυτά που έτσι κι αλλιώς ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος».
Ρίξτε μια ματιά στα «πόθεν έσχες» τους, στις εξαψήφιες ή και επταψήφιες καταθέσεις τους, στα δεκάδες ακίνητά τους. Δεν φτιάχτηκαν με σοσιαλισμό, είναι προϊόντα εξόχως καπιταλιστικών διαδικασιών. Ειδικά οι Βρυξέλλες είναι το Ελντοράντο του αριστερού: χρυσωρυχείο. Λεφτά, μισθοί, επιδοτήσεις. Δεν έδωσαν τον έναν τους χιτώνα, αλλά μάζεψαν όποιον χιτώνα τούς έπεσε στην πλώρη, κληρονόμησαν, επένδυσαν, μισθοδοτήθηκαν βασιλικά, άρπαξαν ευκαιρίες. Π.χ., αφού με τις πολιτικές τους στούμπωσαν την Αθήνα με λαθραίους, έγιναν γειτονιές Καμπούλ, έφυγαν οι Έλληνες, έπεσαν οι αξίες στον γκρεμό, οπότε πήραν χρέπια κοψοχρονιά και τα νοίκιασαν σε προγράμματα εποικισμού της χώρας με μουσουλμάνους, με τα νοίκια όλα παγκουί κατ’ έτος μπροστά. «Να» μια απόδοση, με το συμπάθιο!
Κορυφαίος δημοσιογράφος, με πορεία ως την κορυφή της «ανανεωτικής Αριστεράς», μου έλεγε πως σπίτι με πισίνα είδε για πρώτη φορά στη ζωή του όταν συνεδρίασαν σε σπίτι μετέπειτα κορυφαίου υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ, που στον δρόμο τον ρωτάνε «είναι καλά τα καρπούζια, μάστορα;». Συζητούσαν για την ανατροπή του αστικού καθεστώτος στα ΒΠ, δίπλα στην πισίνα, ενώ τους σερβίριζε η Φιλιππινέζα, ρε φίλε!
Θυμάμαι κι άλλο γεγονός. Οταν κάηκε το Πολυτεχνείο το 1995, νομίζω, ήρθη το άσυλο και σβέρκωσαν καμιά πεντακοσαριά του «χώρου». Πήγα την άλλη μέρα για μια δουλειά στη ΓΑΔΑ. Ολοι οι γύρω δρόμοι και τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα πολυτελή αυτοκίνητα. Στο θυρωρείο λέω στα παιδιά «Ρε σεις, τι έγινε; Έχετε έκθεση πολυτελών αυτοκινήτων;» Μου εξήγησαν. Ήταν οι γονείς των καλόπαιδων! Φραγκάτη η «επανάσταση». Έτσι είναι. Άμα το μπεγλεράς όλη μέρα και ξύνεσαι, έχεις χρόνο να το παίζεις μοδάτος και ρέμπελος.
Όταν βεβαίως αφορά την περιουσία τους μια χαρά ασκούν τα δικαιώματα που τους δίνει το Δίκαιο του αστικού κράτους, προσπαθούν να μειώσουν τη ζημιά τους, όμως έχουν ταυτόχρονα την απαίτηση εμείς να ταΐζουμε κοπρίτες συνδικαλιστές, να επιδοτούμε τσικουλάτα τσικιτά, παράνομους εισβολείς, να πληρώνουμε τα σπασμένα των καταλήψεων και των πορειών που οργανώνουν τα μισελληνικά κόμματά τους. Πώς το έλεγε ο Γκράουτσο Μαρξ; «Αυτές είναι οι αρχές μου και, αν δεν σας αρέσουν, έχω κι άλλες». Αυτού του Μαρξ είναι οπαδοί.