Η κυβέρνηση αναμένεται να ευθυγραμμιστεί, τις προσεχείς ημέρες, με την πολιτική της Ε.Ε. για την επιβολή νέων κυρώσεων στη Μόσχα και να αποδεχθεί τα αμερικανικά αιτήματα για ευρεία χρήση του λιμένα της Αλεξανδρούπολης, με σκοπό τη μεταφορά δυνάμεων, υλικού και πάσης φύσεως εφοδίων προς Βορρά.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Η λήψη οριστικών αποφάσεων, εκ μέρους του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη εξελίσσεται, πάντως, σε δυσχερή διαδικασία. Γιατί, από τη μια πλευρά, η Ελλάδα, που αντιμετωπίζει διαρκή εξωτερική απειλή και το casus belli της Τουρκίας κατά της άσκησης δικαιωμάτων που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, θα ήταν αδιανόητο να αδιαφορήσει ενώπιον εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Άλλωστε, αξιολογείται και το γεγονός ότι ο πρόεδρος Βλ. Πούτιν δεν έχει διάθεση αποστασιοποίησης από τον Τούρκο ομόλογό του Ρ.Τ. Ερντογάν και φέρεται μάλιστα ότι τον εγκωμίασε κατά τη συνάντησή του με τον κ. Μητσοτάκη στις αρχές Δεκεμβρίου.
Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση γνωρίζει ότι οι αντιδράσεις της Μόσχας θα είναι έντονες και το πλήγμα στις ελληνορωσικές σχέσεις ίσως αποδειχθεί μακροπρόθεσμο. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, επίσης, η επιρροή στο Μαξίμου παραγόντων με συμφέροντα συνδεόμενα, άμεσα ή έμμεσα, με τη Ρωσία. Γι’ αυτό και ο κ. Μητσοτάκης, ίσως με άγνοια διπλωματικού κινδύνου, σχεδίαζε να είναι ο μοναδικός δυτικός ηγέτης που θα συμμετείχε, τον Μάιο του 2020, στις εορταστικές εκδηλώσεις της Κόκκινης Πλατείας για τη νίκη στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι που ακυρώθηκαν λόγω της πανδημίας του Covid. Παρόμοιες λανθασμένες εκτιμήσεις έκανε ο πρωθυπουργός και κατά το διπλωματικό φλερτ του με την Κίνα, με βούληση άκριτης έγκρισης επενδυτικών σχεδίων και ετοιμότητα συνεργασίας στα δίκτυα 5G (μετέβαλε, βέβαια, πολιτική ύστερα από προειδοποιήσεις των Ντ. Τραμπ και Μ. Πομπέο και παρόμοια μηνύματα στην αρχή της προεδρίας Μπάιντεν). Εγιναν δε διαβουλεύσεις και για την παρουσία του κ. Μητσοτάκη -που θα ήταν, πάλι, ο μοναδικός εκπρόσωπος της Δύσης- στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου στις 4 Φεβρουαρίου.
Σε αυτό το διπλωματικό πλαίσιο και σε συνέχεια της προ ημερών τηλεφωνικής συνομιλίας του με τον Γερμανό καγκελάριο Ο. Σολτς, ο πρωθυπουργός έστειλε, τελικά, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το μήνυμα ότι δεν θα αντιταχθεί στην επιβολή νέων κυρώσεων (σε συνέχεια των αντίστοιχων του 2014) κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η Αθήνα συνδέει τη συναίνεση στις κυρώσεις με την ανάγκη μέριμνας της Ε.Ε. προς στήριξη των οικονομιών των μελών της, εννοώντας τις τιμές του φυσικού αερίου και τις απώλειες στο εμπορικό ισοζύγιο. Δυστυχώς, όπως συνήθως συμβαίνει στις διεθνείς κρίσεις και ήδη προκύπτει από την αδράνεια των Βρυξελλών στις ενεργειακές ανατιμήσεις, ο ελληνικός όρος δεν θα ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιβολή των κυρώσεων.
Σε κάθε περίπτωση, η συνδιάλεξη των κυρίων Μητσοτάκη και Σολτς αποδεικνύεται καθοριστική για τη στάση της κυβέρνησης, επειδή -παρά την αρχική εικόνα για ηπιότερη στάση της Γερμανίας- το Βερολίνο απορρίπτει τις απαιτήσεις της Μόσχας για επίλυση της ουκρανικής κρίσης. Η γερμανική διπλωματία κρίνει ότι ο κ. Πούτιν επιδιώκει μεταβολή των ευρωπαϊκών συσχετισμών ασφάλειας και ότι ο υπουργός Εξωτερικών Σ. Λαβρόφ υποβαθμίζει τον ρόλο της Ε.Ε. και ισχυρών παικτών, όπως το Βερολίνο και το Παρίσι, προτιμώντας τη διεξαγωγή σοβαρών συνομιλιών μόνον με την Ουάσινγκτον. Παράλληλα, τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας και το ΓΕΕΘΑ ολοκληρώνουν το σκεπτικό και τον σχεδιασμό τους για τη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ εν όψει κλιμάκωσης στην Ουκρανία.
Η αξιοποίηση της βάσης της Σούδας για επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών και την υποστήριξη και άλλων αεροπορικών (μη επιθετικών) επιχειρήσεων είναι απολύτως βέβαιη και δεν θα προκαλέσει διπλωματικές περιπλοκές.
Όμως, ταυτόχρονα, υπάρχουν διλήμματα ως προς την έγκριση όλων των αμερικανικών κινήσεων μέσω της Αλεξανδρούπολης. Η κατ’ αρχάς κυβερνητική απόφαση είναι υπέρ της ακώλυτης χρήσης μόνον του λιμένα της. Οποιες σκέψεις για την επιβολή περιορισμών στη διακίνηση δυνάμεων και υλικού απορρίπτονται, επειδή θα σήμαιναν, ουσιαστικά, ακύρωση της αναθεωρημένης Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) και απώλεια της στρατηγικής χρησιμότητας της Αλεξανδρούπολης για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Αντίθετα, το σκέλος των αιτημάτων, που προβληματίζει έντονα την κυβέρνηση, αφορά τη διοικητική υποστήριξη των δυνάμεων των ΗΠΑ. Πρόκειται για σχέδια μακράς διάρκειας, που θα προκαλέσουν την οργή της Μόσχας, με μεγάλες εγκαταστάσεις, εμπλοκή πολυάριθμου πολιτικού και στρατιωτικού προσωπικού και έκθεσή του στους κατοίκους γειτονικών περιοχών και στα μέσα ενημέρωσης. Δεν είναι εύκολη απόφαση για έναν πρωθυπουργό που επικεντρώνεται στην επικοινωνιακή εικόνα, σύρεται από τα γκάλοπ και ψαρεύει στα θολά νερά της Κεντροαριστεράς.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.