Επίσκεψη εργασίας στη Μόσχα θα πραγματοποιήσει -πιθανότατα- ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας σε μία κρίσιμη περίοδο κορύφωσης των ανησυχιών για εισβολή ή προβοκάτσια της Ρωσίας στην Ουκρανία, ενώ συνεχίζονται οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης για ισορροπία μεταξύ των συμμαχικών υποχρεώσεων και της ανάγκης φιλικών σχέσεων με το Κρεμλίνο.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, οι συνομιλίες του Ελληνα υπουργού στη Μόσχα θα διεξαχθούν πριν από την 20ή Φεβρουαρίου. Αρκετοί δυτικοί αναλυτές τη θεωρούν ορόσημο, επειδή είναι η ημερομηνία λήξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, που -θεωρητικά- αποτρέπουν τις στρατιωτικές κινήσεις έως τότε. Επίσης, τα τέλη Φεβρουαρίου αξιολογούνται ως ιδανικά για την έναρξη επιχειρήσεων λόγω των κλιματολογικών συνθηκών και της κατάστασης του εδάφους στα σύνορα Ρωσίας – Ουκρανίας και Λευκορωσίας – Ουκρανίας.
Το επικείμενο ταξίδι του κ. Δένδια βρίσκεται εν γνώσει ορισμένων συμμάχων και εταίρων της Αθήνας, και ο ίδιος υπαινίχτηκε (σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα») την ανάληψη κάποιου μεσολαβητικού ρόλου, σε συνέχεια σχετικής παράκλησης της κυβέρνησης της Ουκρανίας, την οποία πρόσφατα επισκέφτηκε. Γι’ αυτό αναμένεται να δοθεί μία σχετική επικοινωνιακή διάσταση εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να υπάρξει πραγματική μεσολάβηση της Αθήνας, καθώς ο Ρώσος πρόεδρος Βλ. Πούτιν και ο υπουργός Εξωτερικών Σ. Λαβρόφ θεωρούν ως μοναδικό συνομιλητή τους τις Ηνωμένες Πολιτείες, και όχι την Ε.Ε. ή οποιοδήποτε μέλος της. Επίσης, όλες οι πληροφορίες και οι ενδείξεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μεσολαβητικό ρόλο δεν θα διαδραματίσει (αν και θα το επιθυμούσε πολύ) ούτε ο Τούρκος πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν για τον ίδιο ακριβώς λόγο, της ρωσικής προτίμησης σε απευθείας επαφές με τις ΗΠΑ και μόνον.
Η εντύπωση περί υποτιθέμενων περιθωρίων ανάληψης δραστήριου ρόλου, που είχε σχηματίσει και ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης (λόγω μιας απόρρητης ενημέρωσης από τον πρεσβευτή των ΗΠΑ Τζ. Πάιατ), διαψεύστηκε κατά τη συνάντηση με τον κ. Πούτιν στο Σότσι, στις αρχές Δεκεμβρίου. Άλλωστε, στην παρούσα φάση κύρια μέριμνα της αμερικανικής πλευράς είναι η αποδοχή των προτάσεών της για διευκολύνσεις μεταφοράς δυνάμεων και υλικού μέσω του λιμένα της Αλεξανδρούπολης και για την έγκριση αεροπορικών επιχειρήσεων υποστήριξης, συλλογής πληροφοριών (AWACS) και εναέριου ανεφοδιασμού (KC-135). Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται ο κ. Πάιατ (η θητεία του δεν θα λήξει πριν από το Πάσχα), ο αναπληρωτής επικεφαλής της πρεσβείας Ντ. Μπέργκερ (θα αναχωρήσει από το πόστο του στις αρχές του καλοκαιριού) και ο αμυντικός ακόλουθος, πλοίαρχος Μ. Μπιέρι.
Με αυτά τα δεδομένα, οι συνομιλίες Δένδια – Λαβρόφ αναμένεται να έχουν την ίδια περίπου διμερή ατζέντα με τις αντίστοιχες των κυρίων Μητσοτάκη και Πούτιν. Ελπίζεται, δε, ότι -σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό- ο κ. Δένδιας θα διαγνώσει καλύτερα τις ρωσικές προθέσεις σε σχέση με την Τουρκία, το Κυπριακό και τα Βαλκάνια.
Παράλληλα μεγάλο ερώτημα παραμένει αν ο Ελληνας υπουργός θα συζητήσει με τον Ρώσο ομόλογό του και τα θέματα ενέργειας, κατόπιν της αποτυχίας του κ. Μητσοτάκη και άλλων αρμόδιων παραγόντων που αποπειράθηκαν να διαπραγματευτούν κάτι καλύτερο με την Gazprom. Οι έως τώρα πληροφορίες αναφέρουν ότι η Μόσχα δεν προτίθεται να προσφέρει ευνοϊκή μεταχείριση στην Ελλάδα -συγκριτικά με τα άλλα μέλη της Ε.Ε.- ως προς τις ποσότητες και την τιμολόγηση του φυσικού αερίου. Το σκεπτικό της Μόσχας είναι ότι θα έχει μεν διαφυγόντα κέρδη και αργότερα ζημίες από την επιβολή δυτικών κυρώσεων, αλλά διαθέτει ακόμα περιθώριο ορισμένων μηνών για επίδειξη αδιαλλαξίας, ταυτόχρονα, στο ουκρανικό και στο ενεργειακό μέτωπο.
Ελληνικές και ξένες πηγές διατυπώνουν -σχεδόν ταυτόσημες- εκτιμήσεις ότι η διακοπή εισαγωγής ρωσικού φυσικού αερίου στη χώρα μας (σχεδόν το 55% των συνολικών ποσοτήτων) θα οδηγήσει σε αυξημένες εισαγωγές υγροποιημένου αερίου LNG μέσω του τερματικού σταθμού της Ρεβυθούσας. Αρκετές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Αλγερία και το Κατάρ, θα αυξήσουν τις παραδόσεις LNG στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οπότε και οι δικές τους τιμές θα αυξηθούν, με προφανέστατες επιπτώσεις στην εθνική οικονομία, στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά.
Στο διπλωματικό επίπεδο, η κυβέρνηση έχει ζητήσει προστατευτικά και υποστηρικτικά μέτρα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία ανέθεσε το ζήτημα στον υψηλό εκπρόσωπό της (…και αποτυχημένο σχεδόν σε όλα τα θέματα) Ζ. Μπορέλ, ο οποίος -με τη σειρά του- προσδοκά ουσιαστική συνδρομή μόνον από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη