Νωρίς σήμερα τα ξημερώματα θα γνωρίζαμε κατά πόσο ευσταθούν οι αμερικανικές εικασίες περί ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα παρακολουθήσαμε το σφυροκόπημα της αμερικανικής διπλωματίας, η οποία ισχυριζόταν μετ’ επιτάσεως ότι τα χαράματα της Τετάρτης επίκειται ρωσική επίθεση στη γειτονική χώρα. Οι Αμερικανοί, μάλιστα, απαίτησαν από όλες τις χώρες, οι οποίες είναι σύμμαχοί τους, να μετάσχουν στην αντιρωσική φρενίτιδα, δίδοντας εντολή στους υπηκόους τους να εγκαταλείψουν άρον άρον το Κίεβο. Πράγματι, στην απόπειρα αυτή τεχνητής κρίσης μετείχαν πάρα πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με πρώτο το Λονδίνο, και ακολουθήσαμε ακόμη κι εμείς.
Μετείχαν επίσης απρόθυμα οι Γερμανοί, ενώ δεν έλειψαν ακόμη και θρησκευτικοί ηγέτες, όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος από το Φανάρι έκανε λόγο για Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εάν οι εκτιμήσεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών είχαν αποδειχθεί αληθείς, τότε ουδείς θα είχε πρόβλημα προφανώς και όλοι θα είχαν πράξει το καθήκον τους.
Αν και, όπως παρατηρήσαμε, ακόμη και ο πρόεδρος της Ουκρανίας Ζελένσκι, τέως κωμικός, δυσφόρησε ανοικτά με τον πανικό που δημιούργησαν οι σύμμαχοι για να πλήξουν το ρωσικό γόητρο.
Εάν όμως την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές οι πληροφορίες περί επικείμενης ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία έχουν διαψευστεί, τότε το γόητρο του προέδρου Μπάιντεν, του υπουργού Εξωτερικών Μπλίνκεν και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών θα έχει υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγμα.
Αντιρωσισμός υπό τη μορφή υβριδικού πολέμου δεν μπορεί να είναι η απάντηση των Ηνωμένων Πολιτειών στον 21ο αιώνα. Ειδικά, μάλιστα, όταν ο μεγάλος αντίπαλος των ΗΠΑ είναι η Κίνα και όχι η Ρωσία. Στους πολιτικούς αναλυτές είναι γνωστό: Καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια να ελεγχθεί πολιτικά το κράτος της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ διότι αποκόπτει -έτσι νόμιζαν, τουλάχιστον- τη Ρωσία από την Ευρώπη.
Πρόκειται για την παλιά ανάλυση που αφορά τον έλεγχο της Ευρασίας. Με μία διαφορά όμως: Στα χρόνια που πέρασαν η Ρωσία κατάφερε να σφυρηλατήσει οικονομικούς δεσμούς με μεγάλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως η Γερμανία, με την οποία συνεργάζεται στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream.
Η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ενωσης εξαρτάται πλέον εν πολλοίς από τους ενεργειακούς πόρους της Μόσχας. Το αμερικανικό σχιστολιθικό αέριο και ακριβό είναι και με καθυστέρηση έφτασε στην Ευρώπη. Υπό το φως αυτών των δεδομένων, λοιπόν, η Ευρώπη στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά απρόθυμη να ακολουθήσει την αμερικανική φρενίτιδα κατά της Μόσχας. Τυχόν υποστήριξη της Γερμανίας προς την Ουκρανία για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ θα σήμαινε ότι το Βερολίνο ρισκάρει διπλά: Ρισκάρει με την τροφοδοσία της βιομηχανίας του με φτηνό φυσικό αέριο. Ρισκάρει επίσης με το να υποδεχτεί χιλιάδες Ουκρανούς πολιτικούς πρόσφυγες σε γερμανικό έδαφος. Κάτι που είναι το τελευταίο που θα επιθυμούσε.
Για τους λόγους αυτούς, μάλιστα, από το 2008 στην περίφημη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, όπου η Ελλάς άσκησε βέτο στην ένταξη των Σκοπίων, η Γερμανία και άλλες χώρες μπλόκαραν την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Μόλις, μάλιστα, ξέσπασε η κρίση, όταν ο Γερμανός καγκελάριος επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες, αρνήθηκε να ακολουθήσει τον πρόεδρο Μπάιντεν στη ρητορεία του κατά του αγωγού Nord Stream, ενώ λέγεται ότι κόμισε στον πρόεδρο Πούτιν πρόταση να παγώσει η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ για τουλάχιστον 30 χρόνια. Όσον αφορά δε τις περίφημες κυρώσεις κατά της Ρωσίας, η Ευρωπαϊκή Ενωση κατέστησε γρήγορα σαφές ότι το σύστημα Swift θα εξαιρεθεί των κυρώσεων που τυχόν θα επιβληθούν στις ρωσικές τράπεζες.
Γιατί η Δύση, Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη, εμφανίζεται διχασμένη απέναντι στον Ρώσο πρόεδρο; Είναι λογικό! Δεν είναι μόνο τα οικονομικά της συμφέροντα. Η Δύση αθέτησε την υπόσχεση που έδωσε στη Ρωσική Ομοσπονδία, όταν επανενώθηκε η Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τότε είχε δεσμευτεί ότι καμία από τις βαλτικές χώρες δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.
Η ένταξη της Ουκρανίας στη Συμμαχία, η εγκατάσταση δυνάμεων του ΝΑΤΟ – κατά βάση αμερικανικών- στην αυλή της Ρωσίας είναι στο μυαλό του προέδρου Πούτιν πράξη αντίστοιχη με το να εγκαθιστούσε ο ίδιος τον ρωσικό στόλο έξω από το λιμάνι της Νέας Υόρκης, με τα κανόνια στραμμένα προς το Αγαλμα της Ελευθερίας. Για τέτοια απειλή μιλάμε. Κάθε λογικός ηγέτης οποιασδήποτε χώρας που θα βρισκόταν προ τέτοιας απειλής δίπλα στα σύνορά του έτσι θα αντιδρούσε. Κατά τον ίδιο τρόπο. Το ερώτημα είναι γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες συμπεριφέρονται κατά αυτόν τον στρατηγικά ανόητο τρόπο.
Και τούτο όχι μόνο διότι το Πεκίνο είναι ο βασικός τους αντίπαλος και με την επιθετικότητά τους έφεραν πιο κοντά τη Ρωσία με την Κίνα, αλλά και γιατί έτσι έστρεψαν όλα τα φώτα του πλανήτη πάνω στον Πούτιν, του επέτρεψαν να «χορεύει» τη διασπασμένη Δύση και να την ειρωνεύεται για τα λάθη της.
Στην πραγματικότητα, με τις ανοησίες τους του αύξησαν το κύρος του στον δυτικό κόσμο. Ειλικρινά προσπαθούμε να καταλάβουμε τη στρατηγική αυτή του προέδρου Μπάιντεν, ο οποίος αντιμετωπίζει ανυπέρβλητα εσωτερικά προβλήματα -αυξημένος πληθωρισμός της τάξεως του 7%, κίνδυνος ήττας στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου-, αλλά δυστυχώς δεν βγάζουμε νόημα.
Εάν οι προβλέψεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών περί ρωσικής εισβολής έχουν πέσει έξω, τότε η Ουάσινγκτον δεν θα έχει εκθέσει μόνο τον εαυτό της, αλλά και σχεδόν όλους τους συμμάχους της που την πίστεψαν και την ακολούθησαν.
Θα πρόκειται περί νίκης, αλλά χάρτινης νίκης. Με κεφαλαία γράμματα. Μετά τη Συρία, τη Λιβύη και το Αφγανιστάν, η Δύση τώρα εκτίθεται και στην Ουκρανία. Και το ωραιότερο: Με την πολιτική της ισχυροποίησε τον Ρώσο πρόεδρο και γεωπολιτικά και οικονομικά.
Εάν οι αγορές εξαρτώνται από το αν η Μόσχα κηρύξει πόλεμο στο Κίεβο και πανηγυρίζουν στην πρώτη πληροφορία περί απομάκρυνσης του ενδεχόμενου, τότε καταλαβαίνετε για ποιον κόσμο ομιλούμε. Ο όρος «πλανητάρχης» σε λίγο θα είναι παρελθόν. Η Αμερική πρέπει να μοιάζει ότι είναι δυνατή στον 21ο αιώνα και έχει έναν πρόεδρο που κάνει τα πάντα για να μοιάζει αδύναμη.