Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Μάρτιος 1878), με την οποία δημιουργήθηκε προσωρινά η «Μεγάλη Βουλγαρία», σηματοδότησε και το τέλος του Ρωσοτουρκικού Πολέμου που είχε ξεκινήσει περίπου έναν χρόνο νωρίτερα.
- Από τον Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
Η αντίδραση της ελληνικής Πολιτείας ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη και το έλλειμμα αυτό αναπληρώθηκε από τους εν Κωνσταντινουπόλει ελληνικούς συλλόγους Μακεδόνων, Θρακών, Ηπειρωτών και Θεσσαλών.
Οι σύλλογοι αυτοί (όπως αναφέρει ο Γιώργος Γκοβέσης στο βιβλίο του «Η Μακεδονία και η Θράκη σε κρίσιμη φάση», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον ξανθιώτικο εκδοτικό οίκο «Σπανίδης») συνέταξαν κοινό υπόμνημα, το οποίο επέδωσαν στους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη. Με το υπόμνημα αυτό εξέθεταν τα ιστορικά δίκαια του Ελληνισμού, το παράλογο και ανιστόρητο σκεπτικό της δημιουργίας της «Μεγάλης Βουλγαρίας» και τον κίνδυνο να αποκοπεί ο Ελληνισμός από ιστορικές κοιτίδες του με το ενδεχόμενο του πλήρους αφανισμού του σε αυτές.
Το υπόμνημα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη λήψη των μετέπειτα αποφάσεων, αλλά και μετά την ήττα της Βουλγαρίας στον Β´ Βαλκανικό Πόλεμο, που οδήγησαν στην ανατροπή της συνθήκης και στην υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913), που περιόριζε τη Βουλγαρία σε εδάφη πάνω από την οροσειρά της Ροδόπης.
Η καταστολή του βουλγαρικού εθνικισμού, όμως, δεν είχε επιτελεστεί αποτελεσματικά και, με αφορμή την ένταξη της χώρας στον Αξονα, αυτός εκδηλώθηκε πάλι σε βάρος της πατρίδας μας, με την ενσωμάτωση περιοχών της Μακεδονίας και της Θράκης μας στο βουλγαρικό κράτος κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής της Ελλάδας.
Κι ενώ όλα αυτά τα ιστορικά προηγούμενα θα έπρεπε να αποτελέσουν διδάγματα προς αποφυγήν πολιτικών λαθών, που θα οδηγούσαν στην αναζωπύρωση του βουλγαρικού εθνικισμού, μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, δυστυχώς, το «εθνικό κέντρο» καθεύδει ακόμη και σήμερα, με αποτέλεσμα να παρέχει συνεχώς καύσιμη ύλη, βοηθώντας την αναζωπύρωση αυτή.
Πέρα από την ανοχή που έδειξε επί σειρά ετών στις βουλγαρικές προκλήσεις, που εκδηλώνονταν, κυρίως, μέσα από τις δραστηριότητες της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών και υπό το δόγμα ότι «η Βουλγαρία είναι μία χώρα που συνορεύει με τον εαυτό της», σε συνδυασμό με τη μη διεκδίκηση αποζημιώσεων για τα δεινά που συσσώρευσε η προσάρτηση ελληνικών εδαφών κατά την Κατοχή στη Βουλγαρία αλλά και την παθητική στάση απέναντι στην εκδήλωση του βουλγαρικού μεγαλοϊδεατισμού στα Σκόπια, ήρθε τον τελευταίο καιρό και η προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών για να ολοκληρώσει τις αυτοκτονικές πρακτικές που ακολουθεί η Ελλάδα στο θέμα.
Έχουμε γράψει κατ᾽ επανάληψη ότι η «συμφωνία» αυτή θα γίνει αιτία να παρουσιάσει εκ νέου η Βουλγαρία το δικό της ιστορικά στρεβλό αφήγημα περί της «βουλγαρικότητας» των κατοίκων των Σκοπίων, εκμεταλλευόμενη την «απελπισία» των βουλγαριζόντων «Μακεδόνων» της γειτονικής χώρας, που δείχνουν να συνειδητοποιούν ότι πρέπει να επισπεύσουν τη διάλυση του, ούτως ή άλλως, εύθραυστου κρατικού οικοδομήματός τους, προτού αυτό συμβεί χωρίς να μπορούν να το ελέγξουν.
Η Ελλάδα, για άλλη μία φορά, παρακολουθεί απαθής τις εξελίξεις. Η Βουλγαρία ήδη πέτυχε στην επικείμενη απογραφή πληθυσμού στα Σκόπια να συμπεριληφθεί και η επιλογή της «βουλγαρικής εθνότητας». Η Ελλάδα τι κάνει για μία αντίστοιχη επιλογή «ελληνικής εθνότητας»; Πρόσφατα το κόμμα VMRO – Βουλγαρικό Εθνικό Κίνημα μετά το συνέδριό του στη Σόφια το περασμένο Σάββατο εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφέρει ότι «η Βουλγαρία και η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας έχουν κοινή ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά, και αυτή είναι η μελλοντική τους πορεία» (ΑΠΕ – ΜΠΕ).
Η Ελλάδα πώς ακριβώς ανταποκρίνεται στις εκκλήσεις των ομογενών μας στα Σκόπια, που εδώ και χρόνια αγωνιούν για μία πολιτική τους έκφραση που θα έχει τη στήριξη της μητέρας πατρίδας, στα πρότυπα της ΔΕΕΜ – Ομόνοια των Βορειοηπειρωτών αδελφών μας;
Είναι αξιοσημείωτο ότι το VMRO κάλεσε τις κυβερνήσεις Βουλγαρίας και Σκοπίων να σχηματίσουν… ομοσπονδία των δύο χωρών! Αν αυτό δεν υποκρύπτει τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις της βουλγαρικής πλευράς, ας μας πει επιτέλους κάποιος τι άλλο δείχνει. Ως πότε θα παραμένουμε απαθείς σε όσα συμβαίνουν και σχεδιάζονται στη γειτονιά μας;
*Δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης «Θεσσαλονίκη Πόλη Ελληνική», info@thess-el-poli.gr