Απόλυτος αιφνιδιασμός και μέγιστη ολιγωρία στη λήψη των αποφάσεων για τη θωράκιση της οικονομίας και της ενεργειακής τροφοδοσίας της χώρας χαρακτηρίζουν τη στάση του Μεγάρου Μαξίμου ενώπιον της κορύφωσης της κρίσης στην Ουκρανία.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Αν και η -εκ μέρους της Ρωσίας- τεχνητή αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου είχε καταγραφεί ήδη από τα μέσα του περασμένου καλοκαιριού και ο Αμερικανός πρεσβευτής Τζ. Πάιατ προέβη -πριν από τα τέλη Νοεμβρίου- σε απόρρητη ενημέρωση προς την κυβέρνηση για τις επικείμενες σοβαρότατες εξελίξεις, ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης συνειδητοποιεί καθυστερημένα το μέγεθος της κρίσης που πλήττει και την Ελλάδα. Ο κ. Μητσοτάκης είχε τηλεδιάσκεψη με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σ. Μισέλ και συγκάλεσε, μόλις προχθές (!), ειδική σύσκεψη, «στην οποία» -σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση- «συζητήθηκαν όλα τα πιθανά σενάρια, με στόχο την ασφάλεια της τροφοδοσίας σε φυσικό αέριο».
Ασφαλώς, παρόμοιες συσκέψεις θα έπρεπε να είχαν συγκληθεί από τον Νοέμβριο κατόπιν των συγκεκριμένων προειδοποιήσεων του κ. Πάιατ, που επιβεβαιώνονται στο έπακρο, και όχι κατόπιν εορτής. Άλλωστε, ούτε και ο πρόεδρος Βλ. Πούτιν άφησε περιθώρια ψευδαισθήσεων στον κ. Μητσοτάκη κατά τη συνάντησή τους στο Σότσι, στις 8 Δεκεμβρίου.
Γι’ αυτό και, μεταξύ ξένων διπλωματών στην Αθήνα, ακούγονται διάφορες -επιεικώς απαράδεκτες- ειρωνείες για τις προτεραιότητες του Μαξίμου. Η ηπιότερη εκ των ειρωνειών επισημαίνει ότι, ενώ η κυβέρνηση αποδεικνύεται πλήρως δεκτική έναντι της Ουάσινγκτον σε όλα τα άλλα ζητήματα, δεν έδειξε εμπιστοσύνη στον Αμερικανό πρεσβευτή στο θέμα που αποδεικνύεται κατεξοχήν καθοριστικό για την ελληνική οικονομία και την επιβίωση επιχειρήσεων και νοικοκυριών μετά και την πανδημία του Covid. Αντίθετα, αξιολογήθηκαν σαν πιο αξιόπιστες οι εκτιμήσεις κάποιων ημιαρμοδίων της Ε.Ε., ότι η Μόσχα έκανε απλή «επίδειξη ισχύος» στα σύνορα με την Ουκρανία και ότι η συγκέντρωση δυνάμεων ήταν μικρότερη απ’ ό,τι έδειχναν τα αμερικανικά στοιχεία.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ανησυχητικό σκηνικό διαμορφώνεται ως εξής:
1. Η Ελλάδα θα βρεθεί, σύντομα, μπροστά στο μέγιστο πρόβλημα είτε περιορισμού (μέχρι διακοπής) του εισαγόμενου φυσικού αερίου από τη Ρωσία είτε διατήρησης της τιμής του σε υψηλότατα επίπεδα επί πολλούς μήνες. Με δεδομένο ότι το 55% των εισαγωγών γίνεται από τη ρωσική Gazprom ή θυγατρικές και συνεργάτες της, οι επιπτώσεις θα είναι τεράστιες για την εθνική οικονομία και τον Ελληνα μέσο πολίτη.
2. Η Αθήνα θα κληθεί να υιοθετήσει πακέτο αυστηρότατων κυρώσεων της Ε.Ε. σε βάρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Παρά τις επιφυλάξεις Βερολίνου και Παρισιού έναντι των σκληρών προτάσεων της Ουάσινγκτον, οι τελευταίες πληροφορίες κάνουν λόγο για ευθυγράμμιση ΗΠΑ και Ε.Ε. Μεταξύ άλλων, θα απαγορευτούν οι εξαγωγές ακόμα και υλικών διπλής (πολιτικής και στρατιωτικής) χρήσης και όλες οι συναλλαγές με κρατικούς φορείς της Ρωσίας (συμπεριλαμβανομένων των αμυντικών βιομηχανιών από τις οποίες εξαρτώνται ορισμένα συστήματα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων). Αντιγράφοντας το πρόσφατο μοντέλο των κυρώσεων κατά της Βενεζουέλας, οι ΗΠΑ θα λάβουν μέτρα και κατά ευρωπαϊκών εταιριών που τυχόν θα συναλλάσσονται με τη Ρωσία, βασιζόμενες στο επιχείρημα ότι δεν τις αφορά η αμερικανική νομοθεσία.
3. Παρά τις προσδοκίες της ελληνικής κυβέρνησης ότι οι κυρώσεις της Ε.Ε. θα συνοδευτούν από μέτρα των Βρυξελλών για απρόσκοπτη προμήθεια φυσικού αερίου και γενναιόδωρη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών, δεν υπάρχει καμιά σχετική εγγύηση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξασφάλισε την υπόσχεση του Λευκού Οίκου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την προμήθεια μεγάλων ποσοτήτων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), αλλά οι τιμές θα είναι πολύ αυξημένες και οι μεταφορές με τάνκερ και οι συνδεόμενες διαδικασίες θα διαρκούν ως 15 ημέρες. Ασφαλώς, τα υψηλά τιμολόγια του LNG οδηγούν και σε αύξηση των τιμολογίων του ηλεκτρικού.
4. Το κρίσιμο σημείο εντοπίζεται στη συνέχιση ή μη της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου μέσω των αγωγών Turk Stream και του Trans Balkan (Διαβαλκανικού). Σε περίπτωση διακοπής, η μόνη εναλλακτική είναι η ευρεία χρήση του LNG μέσω των εγκαταστάσεων της Ρεβυθούσας, που -παρά την αναβάθμισή τους- λειτουργούν σήμερα κάτω του 50% της δυναμικότητάς τους. Λόγω των έκτακτων αναγκών, η δυναμικότητα επείγει να αυξηθεί στο 100%, χωρίς αυτό να είναι βέβαιο τεχνικά ή εφικτό για μακρύ χρονικό διάστημα.
Παράλληλα, συνεχίζονται οι επαφές της Αθήνας με την Ουάσινγκτον για αμιγώς στρατιωτικά θέματα. Οι δύο πλευρές συγκλίνουν ως προς την ακώλυτη χρήση του λιμένα της Αλεξανδρούπολης και τις αεροπορικές επιχειρήσεις Πληροφοριών, Επιτήρησης και Αναγνώρισης (ISR). Αντίθετα, δεν υπάρχει ακόμα σύγκλιση απόψεων σχετικά με την παραχώρηση μεγάλων εγκαταστάσεων διοικητικής υποστήριξης και τη χρήση εναέριων μέσων υψηλής τεχνολογίας.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη