Ανασύνταξη της ενεργειακής πολιτικής της χώρας –την ύστατη ώρα και με αμφίβολες προοπτικές– επιχειρεί η κυβέρνηση μετά τα αλλεπάλληλα λάθη με την απαξίωση του φυσικού αερίου σε επαφές με ξένους αξιωματούχους, την εφαρμογή μέτρων απολιγνιτοποίησης νωρίτερα από τις προθεσμίες της Ε.Ε. και την εγκληματική υποβάθμιση των έγκαιρων προειδοποιήσεων των ΗΠΑ (τον Νοέμβριο πέρυσι) για τις επερχόμενες συνέπειες της κρίσης στην Ουκρανία.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επιδιώκει την έλευση του προέδρου της Αιγύπτου Αμπ. Ελ Σίσι στην Αθήνα, ώστε να συζητηθούν εκτενώς οι προοπτικές συνεργασίας αφενός ως προς την ηλεκτρική διασύνδεση μέσω του σχεδίου EuroAfrica Interconnector και αφετέρου ως προς τις εξαγωγικές οδούς του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Λόγω των στενών σχέσεων Αθήνας – Καΐρου, ήδη από το 2013 που ο πρόεδρος Ελ Σίσι ανήλθε στην εξουσία, ο σχεδιασμός του πρωθυπουργού φαινόταν πως θα υλοποιηθεί επιτυχώς εντός του Μαΐου.
Ωστόσο, ο ορισμός της συνάντησης του κ. Μητσοτάκη με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζ. Μπάιντεν στην Ουάσινγκτον, στις 16 Μαΐου, ανατρέπει, εκ των πραγμάτων, τον προγραμματισμό της επίσκεψης του Αιγύπτιου προέδρου. Πάντως, σύμφωνα με ψιθύρους μεταξύ ξένων διπλωματών στην Αθήνα, η αναβολή της επίσκεψης είχε αποφασιστεί από την αιγυπτιακή πλευρά αρκετές ημέρες νωρίτερα. Γιατί -άγνωστο με ποιο σκεπτικό- ο κ. Μητσοτάκης είχε προτείνει όχι μόνο διμερή συνάντηση με τον κ. Ελ Σίσι, αλλά και κοινή συνάντησή τους με κάποιο αξιωματούχο της Ε.Ε. που θα βρισκόταν στην Αθήνα και συμμετοχή των τριών τους σε συνέδριο για ενεργειακά θέματα. Όπως είναι αυτονόητο, το κύρος του Αιγύπτιου προέδρου δεν συνάδει ούτε με συναντήσεις με δευτεροκλασάτους αξιωματούχους εξ Ευρώπης ούτε με ευκαιριακές εμφανίσεις «κομπάρσου» σε συνέδρια, οπότε τώρα ελπίζεται πως θα βρεθεί άλλη ημερομηνία για την πραγματοποίηση συνομιλιών στην ελληνική πρωτεύουσα.
Σε κάθε περίπτωση η «γκάφα» της ελληνικής πλευράς δεν πρόκειται να διαταράξει τη διμερή πολιτική και ενεργειακή συνεργασία. Το Κάιρο έχει ενημερώσει την Αθήνα ότι ενδιαφέρεται για την κατασκευή αγωγού που θα συνδέει την Ελλάδα με την Αίγυπτο, με σκοπό το φυσικό αέριο να εντάσσεται στον αγωγό TAP με τελικό προορισμό την Ιταλία και άλλες χώρες της Ε.Ε. Ο σχεδιαζόμενος αγωγός θα μεταφέρει αιγυπτιακό και ισραηλινό φυσικό αέριο και σε απώτερο χρόνο ίσως κυπριακό ανάλογα με τις εξελίξεις στο πρόγραμμα υδρογονανθράκων της Μεγαλονήσου. Μέχρι προ ημερών επικρατούσε αισιοδοξία και για συνεργασία στον τομέα του πράσινου υδρογόνου και, κυρίως, για το σχέδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης GREGY, αλλά υπάρχει ασάφεια ακόμα στις Βρυξέλλες σχετικά με τη χρηματοδότησή του από το Ταμείο Ανάκαμψης ή το Ταμείο Συνοχής ή άλλο φορέα.
Παράλληλα, όπως προκύπτει από τις πρόσφατες τριμερείς συναντήσεις των υπουργών Εξωτερικών και των υπουργών Ενέργειας Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ, η Ιερουσαλήμ έχει ανανεωμένο και έντονο ενδιαφέρον για την προώθηση της συνεργασίας σε θέματα υδρογονανθράκων στη ΝΑ Μεσόγειο μαζί με την Αίγυπτο.
Χάρη και στην πολύμηνη διακριτική προεργασία από τον Ισραηλινό πρεσβευτή στην Αθήνα Γ. Αμράνι, ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Λαπίντ φέρεται ότι διαβεβαίωσε τον ομόλογό του Ν. Δένδια ότι η χώρα του εντάσσει την Ελλάδα σε όλες τις εναλλακτικές οδούς αγωγών της περιοχής. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η ισραηλινή -παγιωμένη πλέον- άποψη πως οι προτάσεις που υποβάλλει η Αίγυπτος για τους αγωγούς φυσικού αερίου είναι πολύ ρεαλιστικές λόγω του χαμηλότερου κόστους και μεγαλύτερων πολιτικών πλεονεκτημάτων συγκριτικά με άλλες εναλλακτικές επιλογές.
Με αυτά τα δεδομένα και παρά τις προσπάθειες επαναπροσέγγισης Αγκυρας – Ιερουσαλήμ, το Ισραήλ σαφώς προτιμά την ενεργειακή εξαγωγική συνεργασία με την Αίγυπτο (και, εν συνεχεία, την όδευση προς την Ελλάδα) αντί της Τουρκίας. Χωρίς να αναλαμβάνει ασφαλώς κατηγορηματική δέσμευση, η ισραηλινή πλευρά εμφανίζεται εξάλλου διατεθειμένη να εξασφαλίσει συγκεκριμένες ποσότητες φυσικού αερίου για πώληση προς την Ελλάδα είτε με swaps (καθορισμένης τιμής) είτε μέσω Αιγύπτου.
Στις ελληνοϊσραηλινές συζητήσεις έχουν, επίσης, εξεταστεί προτάσεις για την εγκατάσταση πλωτού τερματικού σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Κύπρο, όπως και το ζήτημα του αγωγού EastMed. Οι νέες διεθνείς ανάγκες λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, ενδεχομένως, εξισορροπούν σε κάποιον βαθμό την προ πενταμήνου απόσυρση της αμερικανικής υποστήριξης προς το δαπανηρότατο έργο. Η Ιερουσαλήμ είναι διατεθειμένη να εξετάσει προτάσεις της ελληνοϊταλικής κοινοπραξίας του EastMed, αλλά λόγω κόστους, τεχνικών προβλημάτων και της απουσίας δέσμευσης για την αγορά ποσοτήτων αερίου από τη Ρώμη καμία πλευρά δεν αισιοδοξεί πραγματικά.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη