Οι -αμφίβολου μακροπρόθεσμου αποτελέσματος- προσπάθειες της κυβέρνησης να εξαιρέσει τα πλοία ελληνικών συμφερόντων από τις κυρώσεις και απαγορεύσεις της Ε.Ε., ως προς τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου, έχουν βαρύνουσα σημασία για τρεις, κυρίως, λόγους.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Πρώτα απ’ όλα, αποδεικνύεται ότι η Αθήνα, όταν το επιθυμεί πραγματικά, έχει τη δυνατότητα άσκησης πίεσης στην Κομισιόν και σύναψης συμμαχιών για την προώθηση ή προάσπιση ζωτικών ελληνικών συμφερόντων. Κακώς επικρίνεται ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης για «μάχη υπέρ των εφοπλιστών», αφού -ανεξαρτήτως φορολογικών ή άλλων προνομίων- η ναυτιλία αποτελεί κλάδο κατεξοχήν κρίσιμο για την εθνική οικονομία και την άσκηση επιρροής διεθνώς. Αλίμονο αν μετά την ευρεία αποβιομηχάνιση, τη συρρίκνωση του ναυπηγικού τομέα και τη -λόγω Μνημονίου- εξουδετέρωση της ανεπανάληπτης οικονομικής διείσδυσης στα Βαλκάνια η χώρα απολέσει και την ελληνόκτητη ναυτιλία.
Ωστόσο, αν για κάτι πρέπει να ασκηθεί κριτική στον κ. Μητσοτάκη, είναι ότι δεν έχει επιδείξει την ίδια, ανάλογη ή μεγαλύτερη, μαχητικότητα σε άλλα μείζονα ζητήματα. Οπως στις κυρώσεις κατά της Τουρκίας (που, κατά το κυβερνητικό λεκτικό, θα «δάγκωναν», αλλά γρήγορα εξιλεώθηκαν), καθώς και στη στήριξη της κοινωνίας έναντι του ενεργειακού κόστους. Η ελληνική κυβέρνηση, σε αντίθεση με την ισπανική και την πορτογαλική που προστάτευσαν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις τους, δεν έδωσε μάχη στις Βρυξέλλες για το βασικό αγαθό του ηλεκτρικού ρεύματος.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι, ενώ ο κ. Μητσοτάκης τήρησε συνεπή στάση από την αρχή της εισβολής στην Ουκρανία, αποστέλλοντας όπλα στο Κίεβο και δηλώνοντας ότι οι σύμμαχοι και εταίροι, όπως η Ελλάδα, «πρέπει να είναι προβλέψιμοι, γιατί αλλιώς δεν είναι αξιόπιστοι», ξαφνικά δεν έχει πρόβλημα να αλλάξει στάση. Λόγω της εθνικής σημασίας της εμπορικής ναυτιλίας και εσωτερικών σκοπιμοτήτων, ο πρωθυπουργός συνειδητοποιεί ότι δεν είναι δυνατόν η άσκηση εξωτερικής πολιτικής να είναι πάντα προβλέψιμη. Εξαιρέσεις επιβάλλονται και δικαιολογούνται.
Άλλωστε, η κυβέρνηση Μητσοτάκη (που αποδείχθηκε ανέτοιμη για την αντιμετώπιση της οικονομικής και ενεργειακής κρίσης, παρά τις προειδοποιήσεις του τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ Τζ. Πάιατ από τον Νοέμβριο) θα βρεθεί, σύντομα, ενώπιον νέων παρόμοιων διλημμάτων. Ειδικά ως προς την αποστολή πρόσθετου υλικού στην Ουκρανία ο κ. Μητσοτάκης έχει αυτοπαγιδευτεί και -το χειρότερο- αφόπλισε την ελληνική διπλωματική επιχειρηματολογία.
Αποστέλλοντας βαρύ οπλισμό, μόλις λίγες ημέρες μετά την εισβολή, ο πρωθυπουργός εγκατέλειψε -κατά άλλους ορθώς και κατά άλλους λανθασμένα- το άτυπο δόγμα όλων των προκατόχων του για λελογισμένη συνδρομή, αντί της βαθιάς ανάμειξης στις πολεμικές κρίσεις. Δεν ακολούθησε την πολιτική του Κων. Μητσοτάκη στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου το 1990 (άδειες υπερπτήσεων συμμαχικών αεροσκαφών και αποστολή φρεγάτας για νηοψίες το πολύ μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα), του Κ. Σημίτη το 1999 στο Κόσοβο (υποστήριξη επιχειρήσεων, χωρίς συμμετοχή σε πλήγματα κατά της Σερβίας) και του Κώστα Καραμανλή το 2004 στο Αφγανιστάν (αποχή από μάχες και αποστολή κινητού νοσοκομείου και δύναμης Μηχανικού, με προστασία ειδικών δυνάμεων, για την εκτέλεση έργων).
Επομένως, από τη στιγμή που ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης άλλαξε το δόγμα, γιατί η Ουάσινγκτον να μην αξιώνει, συνεχώς, επιπλέον συστήματα για την Ουκρανία; Ο πρωθυπουργός έκανε, μάλιστα, το μέγιστο λάθος να δηλώσει ότι «δεν είναι συνεχής» (!) η τουρκική επιθετικότητα. Διέγραψε μεμιάς την, ως τώρα, ελληνική επισήμανση στις ΗΠΑ ότι πρόσθετη συνδρομή είναι αδύνατη λόγω της ανάγκης αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής στο Αιγαίο.
Λογικοφανές, από εκεί και πέρα, το αμερικανικό αντεπιχείρημα ότι, αφού «δεν είναι συνεχής» η απειλή, η Ελλάδα διαθέτει ακόμα περιθώρια αποδέσμευσης αμυντικών συστημάτων της. Παλαιοί διπλωμάτες θυμίζουν ότι κάτι παρόμοιο συνέβη τον Ιούνιο του 1992 με το όνομα των Σκοπίων, όταν ο Ρώσος υφυπουργός Εξωτερικών ειρωνεύτηκε την τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη, λέγοντας ότι «αφού δέχεστε το λίγο “Μακεδονία”, γιατί δεν δέχεστε και το ολόκληρο να τελειώνουμε;».
Η τρίτη σημαντική πτυχή της διαμάχης στις Βρυξέλλες εντοπίζεται στον αρραγή ή μη χαρακτήρα των κυρώσεων της Ε.Ε. κατά της Ρωσίας. Τους μήνες πριν από την εισβολή, η Ουάσινγκτον τόνιζε ότι, σε αντίθεση με το 2014 και την προσάρτηση της Κριμαίας, ο Βλ. Πούτιν δεν θα πρέπει να αξιοποιήσει πάλι ενδεχόμενη νέα ανοχή ή διάσπαση της Δύσης.
Κατά τους περασμένους 2,5 μήνες όντως δεν υπήρξε ρωγμή στο μέτωπο των κυρώσεων. Τώρα, και με ελληνική συμμετοχή, αρχίζουν τριγμοί που θα πολλαπλασιαστούν -ανεξαρτήτως εξέλιξης του πολέμου- στον δύσκολο χειμώνα του 2022-23, με τη λήψη των κυβερνητικών αποφάσεων στην Αθήνα να γίνεται δυσχερέστατη.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη