«In football we love» ήταν το κεντρικό μότο της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας στον τελικό Κυπέλλου το Σάββατο.
- Από τον ΒΑΣΙΛΗ ΒΕΡΓΗ
Το βλέπαμε όσοι ήμασταν στο ΟΑΚΑ και γελούσαμε. Λάθος. Κλαίγαμε από τα δακρυγόνα που πέταξε στους οπαδούς η Αστυνομία και έκαναν αποπνικτική και επικίνδυνη την ατμόσφαιρα στο γήπεδο. Προφανώς δεν είναι αυτό «το ποδόσφαιρο που αγαπάμε».
Για να το πω στα ίσα, σε τούτη τη χώρα έχουμε ξεχάσει ΚΑΙ ποιο είναι το πραγματικό ποδόσφαιρο και για ΠΟΙΟΥΣ λόγους το αγαπήσαμε. Η «μομφή» δεν αφορά, φυσικά, μόνο τους οπαδούς του Παναθηναϊκού και του ΠΑΟΚ – για να είμαστε ακριβείς, εκείνους που «πρωταγωνίστησαν» στα αίσχη του τελικού. Αφορά ΟΛΟΥΣ. Τους οπαδούς, τους παράγοντες, τις ομάδες, τις κυβερνήσεις και τον Τύπο, ο οποίος αρέσκεται να αποθεώνει τους «υπέροχους λαούς».
Έχω βαρεθεί να γράφω τα ίδια και τα ίδια εδώ και 32 χρόνια που είμαι στη δημοσιογραφία. Γελάω όταν βλέπω παράγοντες άλλων ομάδων, όπως συνέβη και το Σάββατο, να λοιδορούν όσα συνέβησαν στο ΟΑΚΑ, λησμονώντας φυσικά τα «καμώματα» των δικών τους οπαδών σε προηγούμενα ματς.
Συνέλαβα τον εαυτό μου να θέλει να φύγει από το γήπεδο στη δεύτερη διακοπή του διαιτητή (όταν οπαδοί του ΠΑΟΚ σημάδεψαν με πέτρα και χτύπησαν στο χέρι τον ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού Αϊτόρ, ισχυριζόμενοι ότι τους έκανε χειρονομία μετά την επίτευξη του γκολ). Ο μόνος λόγος που παρέμεινα ήταν επειδή έπρεπε να δουλέψω. Αυτό, για έναν άνθρωπο που μεγάλωσε ΛΑΤΡΕΥΟΝΤΑΣ το ποδόσφαιρο, που δεν «αναπνέει» εάν δεν παρακολουθεί ποδόσφαιρο, αποτελεί τεράστια ήττα.
Γνωρίζω δε αρκετούς οι οποίοι δεν πήγαν στο ΟΑΚΑ, επειδή έχουν κουραστεί από όλα αυτά και έχουν απομακρυνθεί. Τη νύχτα της 1ης Φεβρουαρίου δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη ένα 19χρονο παλικάρι, ο Αλκης Καμπανός. Ο θάνατός του σόκαρε ολόκληρη τη χώρα. Υποτίθεται ότι η κυβέρνηση έπεσε «με τα μούτρα» για να λύσει (για 1.000ή φορά!) το «πρόβλημα της βίας». Ακούσαμε ξανά διάφορες βαρύγδουπες ανακοινώσεις-αποφάσεις με στόχο τους συνδέσμους οπαδών. Ο Θεοδωρικάκος και ο Αυγενάκης… ξεσάλωσαν.
Όσοι ξέρουμε, όσοι τα έχουμε βιώσει όλα τούτα τις τελευταίες δεκαετίες χαμογελάσαμε πικρά. Γιατί ξέραμε πως, μόλις απομακρυνθούν τα φώτα της δημοσιότητας, μόλις πέσουν σε κάποιο άλλο μεγάλο γεγονός (όπως συνέβη, δηλαδή), δεν πρόκειται να γίνει τίποτα επί της ουσίας. Και πως, όταν έρθει η κρίσιμη ώρα, δεν θα επικρατήσει «το ποδόσφαιρο που αγαπάμε», αλλά τα καπνογόνα, τα στιλό, τα σπασμένα καθίσματα, οι φωτιές, οι μάχες με την Αστυνομία, οι πέτρες και όλα όσα αποτελούν το «παραποδόσφαιρο που σιχαινόμαστε». Ποια «γιορτή» μάς… τσαμπουνάνε όταν το μίσος κυριαρχεί σήμερα; Πήγαν οικογένειες με παιδιά στο γήπεδο και οι γονείς σιχτίρισαν την ώρα και τη στιγμή όταν έτρεχαν να τα προφυλάξουν από τις συνέπειες των δακρυγόνων.
Δυστυχώς, έχουμε εθιστεί ως κοινωνία στο γεγονός ότι η αλητεία κυριαρχεί. Οτι έχει επιβάλει τους δικούς της κανόνες στα γήπεδα. Την ώρα που ο διαιτητής από την Ισπανία διέκοψε το παιχνίδι και πήγε στα αποδυτήρια, όλοι (ΕΠΟ, ομάδες, αρχιδιαιτητής) έπεσαν πάνω του για να συνεχίσει τον τελικό. Πιθανότατα σε άλλη χώρα ο Λαόθ θα είχε στείλει τον… λαό στο σπίτι του, θα είχε κλείσει το φύλλο αγώνα και θα έλεγε «καληνύχτα σας». Στην Ελλάδα, όμως, αναγκάστηκε κι αυτός να «προσαρμοστεί». Για να τελειώσει το ματς και να μην έχουμε χειρότερα.
Κάθε φορά άπαντες σηκώνουν το χαλί και προσπαθούν να κρύψουν από κάτω το… χάλι. Αλλά αυτό δεν κρύβεται. Σκάει μέσα στα μούτρα της κοινωνίας μας. Και νικητές βγαίνουν εκείνοι που μισούν το κανονικό ποδόσφαιρο, το οποίο εμείς αγαπάμε αλλά ψάχνουμε να το βρούμε…