Οι φαντασμαγορικές τελετές και εκδηλώσεις του τουρκικού καθεστώτος με αφορμή την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο, έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια τα τελευταία χρόνια, μετά την αναρρίχηση στην εξουσία του Ταγίπ Ερντογάν.
Από τον Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
Δεν πρέπει, όμως, σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ότι αυτές προέρχονται από τη μεγαλομανία του ή, ακόμη περισσότερο, από μια προσπάθεια τόνωσης του τουρκικού φρονήματος λόγω των επικείμενων προεδρικών εκλογών στη γείτονα.
Είναι σαφές ότι το καθεστώς Ερντογάν καλλιεργεί το ιδεολόγημα και το όραμα της ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως αυτό διατυπώθηκε σαφέστατα και αναλυτικά στο έργο του άλλοτε στενού συνεργάτη του, Αχμέτ Νταβούτογλου, «Το στρατηγικό βάθος». Σε αυτό είναι σαφής η προσπάθεια οικειοποίησης από πλευράς της σημερινής Τουρκίας «μιας ιστορικής κληρονομιάς η οποία προέκυψε από έναν ιδιαίτερα μακροχρόνιο αγώνα -διήρκεσε αιώνες- με τον κυρίαρχο πολιτισμό».
O «κυρίαρχος πολιτισμός» του Νταβούτογλου είναι, φυσικά, ο ελληνικός πολιτισμός που, διά της εξάπλωσής του μέσω της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αφενός κυριάρχησε πλήρως στο διοικητικό σύστημά της, αφετέρου δημιούργησε κοινή κοσμοαντίληψη σε όλα τα έθνη της περιοχής, τόσο διά της ελληνικής γραμματείας όσο και διά της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας.
Αυτή την κληρονομιά προφανώς και δεν δικαιούται να επικαλείται η σημερινή Τουρκία, αφού και ο «ιδιαίτερα μακροχρόνιος αγώνας» για την επικράτηση των Οθωμανών ήταν μια εγκληματική αλυσίδα σφαγών, εξανδραποδισμών, εξισλαμισμών και λεηλασιών, που άφησαν ένα βαθύ ιστορικό αποτύπωμα φρίκης στη μνήμη και την ψυχή των λαών οι οποίοι κατακτήθηκαν από αυτούς. Το πληθυσμιακό υπόβαθρο που επικαλείται ο νεοοθωμανισμός δεν έχει ούτε φυλετικές ούτε πολιτισμικές ρίζες με αυτή την -κατά τον Τζ. Χόρτον- «μάστιγα της Ασίας».
Γι᾽ αυτό και όποιες εκδηλώσεις για την άλωση της πρωτεύουσας του Γένους μας στην ουσία απηχούν την αγωνία των σημερινών κυρίων της να οικειοποιηθούν μια ιστορική πραγματικότητα που δεν τους ανήκει. Το αναμφισβήτητο σημείο ιστορικής καμπής της πτώσης της Βασιλεύουσας, πριν από 569 έτη, προφανώς αποτελεί ένα γεγονός δραματικό για τους λαούς της περιοχής, ιδιαίτερα μάλιστα για τον Ελληνισμό, η εθνική αφύπνιση του οποίου είχε ήδη ξεκινήσει έντονα μέσα από το Βυζάντιο. Τα λόγια του φιλοσόφου του Μυστρά, Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού, το καταδεικνύουν περίτρανα: «Εσμέν γαρ Ελληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί» (1418).
Μπορεί η ατυχής ιστορική συγκυρία να μην επέτρεψε την έγκαιρη ανάπτυξη και εδραίωση του νέου Ελληνισμού και αυτή να καθυστέρησε σχεδόν επί τέσσερις αιώνες λόγω της οθωμανικής σκλαβιάς, αλλά αυτός αποτελούσε ήδη μια νέα πραγματικότητα μετά την άλωση. Μια εθνική οντότητα, δηλαδή, που ήταν και παραμένει η μοναδική κληρονόμος μιας αυτοκρατορίας που δεν θα πρέπει να ιδωθεί σε ένα απλό εδαφικό πλαίσιο.
Ο «μακροχρόνιος αγώνας» των Οθωμανών ολοκληρώθηκε με την κατάκτηση της Πόλης. Αμέσως μετά άρχισε η σταδιακή παρακμή τους, με αποτέλεσμα σήμερα όποιοι απόγονοί τους να αποτελούν τμήμα μιας κρατικής οντότητας που δεν είναι καν ένα «εθνοκράτος».
Αντίθετα, ο αγώνας του Ελληνισμού είναι πολύ πιο μακροχρόνιος. Συνεχίζεται ακόμη, στο πλαίσιο της επανακαταξίωσης των ελληνικών αξιών σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Το στρατηγικό βάθος του Ελληνισμού είναι ολόκληρη η οικουμένη. Κι αυτό ας μην το δούμε μέσα από τα στενά όρια μιας κρατικής οντότητας, αλλά από την οπτική ενός εθνικού προορισμού. Αυτός ήταν, εξάλλου, διαχρονικά, ο ρόλος του έθνους μας.
*Δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης, «Θεσσαλονίκη Πόλη Ελληνική», [email protected]