Σκληρές απαιτήσεις αναμένεται να εγείρει, κατά τη μεθαυριανή συνάντησή τους στη Θεσσαλονίκη, ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, αποδίδοντας έμφαση, αφενός, στην ανάγκη περαιτέρω ανοχής στις τουρκικές προκλήσεις και, αφετέρου, στο Μεταναστευτικό για την επιστροφή δεκάδων χιλιάδων δικαιούμενων άσυλο από τη Γερμανία στην Ελλάδα.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, ο κ. Σολτς θεωρεί ότι η Ελλάδα έχει την πολιτική, ηθική και νομική υποχρέωση, βάσει του «Κανονισμού του Δουβλίνου 3», να δεχθεί την επιστροφή στην επικράτειά της άνω των 30.000 (!) προσφύγων και μεταναστών. Το σκεπτικό του Βερολίνου είναι ότι, μολονότι βρίσκονται νομίμως στο γερμανικό έδαφος βάσει αιτήσεων χορήγησης ασύλου και πιστοποιητικών μακράς διαμονής στην Ε.Ε., κάνουν κατάχρηση των δικαιωμάτων τους, επιβαρύνοντας υπέρμετρα τον προϋπολογισμό της χώρας. Με βάση το ίδιο σκεπτικό, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πρέπει να συμφωνήσει στην επιστροφή τους, επειδή η Ελλάδα ήταν η χώρα «πρώτης υποδοχής» στο έδαφος της Ε.Ε., κυρίως την περίοδο 2015-2018.
Το μείζον πρόβλημα φέρει, ασφαλώς, τα ονοματεπώνυμα των ηγετών των δύο χωρών εκείνη την εποχή, Ανγκελα Μέρκελ και Αλέξη Τσίπρα, με τη σωρεία λαθών τους στο Μεταναστευτικό, αλλά τώρα βρίσκεται στα χέρια του κ. Μητσοτάκη σαν ωρολογιακή βόμβα στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Ενδεχόμενη αποδοχή της απαίτησης του κ. Σολτς θα ανατρέψει όλες τις κοινωνικές, οικονομικές και γραφειοκρατικές πτυχές της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής με προφανές κόστος εν όψει των προσεχών εκλογών. Από την άλλη πλευρά, η απόρριψη του αιτήματος του καγκελάριου θα προκαλέσει σοβαρότατες τριβές μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου σε μία κρίσιμη περίοδο για τις εξελίξεις στο Αιγαίο, στη ΝΑ Μεσόγειο και την ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε.
Το Μέγαρο Μαξίμου αιφνιδιάστηκε από τις πρώτες πληροφορίες για το γερμανικό αίτημα, καθώς ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Νότης Μηταράκης δεν αντελήφθη κάτι ανησυχητικό κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Βερολίνο. Οι συνομιλίες του κ. Μηταράκη με τους αρμόδιους αξιωματούχους είχαν αναλωθεί σε γενικόλογες θεωρίες περί του Συμφώνου Μετανάστευσης της Ε.Ε. και της στήριξης στους Ουκρανούς πρόσφυγες, χωρίς να προβλεφθεί προσωπική ανάμειξη του κ. Σολτς.
Παράλληλα, στο μέτωπο των Ελληνοτουρκικών, η κυρίαρχη εκτίμηση έμπειρων διπλωματών είναι ότι ο κ. Σολτς θα αποφύγει την ανάληψη σοβαρής διαμεσολαβητικής πρωτοβουλίας προς τον Τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν.
Ο κ. Μητσοτάκης είχε αντίθετες προσδοκίες, βασιζόμενος στην αρμονική συνεργασία Αθήνας – Βερολίνου και στις παραδοσιακές οικογενειακές σχέσεις του με στελέχη όχι μόνον του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, αλλά και του Σοσιαλδημοκρατικού. Οπως ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Φ.-Β. Στάινμαγερ και -το σημαντικότερο- διπλωμάτες άμεσης επιρροής του σε κορυφαίες θέσεις του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών. Όμως ο πρωθυπουργός υποτίμησε το γεγονός ότι o καγκελάριος σχημάτισε, εγκαίρως, προσωπική αντίληψη (ορθότερη συγκριτικά με την αντίστοιχη του κ. Μητσοτάκη) για τις προθέσεις Ερντογάν. Γιατί ο κ. Σολτς συναντήθηκε με τον Τούρκο πρόεδρο στην Αγκυρα τη Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022, δηλαδή την επομένη των συνομιλιών Ερντογάν – Μητσοτάκη στην Κωνσταντινούπολη.
Ο καγκελάριος διαπίστωσε την απόλυτη αδιαλλαξία του κ. Ερντογάν, όπως και τον κίνδυνο οποιαδήποτε πρωτοβουλία παρέμβασης μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας να κοστίσει πρώτιστα στις γερμανοτουρκικές σχέσεις. Αντίθετα, ο κ. Μητσοτάκης είχε ανακαλύψει, μετά τη δική του συνάντηση με τον κ. Ερντογάν, τουρκική βούληση για ήπιο καλοκαίρι και απουσία προκλήσεων, η οποία θα οδηγούσε στην ανέφελη σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας.
Επίσης, στις συνομιλίες με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζ. Μπάιντεν ο κ. Μητσοτάκης φέρεται ότι χαρακτήρισε ικανοποιητική τη συνάντηση της Κωνσταντινούπολης. Και μόλις χθες πρόσθεσε δημόσια πως είχε «την εντύπωση ότι, μετά τη συνάντηση με τον Ερντογάν, υπήρχε πλαίσιο συνεννόησης και δεν θα γίνουν ενέργειες που θα προκαλέσουν».
Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Αν. Μπέρμποκ αναμενόταν κατά τις (αναβληθείσες λόγω Covid) επισκέψεις της στην Αθήνα και την Αγκυρα να ζητούσε ελληνοτουρκικό διάλογο χωρίς εντάσεις, εκφράζοντας -αόριστα- την πρόθεση να δράσει επιβοηθητικά. Ωστόσο, η ελληνική διπλωματία έχει γνώση της μικρής αξίας τέτοιων δηλώσεων, λαμβάνοντας υπόψη και τα εσωτερικά παίγνια στην κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας. Ο σοσιαλδημοκράτης Σολτς προτιμά να αποτύχει και να εκτεθεί η «πράσινη» Μπέρμποκ, ώστε ο ίδιος να δράσει, ενδεχομένως, αργότερα.
Μιμείται άλλωστε την προκάτοχό του, χριστιανοδημοκράτη κυρία Μέρκελ, η οποία τον Αύγουστο του 2020 εξευτέλισε τον σοσιαλδημοκράτη υπουργό Εξωτερικών Χ. Μάας. Αφού άφησε τον κ. Μάας και την πρωτοβουλία του να πνιγούν στα ύδατα του Αιγαίου, η τότε καγκελάριος αναμείχθηκε προσωπικά μόνον τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, οικοδομώντας πάνω στην ενεργό ανάμειξη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Κοινώς, «έχουμε δει το έργο» μόλις προ διετίας.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη