Μερικές φορές πραγματικά αναρωτιέμαι αν οι Ελληνες πολιτικοί συνειδητοποιούν από ποιον πληρώνονται και ποιον καλούνται να υπηρετήσουν. Από ποιον εκλέγονται και σε ποιον λογοδοτούν.
Από τον Γιώργο Χαρβαλιά
Πάρτε για παράδειγμα τον σημερινό πρωθυπουργό. Μήπως αμείβεται από την Volkswagen, τα επιτεύγματα της οποίας δεν παραλείπει να διαφημίζει, αναμασώντας το «θαύμα της Αστυπάλαιας»; Μήπως τον πληρώνουν οι εισαγωγείς ηλεκτρικών τροχοφόρων παντός είδους για να επιβάλει την ηλεκτροκίνηση σε μία καταφανώς «ανώριμη» αγορά; Ή μήπως τον επιδοτούν οι Γερμανοί πολιτικοί για να γίνεται ευχάριστος στις μεταξύ τους συναντήσεις; Δεν έχω τέτοια αίσθηση. Από την άλλη, όμως, δυσκολεύομαι να εξηγήσω ορισμένα πράγματα.
Τις τελευταίες ημέρες προσκλήθηκε σε ελληνικό έδαφος η… μισή γερμανική κυβέρνηση. Ήρθε ο καγκελάριος Σολτς, ακολούθησε ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ και μονάχα εκείνη η… θείτσα των Πρασίνων, η Αναλένα Μπέρμποκ, δεν μπόρεσε, προσωρινά, να ανταποκριθεί, γιατί «άρπαξε» κορονοϊό σε μία από τις διπλωματικές της περιοδείες.
Ο κύριος Μητσοτάκης είχε όλων των ειδών τις συζητήσεις με τις γερμανικές αντιπροσωπίες. Αλλά πουθενά, τουλάχιστον στις δημόσιες τοποθετήσεις του, δεν ανέφερε τις λέξεις «αποζημιώσεις και αναγκαστικό δάνειο».
Δεν ξέρω αν ο πρωθυπουργός έχει συναίσθηση ότι ήταν υποχρεωμένος να το πράξει. Υποχρεωμένος από τη δική του δέσμευση (μαζί με όλων των υπόλοιπων κομμάτων) προς τον ελληνικό λαό που τον εξέλεξε. Για την ακρίβεια, ήταν υποχρεωμένος να θέσει το ζήτημα του κατοχικού δανείου ως πρώτο θέμα στη διμερή ατζέντα των συζητήσεών του με τους ανώτατους εκπροσώπους του γερμανικού κράτους. Από πού προκύπτει αυτό, μπορεί να αναρωτηθείτε. Θα φρεσκάρω, λοιπόν, λίγο τη μνήμη σας: Στις 17 Απριλίου του 2019 συνήλθε η Ολομέλεια της ελληνικής Βουλής με αποκλειστικό θέμα συζήτησης την έκθεση της διακομματικής επιτροπής «Περί διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών», που, βασισμένη στα πορίσματα του Γενικού Λογιστηρίου και της ΤτΕ, προσδιορίζει το καθαρό υπόλοιπο των συνολικών ελληνικών απαιτήσεων σε ένα ποσό -κρατηθείτε- μεταξύ 269,5-309,4 δισεκατομμυρίων ευρώ! Σε αυτό, μάλιστα, δεν συμπεριλαμβάνεται το κατοχικό δάνειο, που αποτελεί όχι «επανορθωτική», αλλά αμιγώς συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας, την οποία είχε αναγνωρίσει και η ίδια η ναζιστική κυβέρνηση.
Εκείνη την ιστορική ημέρα, έπειτα από μια πολύωρη συζήτηση σε μισοάδεια (δυστυχώς) έδρανα, όλοι οι Ελληνες «εθνοπατέρες» υποχρεώθηκαν να υπερψηφίσουν την πρόταση του προεδρείου που εξουσιοδοτούσε την ελληνική κυβέρνηση «να προβεί σε κάθε απαραίτητη ενέργεια για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών». Το σχετικό ψήφισμα ενέκρινε ακόμη και το ακροδεξιό κόμμα της Χρυσής Αυγής, ζητώντας μάλιστα περισσότερο δυναμική διεκδίκηση των αποζημιώσεων. «Υπέρ» ψήφισαν και οι 11 βουλευτές του Ποταμιού, ενός κόμματος που ξεχώρισε για τη μέχρι παρεξηγήσεως «νηφάλια» ρητορική του απέναντι στη γερμανική προκλητικότητα την περίοδο των Μνημονίων. Μόνο το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα ψήφισε «παρών», χαρακτηρίζοντας τη διαδικασία έωλη και προσχηματική, που στην πράξη έχει στόχο να στείλει το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων στις καλένδες (η Ιστορία θα δείξει αν ήταν από τις σπάνιες φορές που είχε δίκιο).
Κατόπιν αυτής της ομόφωνης «πανηγυρικής» απόφασης, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε αναγκασμένη να επιδώσει ρηματική διακοίνωση στους Γερμανούς. Ε, σε αυτή τη nota που επιδόθηκε μόλις έναν μήνα πριν από την εκλογική αναμέτρηση του Ιουλίου 2019, το Βερολίνο επέλεξε να απαντήσει πιο προσβλητικά από ποτέ. Με μία γραπτή ανακοίνωση λίγων αράδων. Άφησε, όμως, να περάσουν 4,5 μήνες για να έχει αναλάβει καθήκοντα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ώστε το μήνυμα να φτάσει σε κάθε ενδιαφερόμενο: «Το θέμα πολιτικά και νομικά έχει κλείσει».
Από τότε τα ίχνη της υπόθεσης των αποζημιώσεων χάνονται. Τουλάχιστον στην Ελλάδα. Μία καθαρά προσχηματική πρόταση των Γερμανών «Πρασίνων», προτού φυσικά μπουν στην κυβέρνηση Σολτς, για να ανοίξει ένα κανάλι διαλόγου αποκλειστικά για το κατοχικό δάνειο, απορρίφθηκε… μετ’ επαίνων από την Ομοσπονδιακή Βουλή. Το θέμα δεν τέθηκε ούτε κατά την αποχαιρετιστήρια επίσκεψη της Μέρκελ στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 2021, παρότι η απερχόμενη καγκελάριος επέλεξε προκλητικά να επισκεφθεί την Ελλάδα ανήμερα της εμβληματικής επετείου του «Όχι» που είπαν οι Ελληνες στις δυνάμεις του Αξονα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν φάνηκε εξαρχής πρόθυμη να ανακινήσει το θέμα. Και, στο μεταξύ, είχε φροντίσει να απαλλαγεί από έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας που επέμενε να το θυμίζει.
Όμως το ζήτημα είναι πλέον κατ’ εξοχήν θεσμικό. Με την ομόφωνη απόφαση του 2019 οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι ρητά δεσμευμένες να ξεκινήσουν διαδικασίες για την απόδοση των επανορθώσεων. Με πολιτικά, διπλωματικά και, εν ανάγκη, νομικά μέσα. Είναι, επίσης, υποχρεωμένες να διεθνοποιήσουν το θέμα. Αμεσα.
Στον βαθμό που δεν το κάνουν, αγνοούν τη βούληση του ελληνικού λαού όπως εκφράστηκε με την ψήφο των εκπροσώπων του. Και αυτό λέει πολλά για την ποιότητα της ελληνικής δημοκρατίας και την αξιοπιστία των πολιτικών της. Ειδικά για τους τελευταίους η φυγομαχία έναντι υποχρεώσεων που μπορεί να καταστήσουν την εικόνα τους δυσάρεστη στη Γερμανία επιτείνει τις υποψίες για τον βαθμό εξάρτησής τους.
Για να προασπίσει τα συμφέροντα της χώρας του, ο Ερντογάν έχει γίνει, όχι δυσάρεστος, αλλά πραγματικά αντιπαθής στον μισό πλανήτη. Εκβιάζει μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, υβρίζει τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ενωση, απειλεί δεξιά κι αριστερά και, βεβαίως, κλείνει το μάτι στον «τύραννο» Πούτιν. Γι’ αυτό και όλοι, έστω και ενοχλημένοι, τον παίρνουν σοβαρά.
Στον αντίποδα ο Μητσοτάκης δεν τολμά να θέσει στο Βερολίνο ούτε το ζήτημα του κατοχικού δανείου, που αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας, πολιτική δέσμευση του ιδίου προς τον ελληνικό λαό και ελάχιστο φόρο τιμής της Πολιτείας στις θυσίες των προγόνων μας. Για πείτε μου, λοιπόν, τι συμπέρασμα καλούμαστε να βγάλουμε; Γιατί θέλει να είναι μόνον ευχάριστος στους ξένους συνομιλητές του;