Mέγιστη ανησυχία για το -ήδη αισθητό- βαρύτατο κόστος που θα υποστεί η ελληνική οικονομία λόγω των κυρώσεων κατά της Ρωσίας εκφράστηκε κατά τη διάρκεια ειδικής σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, υπό τον συντονισμό του Μεγάρου Μαξίμου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Ενδεικτικό της σοβαρότητας της εξελισσόμενης κατάστασης είναι το γεγονός ότι στη σύσκεψη συμμετείχαν εκπρόσωποι πολλών συναρμόδιων υπουργείων και υπηρεσιών των δύο χωρών. Η αμερικανική αντιπροσωπία συγκροτήθηκε από στελέχη των υπουργείων Εξωτερικών και Οικονομικών με υποστήριξη από συναρμόδια τμήματα της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, αφού -πέρα από τις επιπτώσεις των κυρώσεων- εξετάζεται και η πτυχή των προσπαθειών παράκαμψής τους μέσω του ελληνικού και βαλκανικού χώρου. Η ελληνική αντιπροσωπία, υπό την ηγεσία του Γραφείου Πρωθυπουργού, είχε ως μέλη διευθυντικά στελέχη των υπουργείων Εξωτερικών, Ενέργειας, Ναυτιλίας, της Τραπέζης της Ελλάδος και της Αρχής κατά της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.
Πάντως, μεγάλη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι απών από την ειδική σύσκεψη ήταν ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζ. Τσούνης, αν και πρόκειται για μία από τις σοβαρότερες -και με την πολυπληθέστερη συμμετοχή- επί παρόμοιων θεμάτων τις τελευταίες δεκαετίες (Αποφάσεις 661, 687, 706, 712 και 986 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για κυρώσεις κατά του Ιράκ, Απόφαση 757 κατά της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, Απόφαση 1737 κατά του Ιράν, καθώς και διμερείς κυρώσεις των ΗΠΑ κατά Ιράν, Κίνας και Βενεζουέλας). Με δεδομένο ότι ο κ. Τσούνης συμπληρώνει κιόλας θητεία δύο μηνών στην Αθήνα και λαμβάνοντας υπόψη ότι όλοι οι προκάτοχοί του -τα προηγούμενα 30 έτη- ήταν ιδιαίτερα επιμελείς σε τέτοια θέματα, παγιώνεται σταδιακά η άποψη ότι ο νυν πρεσβευτής ασχολείται μόνον με θέματα «ήπιας πολιτικής».
Όπως επεσήμανε η «δημοκρατία» την περασμένη εβδομάδα, ο κ. Τσούνης δεν είχε ουσιώδη συμμετοχή ούτε στις πρόσφατες επαφές των ΗΠΑ με την κυβέρνηση για την αποκατάσταση των διαύλων επικοινωνίας Αθήνας – Αγκυρας και το ενδεχόμενο συνάντησης του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με τον πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν στη Μαδρίτη. Οι συνεννοήσεις έγιναν, κυρίως, μέσω της πρέσβεως στην Ουάσινγκτον (και έμπιστης του πρωθυπουργού) Αλ. Παπαδοπούλου και της Αμερικανίδας βοηθού υπουργού Εξωτερικών Ερ. Ολσον. Σε κάθε περίπτωση, η ειδική ελληνοαμερικανική σύσκεψη κατέληξε σε τρία κύρια συμπεράσματα:
– Πρώτον, η Ελλάδα είναι από τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν υποστεί το μεγαλύτερο κόστος από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και θα είναι κρίσιμο να υποστηριχθεί ο φιλόδοξος σχεδιασμός της κυβέρνησης για την ανάδειξη της χώρας σε διαμετακομιστικό και αποθηκευτικό κόμβο υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).
– Δεύτερον, δεν προκύπτουν ρεαλιστικές πιθανότητες για ανάμειξη της Ελλάδας -και ειδικά της εμπορικής ναυτιλίας της- στις διαβουλεύσεις ΗΠΑ, Ρωσίας, Ουκρανίας και Τουρκίας για τη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων σιτηρών από την εμπόλεμη ζώνη προς όλο τον κόσμο. Μένει να διαφανεί αν πρόκειται για συνειδητή πολιτική απόφαση ανάθεσης αποκλειστικού ρόλου στην Τουρκία (αντί της Ελλάδας) ή για τεχνοκρατική επιλογή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ λόγω άλλων οικονομικών, εμπορικών και πρακτικών ζητημάτων του εξαγωγικού σχεδίου.
– Τρίτον, η ελληνική πλευρά θα υποστηριχθεί από την Ουάσινγκτον στις ανησυχίες που έχει εκφράσει -ταυτόχρονα προς τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή- για τα συμφέροντα του εφοπλιστικού κλάδου σχετικά με τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου διεθνώς.
Η Ουάσινγκτον είναι εξαιρετικά ικανοποιημένη με τις εκτιμήσεις ότι η Ευρώπη απαγορεύει πλέον το 90% των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου, οπότε είναι λογικό να συνδράμει ορισμένα μέλη της Ε.Ε. στην αντιστάθμιση των απωλειών σε συγγενείς δραστηριότητες, όπως η ναυτιλία. Ωστόσο δεν μπορεί να υπάρξει αμερικανική ρητή δέσμευση προς την ελληνική κυβέρνηση λόγω του ανάλογου έντονου ενδιαφέροντος από τη Βρετανία και τη Γερμανία και της τεχνικής πλευράς της υπόθεσης (δισεκατομμύρια δολάρια για την ασφάλιση φορτίων και πλοίων).
Σε γενικές γραμμές, οι επαφές Ελλάδας – ΗΠΑ, πριν και μετά την επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο, εξελίσσονται καλύτερα από τους προηγούμενες μήνες. Από την άλλη πλευρά, ανακύπτει ο κίνδυνος να καθυστερήσουν ή και να ναυαγήσουν ορισμένες κρίσιμες πρωτοβουλίες λόγω των πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα και της ισχυρής πιθανότητας πολιτικής ρευστότητας τους ερχόμενους μήνες.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του κλάδου της ενέργειας, που θα εξαρτηθεί, σε μεγάλο βαθμό, αφενός από τη συνεργασία σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών «3+1» (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ + ΗΠΑ) και αφετέρου από την ικανότητα της επόμενης κυβέρνησης να εξασφαλίσει -πραγματική- στήριξη και από την Κομισιόν, ώστε να μην επαναληφθεί το ναυάγιο του αγωγού EastMed.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη